48 ώρες…

*** Το ξημέρωμα βρήκε το νησί σε μια νωχελική κατάσταση. Οι πολλοί το είχαν εγκαταλείψει, εγκαταλείποντας μαζί την ηρεμία, την απλότητα και την αγνότητά του. Κάποιοι με την υπόσχεση να επιστρέψουν το επόμενο καλοκαίρι, κάποιοι με την υπόσχεση να το κρατήσουν στη μνήμη σαν ένα γλυκό όνειρο.

*** Στο μικρό λιμανάκι είχαν πέσει οι ρυθμοί. Τα τακτικά δρομολόγια των πλοίων τερματίστηκαν. Έμενε μόνο εκείνο που έφευγε το βράδυ από τον Πειραιά κι έπιανε λιμάνι τα ξημερώματα, για να αναχωρήσει και πάλι τρεις ώρες αργότερα.

*** Ήταν ακόμα ζαλισμένη από το κούνημα. Δεν είχε προλάβει να ανατείλει ο ήλιος. Τα καφενεδάκια ήταν κλειστά και το μόνο που διασάλευε την ηρεμία ήταν κάτι λιμενικοί, καμιά 20αριά επιβάτες και δυο-τρεις ψαράδες, που έδεναν στον μόλο τις βάρκες τους.

*** Επέστρεφε στο νησί παράκαιρα. Οι άλλοι έφευγαν κι αυτή επέστρεφε μ’ ένα σακίδιο στον ώμο, χωρίς λαμπερά φουστάνια και γόβες, μα μ’ ένα τζιν και δυο μπλούζες. Επέστρεφε χωρίς καν ζακέτα. Επέστρεφε αθόρυβα, χωρίς make up, χωρίς καν ένα γεια από εκεί που ίσως υπήρξε…

*** Αυτό το ταξίδι δεν ήταν στα προγραμματισμένα. Προέκυψε αιφνίδια, μα για συγκεκριμένους λόγους και ίσως την πιο κατάλληλη στιγμή. Τα ταξίδια, πάντα της έφερναν μια μελαγχολία. Ίσως, γιατί πάντα στα ταξίδια έκανε ένα είδος «restart»… Άφηνε στην αφετηρία το περιττό «βάρος», στη διαδρομή έκανε διανομή τα χρήσιμα από τα «trash» και στη «βάση» των «επιλεγμένων δεδομένων» έπαιρνε αποφάσεις.

*** Κατευθύνθηκε στον φάρο. Κάθισε οκλαδόν στο πεζουλάκι της βάσης του. Έστριψε ένα τσιγάρο και αναρωτιόταν αν τελικά επέστρεφε ή έφευγε. Ή μήπως επέστρεφε για να φύγει οριστικά;

*** Το αγέρι που της τρυπούσε τα κόκκαλα γινόταν ένα με τους παφλασμούς των κυμάτων και της αποσπούσαν την προσοχή. Προς στιγμήν εκνευρίστηκε. Ύστερα, όμως, σκέφτηκε πως ήταν χειρότερη η ρηχή σιωπή.

*** Άρχισε σιγά-σιγά να φαίνεται το πρώτο φως. Μαζεύτηκαν τα πετεινά του ουρανού να χορτάσουν την πείνα τους. Κι έμεινε εκεί να τα κοιτάζει, να θυμάται… και να συνειδητοποιεί πως επέστρεφε στο νησί, γιατί «ήθελε να της μιλούν ώς την ψυχή τα πράγματα του κόσμου». Ήθελε να έχουν νόημα οι λέξεις. Να εκστομίζονται και να έχουν «περιττά κιλά», να μην τις παίρνει ο άνεμος στο πρώτο φύσημά του.

*** Αυτή η light προσέγγιση των πραγμάτων τής χάλαγε τις ισορροπίες. Προκαλούσε τους δαίμονές της.

*** Σηκώθηκε και περπάτησε για λίγο στα στενά δρομάκια της χώρας και όλα ξυπνούσαν και προβάλλονταν μπροστά της σαν μια καλομονταρισμένη ταινία. Μα, ήταν όλα αυτά (οι μνήμες), που της μιλούσαν ώς την ψυχή.

*** Η ώρα πέρασε, ο ήλιος ανέτειλε κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα χέρια της ζέσταναν από τον αχνιστό καφέ της κυρά Τασίας. Το καράβι σάλπαρε. Τώρα πια, όμως, ήξερε. Σε 48 ώρες θα έφευγε και η ίδια μ’ αυτό, χωρίς επιστροφή.

Παρεμπιπτόντως, όλα ορίζονται από την αρχή της αμοιβαιότητας.

Και το άσχετον, αξιολογηθήκαμε και βρεθήκαμε… λίγοι.