«Ο δρόμος, μπάρμπα, ο δρόμος»

*** Δεν έμεινε ποτέ στα βατά μονοπάτια. Κάποια απροσδιόριστη δύναμη ή κατάρα τον παράσερνε σε λαβύρινθους και αλλεπάλληλους ομόκεντρους κύκλους.

*** Παρέμενε, βεβαίως, πάντα βασανιστικό το ερώτημα γιατί να επιλέγει τις μοναχικές χαραυγές και τις ανεκπλήρωτες επιδιώξεις.

*** «Ο δρόμος, μπάρμπα, ο δρόμος...», έλεγε και ξανάλεγε κατηφορίζοντας απ' τον μόλο...

*** Εκεί τα ξέπλενε της ζωής τα χρωστούμενα, εκεί ξημερωνότανε κάθε που τα μπουρίνια του τον 'πιάναν.

*** Του έπεσε βαρύ εκείνο το βράδυ. Κάτι που το κρύο διαπερνούσε τα στήθια του, κάτι που η αγριεμένη θάλασσα άφηνε την αλμύρα της στις πληγές του.

*** Μια θάλασσα στιγμές και στα μάτια του, που βούρκωναν, καθώς χάνονταν στον ορίζοντα αναμένοντας τον γλάρο...

*** Τον γλάρο, ναι. Του 'μενε καρφωμένος στο μυαλό ο -κατά πολλούς γελοία ρομαντικός- παραλληλισμός του γλάρου με το αίσθημα της δικαίωσης.

*** Μπορεί και να μη δικαιώνεται ποτέ κανείς για τα λάθη του, μα σίγουρα δικαιώνεται κανείς για το ελεύθερο της βούλησης στις επιλογές του.

*** Διότι πώς αλλιώς να περνιέται κανείς για άνθρωπος χωρίς λάθη, χωρίς αδυναμίες, χωρίς πάθη;

*** «Ο δρόμος, τελικά μπάρμπα, ο δρόμος»... Κι' ας είναι στενός, μακρύς και δύσβατος.

*** Κάποιοι είναι για τα δύσκολα καμωμένοι.

Παρεμπιπτόντως, η ιστορία είναι φανταστική, αλληγορική, μα αφορά τον καθένα μας.