Αναλύσεις

Αφιέρωμα στον Ιππότη της Δημοκρατίας Αλέξανδρο Παναγούλη

Ο κατ’ εξοχήν θρύλος της αντίστασης κατά της λαομίσιτης Χούντας των Συνταγματαρχών Αλέξανδρος ή πιο απλά Αλέκος Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα, προάστιο της Αθήνας, στις 2 Ιουλίου του 1939. Σπούδασε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συγκεκριμένα στον κλάδο Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων. Ακολούθως εντάσσεται στην οργάνωση νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.), όπου δέσποζε η φυσιογνωμία του Γεωργίου Παπανδρέου, γνωστού ως Γέρου της Δημοκρατίας.



Χρόνια αργότερα, στον προθάλαμο της Μεταπολίτευσης, αναλαμβάνει την προεδρία της Ε.ΔΗ.Ν. (πρώην Ο.Ν.Ε.Κ.) στις 3ης Σεπτεμβρίου του 1974. Γυρνώντας το ρολόι του χρόνου λίγο πιο πίσω και συγκεκριμένα γύρω στα τέλη του 1967, λιποτάκτησε από το στράτευμα ιδρύοντας την οργάνωση Εθνική Αντίσταση και στη συνέχεια αυτοεξορίζεται στην Κύπρο. Εκεί βρίσκει καταφύγιο στην Πάφο και συγκεκριμένα στην οικία του Χριστάκη Ζόππου.



Ακολούθως, συναντάται με τον Δρα Βάσο Λυσσαρίδη καθώς και με έμπιστους οπαδούς του και ανηφορίζουν στο Προεδρικό Μέγαρο με την ανάλογη μυστικότητα. Ο Πρόεδρος Μακάριος, με τη σειρά του, τον παραπέμπει στον σκληροτράχηλο Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, υπουργό τότε των Εσωτερικών και Άμυνας, με την εντολή να του εκδώσει λεσέ πασέ (πάσο), όπου με αυτό θα ταξίδευε σε Βηρυτό και Ρώμη αντιστοίχως.



Ο Γιωρκάτζης κατ’ αρχήν παρουσιάζεται δύσπιστος ως προς την εντολή του Μακάριου, να εκδοθεί πάσο στον Αλέκο. Όταν όμως ο Αλέκος παραπονούμενος του λέει το εξής: «μονάχα σκέψου πώς δρούσες εσύ όταν ήσουν στην παρανομία», εννοώντας την ΕΟΚΑ. Αυτό και μόνο το γεγονός «μαλάκωσε» τον Π. Γιωρκάτζη και έτσι σιγά-σιγά βλέπουμε τους δυο άνδρες να «συσκέπτονται» στο πώς θα ανατρέψουν τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο.



Έτσι ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, αξιολογώντας θετικά τον τσαμπουκά του Αλέκου, του εκδίδει αντί πάσο κανονικό διαβατήριο στο όνομα Μάριος Ανδρέου. Κατά την ολιγόμηνη παραμονή του στην Κύπρο βρίσκει καταφύγιο σε σπίτια μελών της Ε.Α.Δ.Ε. (Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα), ενώ παράλληλα εκπαιδεύεται από άνδρες που ήσαν προσκείμενοι στον Γιωρκάτζη στη χρήση εκρηκτικών υλών.



Λίγο αργότερα επιστρέφει με πάσα μυστικότητα στην Αθήνα, οργανώνοντας τη δολοφονία του Συνταγματάρχη Γεώργιου Παπαδόπουλου. Όσο για τις απαραίτητες εκρηκτικές ύλες, αυτές αποστέλλονται μέσω του διπλωματικού σάκου στην Κυπριακή Πρεσβεία στην Αθήνα, με πρωτοβουλία που ανέλαβε ο ίδιος ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης. Έτσι φθάνουμε μοιραία σε εκείνη τη μέρα της 13ης Αυγούστου του 1968, οπότε ο Αλέκος Παναγούλης αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να δολοφονήσει τον Γ. Παπαδόπουλο, πρωθυπουργό της Ελλάδας, κοντά στη Βάρκιζα.



Ο παρ’ ολίγον τυραννοκτόνος απέτυχε στο όντως δύσκολο αυτό εγχείρημα, λόγω του ότι βιάστηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου να πυροδοτήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό! Μετά από επιτόπια έρευνα της αστυνομικής συνοδείας του Δικτάτορα Παπαδόπουλου, ο Αλέκος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται ποικιλοτρόπως, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να ομολογήσει τη διασύνδεσή του με την Κύπρο και τον Γιωρκάτζη, γεγονός που οδήγησε στην αναγκαστική παραίτηση του Κύπριου Υπουργού.



Ο Παναγούλης οδηγείται με ασθενοφόρο ημιθανής στο νοσοκομείο και δικάζεται στις τρεις Νοεμβρίου του 1968. Στη συνέχεια του επιβάλλεται ποινή δις εις θάνατον στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, μαζί με άλλα μέλη της Εθνικής Αντίστασης. Μεταφέρεται στην Αίγινα και στη συνέχεια στις στρατιωτικές φυλακές Μπογατίου. Δραπετεύει στις 5 Ιουνίου του 1969 και συλλαμβάνεται εκ νέου, οδηγείται προσωρινά σε στρατόπεδο στο Γουδή και πάλι εκ νέου στις φυλακές Μπογατίου, όπου τον στέλλουν στην απομόνωση.



Εκεί στην κόλαση της απομόνωσης βρίσκει διέξοδο ασχολούμενος με την ποίηση. Και φθάνουμε αισίως στις 21 Αυγούστου του 1973, οπότε μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους τούς παρέχεται γενική αμνηστία από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, σε μια προσπάθεια εκδημοκρατικοποίησης του καθεστώτος του. Ελεύθερος πια ο Αλέκος αναχωρεί για τη Φλωρεντία.

Πνεύμα ανήσυχο, επαναστατικό, επαναδραστηριοποιείται στην αντίσταση επιστρέφοντας ουσιαστικά στην Ελλάδα. Στις αρχές της μεταπολίτευσης εκλέγεται βουλευτής της Β' Αθηνών με την Ένωση Κέντρου Νέες Δυνάμεις υπό τον Γεώργιο Μαύρο, αρνούμενος να συνεργαστεί με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., αποκαλώντας φασίστα τον όντως αμερικανόδουλο Α. Παπανδρέου, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να τον προσομοιάσει ως τον Μουσολίνι της Ελλάδας!



Παράλληλα, επιδιώκει την απομόνωση των πολιτικών προσώπων που συνεργάστηκαν με τη Χούντα. Μετά από έρευνα υποβάλλει την παραίτησή του από την Ένωση Κέντρου Νέες Δυνάμεις, λόγω της συνεργασίας του Δημήτρη Τσάτσου με το πάλαι ποτέ χουντικό καθεστώς, επιδεικνύοντας για άλλη μια φορά το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του. Μετέπειτα έρχεται σε ρήξη με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ.



Το κύκνειο άσμα, που αποτέλεσε την απαρχή του τέλους της ζωής του, ήταν οι απειλές και πιέσεις που δεχόταν για απόσυρση των καταγγελιών του, λαμβανομένου υπ' όψιν του γεγονότος της διάρρηξης του πολιτικού του γραφείου. Έτσι λοιπόν, τα χαράματα της Πρωτομαγιάς του 1976, ενώ οδηγούσε το όχημά του στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, κόπηκε πλέον το νήμα της ζωής του. Προσωπική μου εκτίμηση, λαμβανομένου υπ' όψιν και των πιο πάνω δεδομένων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός του προήλθε από δολιοφθορά και όχι από ατύχημα.



Την πεποίθησή μου αυτή τη στηρίζω στο γεγονός ότι οι λεγόμενοι γνωστοί-άγνωστοι ήθελαν τη βιολογική του εξόντωση για εξαφάνιση των αποδείξεων λόγω της εμπλοκής πολιτικών προσώπων με τη Χούντα, πόσω μάλλον βάσει του ότι ο θάνατός του επήλθε λίγες μέρες πριν από την αποκάλυψη των φακέλων της Ε.Σ.Α. (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία). Δικαίως για πολλούς θεωρείται ως σύμβολο της Ελευθερίας της Δημοκρατίας και προασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.



Η κηδεία του έλαβε χώραν στην Αθήνα, με τη δέουσα λαοθάλασσα να δίνει βροντερό το «παρών» της, ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η σύντροφος της ζωής του, Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο προχώρησε στη συγγραφή του βιβλίου «Un Uomo», δηλαδή «Ένας άνδρας».

Εν κατακλείδι, το εν λόγω εγχειρίδιο συνιστά φωτεινή πυξίδα για τους απανταχού Έλληνες που διέπονται από δημοκρατικές ευαισθησίες. Πόσω μάλλον -συνοψίζοντας- του γεγονότος ότι η Ελλάδα υπήρξε το λίκνο του πολιτισμού μα πάνω απ’ όλα της Δημοκρατίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΩΚΑΣ