Υγεία

Δύο μελέτες για την Υγεία

Το Υπουργείο να δώσει στη δημοσιότητα τη μελέτη της Mercer για το ΓεΣΥ, ζητεί ο ΠΙΣ

Μια αναφορά ήταν αρκετή για να ανάψει ξανά η σύγκρουση μεταξύ ΠΙΣ και Υπουργού Υγείας, με τον οίκο Deloitte να προστίθεται στο πεδίο της σύγκρουσης. Την περασμένη Πέμπτη, ο Υπουργός Υγείας, Κωνσταντίνος Ιωάννου, μιλώντας από τους ραδιοθαλάμους του Ράδιο Πρώτο και κληθείς να σχολιάσει ανησυχίες των γιατρών για την οικονομική βιωσιμότητα του νέου Σχεδίου, είπε επί λέξει: «Να ξεκαθαρίσω για μία ακόμη φορά αυτό το παραμύθι με την Deloitte (που πραγματοποίησε τη μελέτη για λογαριασμό του ΠΙΣ). Είναι παραμύθι πλέον αυτό το πράγμα και πρέπει η Deloitte, ως παγκοσμίου φήμης οργανισμός, να βγει και να ξεκαθαρίσει τι είναι η μελέτη που έκανε, για ποιο σκοπό την έκανε, με ποια δεδομένα την έκανε, και τι λέει αυτή η μελέτη στο τέλος της ημέρας».


Υπογράμμισε, επίσης, ότι ο προϋπολογισμός του Σχεδίου (συνολικού ύψους €1,2 δις), που είχε ψηφιστεί το 2017, βασίστηκε στην αναλογιστική μελέτη της Mercer και αντιπροσωπεύει τις πραγματικές δαπάνες του τομέα της Υγείας. Αυτό, πρόσθεσε, επιβεβαιώνεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και τη Eurostat.
Η απάντηση Deloitte


Είκοσι τέσσερεις ώρες αργότερα, ο Οίκος Deloitte προχώρησε σε απαντητική επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής από Διεθνείς Οίκους, παρά το εύρος της παρεχόμενης πληροφόρησης - εγείρουν προβληματισμούς στους συμμετέχοντες, καθώς είναι βασισμένες κυρίως σε υποθετικά σενάρια - δεν αναπροσαρμόστηκαν σε επίκαιρα και ολοκληρωμένα τοπικά δεδομένα, γεγονός που ενισχύει τις ανησυχίες τους - χρειάζεται να τύχουν επικαιροποίησης, καθώς διαφαίνεται ότι ίσως δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στα σημερινά δεδομένα». Σημειώνεται, επίσης, ότι η δική τους μελέτη στηρίχθηκε σε δεδομένα των Συστημάτων Υγείας ευρωπαϊκών χωρών, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), της Eurostat και της έρευνας της Mercer.
Προβληματισμοί για χρηματοδότηση


Στην έκθεση αναφέρεται ότι, σήμερα στην Κύπρο, δαπανάται για την Υγεία περίπου το 7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), το οποίο είναι χαμηλότερο του μέσου όρου των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οργανωμένα Συστήματα Υγείας. Επιπρόσθετα, εγείρονται προβληματισμοί σχετικά με τις αναλογιστικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από διάφορους Διεθνείς Οίκους για τη χρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας. Αναφέρει ότι δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα κατά πόσον ο προτεινόμενος προϋπολογισμός είναι επαρκής και ισχυρίζεται ότι στη μελέτη της Mercer:


· Δεν λήφθηκαν υπόψη οικονομικά στοιχεία και δεδομένα που έτυχαν επικαιροποίησης στις αρχές του 2013 και, ως εκ τούτου, η αξιολόγηση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης είναι πολύ περιορισμένη, καθώς και τα υποθετικά δεδομένα ίσως να μην είναι ρεαλιστικά.


· Στον προϋπολογισμό δεν έγινε ανεξάρτητη επιβεβαίωση των δεδομένων, όπως για παράδειγμα σε σχέση με τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, τα οποία αποτελούν μεγάλη μερίδα των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας.


· Τα πρωτόκολλα και η ποσοτικοποίηση των ιατρικών πράξεων δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί και τα ποσά που προϋπολογίζονται πιθανώς να μην είναι αντιπροσωπευτικά.


· Δεν αξιοποιήθηκαν πραγματικά ιστορικά δεδομένα των ιατρικών πράξεων.
Νέα μελέτη


Περαιτέρω, η Deloitte προτείνει τη διεξαγωγή νέας χρηματοοικονομικής και αναλογιστικής μελέτης, «η οποία να βασίζεται σε πραγματικούς αριθμούς και οικονομικά στοιχεία», για ακριβή υπολογισμό του σφαιρικού προϋπολογισμού. Σημειώνεται ότι, «βάσει βέλτιστων πρακτικών, διαφαίνεται ότι για να εφαρμοστεί ένα λειτουργικό, αποτελεσματικό και ποιοτικό Σύστημα Υγείας, η επένδυση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 9-10% του ΑΕΠ, όπως είναι και ο μέσος όρος άλλων ευρωπαϊκών χωρών και επιπρόσθετος προϋπολογισμός για τις αναβαθμίσεις ή/και ρυθμίσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Deloitte, χρειάζεται να προϋπολογιστεί το σχετικό κόστος για ενίσχυση σημαντικών δεικτών για τον τομέα της Υγείας, όπως: αναλογία γιατρών - ασθενών, αριθμός κλινών, ενίσχυση υπηρεσιών όπως πρόληψης και αποκατάστασης.
Να εξαιρεθούν οι «ευάλωτοι»


Η μελέτη του Διεθνούς Οίκου, που διενεργήθηκε για λογαριασμό των γιατρών, προτείνει όπως συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού εξαιρούνται από την καταβολή της συμπληρωμής, όπως, για παράδειγμα, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με συγκεκριμένες χρόνιες / σπάνιες παθήσεις, εγκυμονούσες, ηλικιωμένοι, άτομα με χαμηλά εισοδήματα. Οι εμπλεκόμενοι φορείς αναφέρθηκαν επίσης σε πιθανά προβλήματα που δυνατόν να προκύψουν με την εφαρμογή του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού, όπως προσδιορίζεται από το κράτος, και τα οποία πιθανόν να επηρεάσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας, όπως για παράδειγμα: μη-έγκαιρη και αποτελεσματική διάγνωση ασθενειών, παρέμβαση των Προσωπικών Ιατρών σε συγκεκριμένους τομείς της υγείας που προϋποθέτουν εξειδίκευση και διπλή κοστολόγηση, καθώς ο ασθενής μπορεί να επισκέπτεται τον Προσωπικό Ιατρό μόνο για να λάβει παραπομπή σε Ειδικό Ιατρό, αλλά και καθυστέρηση στη διάγνωση και περίθαλψη περιστατικών.
Δεν αρκούν οι Ειδικοί


Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΠΙΣ, ο υφιστάμενος αριθμός των Ειδικών Γενικών Ιατρών στην Κύπρο αποδεικνύεται ανεπαρκής για να καλύψει πλήρως την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Γι’ αυτό, προστίθεται, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα κριτήρια εφαρμογής του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού και προτείνεται όπως «δοθούν οικονομικά κίνητρα στους νέους ιατρούς και στους υφιστάμενους ιατρούς για παρακολούθηση της σωστής σχετικής επαγγελματικής κατάρτισης για απόκτηση της ειδικότητας της Γενικής Ιατρικής».
Φορολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις


Στη μελέτη της Deloitte, μεταξύ άλλων, προτείνεται ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου εισοδημάτων (ceilings) για υπολογισμό των σχετικών εισφορών:
· Η είσπραξη των εισφορών δύναται να διενεργείται από Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου, νοουμένου ότι θα υπάρχουν οι απαραίτητες διασφαλίσεις και εξασφαλίσεις ότι ο προϋπολογισμός θα αξιοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς της Υγείας.


· Οι συνεισφορές του πληθυσμού να είναι ανάλογες και αντίστοιχες με τις προσφερόμενες καλύψεις, ώστε οι ασθενείς να πληρώνουν γι' αυτό που θα λαμβάνουν.


· Για οριστικοποίηση των ποσοστών εισφορών, να ληφθεί υπόψη και το αυξημένο κόστος, το οποίο θα κληθούν να επωμιστούν οι επιχειρήσεις για θέματα υγείας, σε σύγκριση με τα υφιστάμενα δεδομένα.


· Σε αρχικό στάδιο της εφαρμογής του συστήματος να δοθούν φορολογικά ή άλλα κίνητρα στις επιχειρήσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα οποία θα αντικατοπτρίζουν το κόστος που θα κληθούν να επωμιστούν.