Ο Τίτος Χριστοδούλου δεν… αστειεύεται

«ΑΣΤΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ» ΚΑΙ «ΑΚΡΕΜΩΝΕΣ»: ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΒΑΡΕΥΤΟΥΜΕ, ΛΙΓΟ, ΑΣΤΕΙΕΥΟΜΕΝΟΙ... ΕΠΕΙΔΗ
ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΚΩΠΤΙΚΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ, ΑΝΑΔΙΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ «ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΖΩΗΣ» ΜΑΣ, ΧΩΡΙΣ, ΟΠΩΣ ΕΞΗΓΕΙ ΣΤΟ «ΑΣΤΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ», ΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ Η ΣΟΒΑΡΟΦΑΝΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΕΙΟΥ

Αν η ανατροπή είναι στη φύση του αστείου, τούτο παραπέμπει και στην πολιτική. Όπως ο Ερμής, ο παιγνιώδης θεός της ζαβολιάς που την γλιτώνει πάντα σαν το άτακτο παιδάκι που ρίχνει τα πράγματα από το τραπέζι και βλέποντάς τα σπασμένα κάτω και γελάει, θα δούμε ότι πρόκειται για έναν θεό που είναι ανατρεπτικός και σε μια πολιτική προέκταση
Η ανατρεπτικότητα του αστείου, που στη διαπολιτισμική γενεαλογία του βρίσκει τον θεό του να αντιπροσωπεύεται από τους ζαβολιάρηδες θεούς, από τον Νιγηριανό Ελέγκμπα ώς τον καθ' ημάς ανάλογό του, τον άτακτο κλεφτρόνι παιδί θεό, τον Ερμή των κατωφλίων, τον εκτός ορίων ή αναμεταξύ των ορίων θεό του αστείου, συναντά την ανατρεπτικότητα ενός κριτικού λόγου που επερωτά τις επιφάσεις των ακρίτων προσηλώσεων της κυρίαρχης κουλτούρας μας.


Μιας κουλτούρας του επίπλαστου, του φαίνεσθαι και της χωρίς βάθος αναφοράς επιφάνειας των σημείων, που απηχεί την επάλληλη θεματική στα δύο πρόσφατα εκδοθέντα βιβλία του Τίτου Χριστοδούλου. Το «Αστείον είναι» και το «Ακρεμώνες».


Κριτικός όσο και σκωπτικός ο λόγος του συγγραφέα, είναι πάνω απ' όλα φιλοσοφικός, αναδιφώντας την ουσία και αλήθεια των «παιγνίων ζωής» μας, χωρίς, όπως εξηγεί στο «Αστείον είναι», να επιχειρεί μια σοβαρή ή σοβαροφανή θεωρία του αστείου, και στους «Ακρεμώνες», χωρίς να ξεγελιέται από τα ψιμύθια μιας επιφάνειας που εξαντλεί το είναι της στον ρηχό ως κέλυφος ή περιτύλιγμα εαυτό της.


Μια πλούσια κριτική πολιτισμική περιδιάβαση στους τρόπους του συγχρόνου ανθρώπου και τις μορφές ζωής ή παίγνια που τον εκφράζουν, είτε αυτά τα παίγνια αφορούν την πάντα ειρωνική στους σκοπούς και τρόπους της πολιτική, την ηθική ανάκριση ενός σκοτεινού 20ού αιώνα που προαλειφόταν, ειρωνικά, ως ο πιο διαφωτισμένος, την κατασκευή αρρενωπών ταυτοτήτων μέσα από την σεξιστική βία του χουλιγκανισμού ή τη συμβολή της επέλευσης του εντύπου λόγου στην διαμόρφωση του νεωτερικού, ατομιστή και κτητικού ανθρώπου.
«Φαίνεσθαι» εναντίον «είναι»


Μιλώντας στο Ράδιο Πρώτο και τον δημοσιογράφο Χρήστο Μιχάλαρο στο πλαίσιο της εκπομπής «Όλα στο φως», ο Τίτος Χριστοδούλου υπέδειξε ότι «τα ακρόκλαρα είναι οι υποσχέσεις της άνοιξης, της φρεσκάδας του μυαλού, της ελευθερίας σε άγονους καιρούς». Όπως είπε, «ζούμε σε μια βαθιά απαίδευτη εποχή όταν τα πράγματα έχουν αντικατασταθεί από επιφάσεις παιδείας, επιφάσεις πραγμάτων, επιφάσεις καλλιέργειας. Το ‘φαίνεσθαι’ έχει αφανίσει στην οριστική αφάνεια το είναι, καν σαν ζήτηση, σαν ζήτημα καν», αφορίζει θλιβερά.


Μάλιστα, σημειώνει, η «καλλιέργεια» θεωρείται με την ίδια έννοια της καλλιέργειας στην γεωργία, τα γενετικά τροποποιημένα ζαρζαβατικά: ως παραγωγή πατενταρισμένων τρόπων ζωής. Στην ουσία, παράγουμε επιφάσεις πραγματικής ζωής. Ακόμα και η ελευθερία πωλείται προκάτ, επίφαση «ελευθερίας επιλογής» από έτοιμα ράφια στα καταστήματα. Προκάτ ζωές, λοιπόν, στανταρνταρισμένες, τυποποιημένες, προβλέψιμες, μετρήσιμες. Μακντοναλντοποιημένη εκπαίδευση - όχι παιδεία - για Μακντοναλντοποιημένους ανθρώπους, προβλέψιμες και ελεγχόμενες συμπεριφορές που πωλούνται κι ως «ελεύθερες επιλογές».


Καθηγητές μεταπωλητές των κουρίκουλουμ, σε μια απαίδευτη εκπαίδευση - όχι παιδεία, μια cut and paste Μακ-παιδεία, μακ-πολιτική, μακ-άνθρωποι. Πόση πραγματική ελευθερία υπήρξε στο παγκόσμιο αμόκ της καταναλωτικής αγέλης στην «Black Friday»; Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εκφυλιστικής εποχής μας, σημειώνει, είναι η Ντισνεϋποίηση της κοινωνίας, η υποκατάσταση του κριτικού ανθρώπου, του ανθρώπου της πολιτικής πράξης, από τον παιγνιώδη άνθρωπο, στον «homo ludens». Τον ρηχό άνθρωπο της παιδιάς. Κάθε μορφή ζωής σκηνοθετημένη ως ένα θεματικό πάρκο, κι εμείς τουρίστες καταναλωτές, θρηνεί, της ίδιας της ζωής μας.


Ζητά, από τον άνθρωπο, να επαναστατεί στα βιβλία του, να γυρίσει πίσω στον κριτικό λόγο, να δει τα πράγματα απελευθερωτικά, με τον ειρωνικό λόγο. Συνδέει άρρηκτα «Ειρωνεία και πολιτική», καλεί να δούμε τον λόγο του πολιτικού σαν αυτό που πραγματικά είναι: ένας λόγος ευπώλητος, ο οποίος κρύβει την πραγματικότητα. «Ζητώ», επιμένει, «να γδέρνουμε και να γδύνουμε αυτήν την πραγματικότητα των επιφάσεων, το ευπώλητο φινίρισμα, το ρετούς της πραγματικότητας. Αυτό, φυσικά, είναι ό,τι λέγεται και ό,τι πράγματι είναι η ελευθερία.
Η πολιτική διάσταση του αστείου


Αν η ανατροπή είναι στη φύση του αστείου, τούτο παραπέμπει και στην πολιτική. Όπως ο Ερμής, ο παιγνιώδης θεός της ζαβολιάς που την γλιτώνει πάντα σαν το άτακτο παιδάκι που ρίχνει τα πράγματα από το τραπέζι και βλέποντάς τα σπασμένα κάτω και γελάει, θα δούμε ότι πρόκειται για έναν θεό που είναι ανατρεπτικός και σε μια πολιτική προέκταση. Το αναιδές, παιγνιώδες του αστείου διαρρηγνύει τα ειωθότα, αυτά που έχουν επιβληθεί ως μια αδήριτη πραγματικότητα. Για εμένα, λέει, η πιο αστεία δήλωση των πολιτικών, η οποία λειτουργεί αυτοαναιρετικά, είναι η δήλωση «δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».


Αυτό συνήθως το λένε οι οικονομολόγοι πολιτικοί που ακολουθούν μια οικονομική λογική στα πράγματα. Όταν ένας πολιτικός λέει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, ουσιαστικά ακυρώνει τον εαυτό του και μας λέει ότι δεν είναι πολιτικός, διότι πολιτικός σημαίνει ότι μπορεί να παρέμβει στα πράγματα επιζητώντας μέσα στις συμπληγάδες των πραγμάτων να βρει και να εξασφαλίσει το κοινό αγαθό. Όποιος δεν το κάνει αυτό κι όποιος οδηγείται από τα πράγματα, μπορεί να παραιτηθεί και να αφήσει τα πράγματα να λειτουργήσουν μόνα τους. Ίσως οι πολιτικοί να πρέπει να μάθουν να διακρίνουν το αστείο. Δείχνοντάς τους το «άλλο» των πραγμάτων, το αστείο θα απελευθερώνει και τους ίδιους σε δυνατότητες που πιστεύουν ότι δεν υφίστανται.


Υπό αυτήν την έννοια, το αστείο είναι ανατρεπτικό, όχι όμως με την έννοια ότι μπορεί το ίδιο να ανατρέψει, δεν ανατρέπει καθεστώτα. Δεν έριξαν τα αστεία τον κομμουνισμό. Τον έδειξαν όμως σαθρό, ετοιμόρροπο. Τελικά ο κομμουνισμός έπεσε μόνος του, σαν αστείο που είχε παρατραβήξει κι είχε γίνει άνοστο και βαρετό στα ίδια του τα μάτια. Δεν άξιζε καν το γέλιο, η αυλαία έπεσε μπροστά σε ένα παγερό κοινό.
Αστεία για τα σοβαρά μας


Αυτά είναι πολύ σοβαρά, θρηνώδη πράγματα για ένα βιβλίο με θέμα το «Αστείον είναι». Όπως εξήγησε, όμως, με την έναρξη της συνέντευξής μας, στο Ράδιο Πρώτο, αφέψημα της οποίας είναι το παρόν, δεν επιχειρεί μια σοβαρή θεωρία για το αστείο. Δεν κατανοούμε το πέταγμα του πουλιού ανατέμνοντάς το στο τραπέζι της ανατομίας. Παρακολουθώντας το να πετά κατανοούμε το πέταγμα του πουλιού, όχι βλέποντάς το σφαγμένο στο μάρμαρο. Γελώντας κατανοείται το αστείο, όχι αναλύοντάς το θεωρητικά. Κι έτσι, δεν μιλώ σοβαρά για το αστείο, αλλά αστεία για τα σοβαρά μας. Έτσι, προσκαλεί «αστεία» το Αστείον είναι, «γελάστε λοιπόν. Κι αφήστε το πουλί σας ήσυχο».


Δεν κρύβει ο Τίτος ότι δεν έχει πολύ καλή ιδέα γενικά για το χιούμορ στην Κύπρο. Οι Κύπριοι, λέει, κρύβονται πίσω από το σκωπτικό και το περιγελαστικό χιούμορ, συνωμοτικό και κατά τρίτων συνήθως, απόντων συνηθέστερον.


«Παιδεία ή παιδιά», αρύεται από τις απεργίες των εκπαιδευτικών. «Πιστεύω», στηλιτεύει αμείλικτα, «ότι έχουμε μια τραγικώς απαίδευτη Παιδεία και δεν απολογούμαι στους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης γι’ αυτό που λέω. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μεταπωλητές, μεταπράτες ενός curriculum. Κρύβονται πίσω από τον κριτικό λόγο, ή μάλλον την επίφασή του. Η πραγματική Παιδεία δεν είναι ο κριτικός λόγος χωρίς γνώση. Primus endocere deinde jucicari, πρώτα διδάξου, μετά κρίνε, έλεγαν οι σχολαστικοί.


Η γνώση διακριβώνει ομοιότητες, ταυτότητες, η κρίση είναι διάκριση, να μπορείς να σύρεις τις διαφορές. Είναι να ακουμπάς τα πράγματα, το αριστοτελικό "θιγγάνειν", να αποκτήσεις ακριβέστερη γνώση, να κατανοήσεις τη διαφορά του βαθύτερου από το επιφανέστερο, το εξηγούν από το εξηγητέο, να δεις τις βαθιές λογικές σχέσεις των πραγμάτων και τις αληθινές έννοιες. Σήμερα λέμε ότι θα μάθουμε κριτική σκέψη, επειδή ο καθηγητής απελευθερώνεται από την υποχρέωση να διδάξει πραγματικά βαθιά Παιδεία. Κενολογίες περί Παιδείας, που γίνεται παιδιά».