Αναλύσεις

Τις πταίει για την προεδρική χάρη στους 7;

Ποντιοπιλατίζουν οι αρμόδιοι για την αποφυλάκιση παιδεραστών

Ενώ η κοινωνία βρυχάται απαιτώντας εδώ και τώρα αυστηρότερες ποινές για τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανηλίκων, που εξοργίζουν, τρομάζουν και προκαλούν όλο και περισσότερο το δημόσιο αίσθημα, πυροδοτώντας μια δριμεία κριτική κατά παντός υπευθύνου, εφτά παιδεραστές αποφυλακίστηκαν διά της απόδοσης προεδρικής χάριτος - την ώρα που εννέα στους δέκα πολίτες διαφωνούν με την απονομή χάριτος και 83% της κοινής γνώμης καταλογίζει στο κράτος ανεπάρκεια στην προστασία των θυμάτων, με βάση ευρήματα πρόσφατης δημοσκόπησης της «Σημερινής».


Το mea culpa Αναστασιάδη ναι μεν καταγράφεται ως θετική ένδειξη σε σχέση με τις από τούδε και στο εξής προθέσεις του, αλλά δεν αποτελεί φρένο στις διαδικασίες που τους θέτουν εκτός σωφρονιστικού συστήματος, ενώ ουδείς αρμόδιος αναλαμβάνει επί της ουσίας την ευθύνη για τα διαβόητα κριτήρια που «έντυσαν» το συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου και έσπασαν -πρόωρα- τις πόρτες της φυλακής χαρίζοντας αέρα ελευθερίας στους καταδικασθέντες εφτά.
Μετανοεί, δεν επανορθώνει


Σύμφωνα με το άρθρο 53 (4) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας «εις πάσαν άλλην πλην της ποινής του θανάτου περίπτωσιν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας».


Ασκώντας το συνταγματικό του δικαίωμα, όπως άλλωστε και οι προκάτοχοί του, ο Νίκος Αναστασιάδης προχώρησε, τον περασμένο Μάρτη, στη μαζική απόδοση προεδρικής χάριτος με την εγκατάστασή του στον προεδρικό θώκο, υπογράφοντας -με βάση κριτήρια που για πρώτη φορά τέθηκαν σε εφαρμογή- την αποφυλάκιση, μεταξύ πολλών άλλων, επτά καταδικασθέντων για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανηλίκων.


Έτσι οδηγήθηκε προ μερικών μόνο ημερών (στις 27 Νοεμβρίου), κατά την παρουσίαση του Συμβουλίου «Φωνή» για την Εφαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής για την Καταπολέμηση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, σε δημόσια απολογία εν μέσω του χαιρετισμού που απηύθυνε προλογίζοντας την εκδήλωση:


«Στο σημείο αυτό να μου επιτρέψετε, επειδή το φέρω βαρέως, να απολογηθώ, γιατί, όχι καλώς μελετημένα, κατά την εκλογή μου και κατά εξ εθίμου κρατούντος, είχα απονείμει χάριν κάνοντας διάκριση μεταξύ των σεξουαλικώς κακοποιηθέντων, θεωρώντας ότι οι εγκληματίες που κακοποίησαν παιδιά πέραν των 13 ετών θα μπορούσαν να τύχουν της αναλόγου χάριτος», είπε και στη συνέχεια ευχαρίστησε θερμά την Αναστασία Παπαδοπούλου (πρόεδρο του Συμβουλίου), η οποία του υπέδειξε, όπως ανέφερε, το σφάλμα.


«Έγιναν οι διορθωτικές αναγκαίες αλλαγές και θέλω να ευελπιστώ ότι δεν θα επαναληφθεί το ίδιο λάθος, όχι από μένα βεβαίως, αλλά από εκείνον που θα με διαδεχθεί», διαβεβαίωσε. Παράλληλα, ανακοίνωσε την απόφαση της Πολιτείας για δημιουργία Κέντρου παροχής πολυεπίπεδης στήριξης και θεραπείας ενηλίκων ατόμων που έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση ως παιδιά, ως επίσης και υπηρεσίες καταπολέμησης και πρόληψης προς το κοινό, η οποία μάλλον επισκιάστηκε από το προεδρικό mea culpa. Παρόλα αυτά, η πρόωρη αποφυλάκιση των παιδεραστών που περιλαμβάνονται στη λίστα με όλους όσοι επωφελήθηκαν από την προεδρική χάρη δεν φαίνεται να ανατρέπεται.
«Αμαρτωλά» κριτήρια


Σε επιστολή του (ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 2018), που απαντά σε κοινοβουλευτική ερώτηση την οποία υπέβαλε η Ειρήνη Χαραλαμπίδου στις 14 Σεπτεμβρίου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφέρει επί λέξει ότι «τα κριτήρια που είχαν τεθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν η μείωση της ποινής των καταδικασθέντων κατά το Ό της, εξαιρουμένων των ακόλουθων περιπτώσεων:


(α) των καταδίκων οι οποίοι εκτίουν ποινή φυλάκισης διά βίου,


(β) των καταδικασθέντων για βιασμό ανήλικου προσώπου, για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον προσώπου μέχρι 3ου βαθμού συγγένειας και για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον προσώπων ή με πρόσωπο ηλικίας κάτω των 13 χρονών και


(γ) των καταδικασθέντων για τους οποίους εκκρεμεί έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο».


Τα κριτήρια, διευκρινίζει το Υπουργείο, είχαν τεθεί με την ευκαιρία της εγκατάστασης του Προέδρου της Δημοκρατίας και υπογραμμίζει ότι καθορίζονται από τον Γενικό Εισαγγελέα. Στην ίδια επιστολή, το αρμόδιο Υπουργείο παραδέχεται ότι, με την απόφαση που λήφθηκε τον Μάρτη, «δόθηκε προεδρική χάρη σε 7 πρόσωπα, τα οποία καταδικάστηκαν για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανήλικων προσώπων άνω των 13 χρονών». Ο λόγος για τον οποίο για πρώτη φορά θεσπίστηκαν κριτήρια με τα οποία γίνεται ηλικιακός διαχωρισμός των θυμάτων δεν διευκρινίζεται, παρά τις έντονες ενστάσεις επί του συγκεκριμένου σημείου, το οποίο αποδίδεται σε σκοπιμότητα τόσο από βουλευτές όσο και από άλλους κύκλους.
Διαψεύδει ο Κ. Κληρίδης


Ερωτηθείς εάν όντως ο ίδιος είχε θέσει τα εν λόγω κριτήρια που αναφέρονται στην επιστολή, ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώνει στη «Σ»: «Η απάντηση είναι όχι». Συμπληρώνει δε ότι «τα κριτήρια αυτά, δηλαδή τη σύντμηση των ποινών κατά το ? που είχε αποφασίσει ο Πρόεδρος, καθώς και τις συγκεκριμένες εξαιρέσεις και κριτήρια, τα εισηγήθηκε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Υπ. Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης σε συνάντηση που ζήτησε και είχε μαζί μου».


Ειδικότερα, όσον αφορά τον ηλικιακό διαχωρισμό στην περίπτωση καταδικασθέντων για σεξουαλικά αδικήματα και το κριτήριο που εξαιρεί από την προεδρική χάρη, μεταξύ άλλων, τους καταδικασθέντες που διέπραξαν σεξουαλικά αδικήματα εναντίον προσώπων ή προσώπου ηλικίας κάτω των 13 χρονών, ο Κώστας Κληρίδης δηλώνει στη «Σ» τα εξής:


«Η εξήγηση που μου δόθηκε από τον υπουργό ήταν ότι, επειδή υπάρχει μια διαφορετική μεταχείριση σε περίπτωση που το θύμα είναι κάτω από 13 χρονών όσον αφορά την ποινή -σε περίπτωση που είναι κάτω των 13 ο νόμος επισύρει έως και ισόβια κάθειρξη- θεωρήθηκε ότι η προεδρική χάρη πρέπει να δοθεί μόνο για εκείνους που καταδικάστηκαν για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον προσώπων άνω των 13». Εν κατακλείδι, ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώνει ότι «έδωσα τη σύμφωνο γνώμη μου και ακολούθως στάλθηκε, όπως είθισται, επιστολή από εμένα στον Πρόεδρο με αυτά τα κριτήρια ως εισήγηση για την έκδοση από τον ίδιο του σχετικού εντάλματος».
Η θέση του Υπουργείου


Από πλευράς του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης εμμένει στη θέση ότι τα κριτήρια θεσπίστηκαν από τον Κώστα Κληρίδη όπως αυτή διατυπώνεται και στην απαντητική επιστολή του προς τη βουλευτή Ειρήνη Χαραλαμπίδου. Κληθείς να σχολιάσει την απόκλιση και διαφοροποίηση ανάμεσα στα κριτήρια που ανακοινώθηκαν από τη Διευθύντρια των Κεντρικών Φυλακών τον περασμένο Ιανουάριο σε σχέση με αυτά που τελικά ίσχυσαν τον Μάρτη, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, Ανδρέας Ασσιώτης, αποδίδει την κριτική που δέχεται επί τούτου ο Πρόεδρος σε «σύγχυση». Συγκεκριμένα, ο κ. Ασσιώτης δηλώνει στη «Σ» ότι:


«Η δήλωση του Γενάρη για τα κριτήρια αναφερόταν στις αποφυλακίσεις, μετά από προεδρική χάρη, με την ευκαιρία των εορτών του Πάσχα, των Χριστουγέννων, του Δεκαπενταυγούστου και της εθνικής επετείου της 1ης Οκτωβρίου», υπογραμμίζοντας ότι «τα κριτήρια για την απόδοση προεδρικής χάριτος επί τη εγκαταστάση είναι διαφορετικά από τις τέσσερεις αυτές περιπτώσεις».


Επιπλέον, ο κύριος Ασσιώτης υποστηρίζει ότι «τα κριτήρια που τέθηκαν τον Μάρτη του 2018 ήταν αυστηρότερα από αυτά που ίσχυσαν σε άλλες περιπτώσεις εγκατάστασης προέδρων στο παρελθόν». Όσον αφορά τη συνάντηση του Υπουργού με τον Γενικό Εισαγγελέα, όπου, σύμφωνα με τον Κώστα Κληρίδη, ο Ιωνάς Νικολάου εισηγήθηκε εκ μέρους του Προέδρου τα υπό συζήτηση κριτήρια και εξαιρέσεις, ο κ. Ασσιώτης δεν ήταν σε θέση να απαντήσει καθότι δεν αποτελούσε τη συγκεκριμένη περίοδο στέλεχος του Υπουργείου. Σημειώνεται ότι, παρά τις προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με τον ίδιο τον Υπουργό.
«Κροκοδείλια δάκρυα το mea culpa»


«Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είναι ο πρώτος που άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα για απόδοση χάριτος, για να μειώσει κατά ? τις ποινές παιδεραστών», δηλώνει στη «Σ» η Ειρήνη Χαραλαμπίδου και συμπληρώνει ότι, οι καταδικασθέντες για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, οποιασδήποτε ηλικίας δεν έλαβαν ποτέ προηγουμένως προεδρική χάρη.


«Επειδή διαχέεται αυτό στην κοινωνία, ότι δηλαδή και οι προηγούμενοι είχαν αποδώσει χάρη σε παιδεραστές», συνεχίζει, «ας βγει ο Υπουργός να μας δώσει ονόματα. Δεν γίνεται πλέον χωρίς τεκμήρια να βγαίνουμε και να λέμε ό,τι θέλουμε για να καλύψουμε πράξεις που προσβάλλουν το κοινωνικό σύνολο». Όσον αφορά την απολογία Αναστασιάδη, σχολιάζει ότι «δεν είναι ένας αλλά 7 οι παιδεραστές που οφείλουν να ευχαριστήσουν τον κύριο Αναστασιάδη για την πρόωρη αποφυλάκισή τους, συνεπώς το mea culpa είναι 7 φορές που πρέπει να το πει».


Θεωρεί, όπως λέει, «κροκοδείλια τα δάκρυα του κυρίου Αναστασιάδη και τίποτα δεν ακυρώνει την πράξη του, που, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πιθανόν να αποτελεί και αντικείμενο διατριβής», υπερτονίζοντας ότι «είναι ίσως ο μόνος και ο πρώτος Πρόεδρος σε ευρωπαϊκή χώρα που έδωσε χάρες σε παιδεραστές».


Καταλήγοντας, η βουλευτής αναφέρει στη «Σ» ότι «ο κόσμος έμαθε να συγχωρεί και να ανέχεται πολλά. Αυτό που δεν συγχωρεί είναι τα εγκλήματα εναντίον παιδιών. Γι’ αυτό και ο πρόεδρος αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι μετάνιωσε. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι έχουν προχωρήσει σε μείωση της ποινής και ούτως ή άλλως οι συγκεκριμένοι παιδεραστές θα αποφυλακιστούν».


Σημειώνεται, πάντως, ότι το Υπουργείο, διά της προαναφερθείσας επιστολής του, δηλώνει πρόθεση για «περαιτέρω εξέταση των εφαρμοζόμενων κριτηρίων, με στόχο να αποτραπεί στο μέλλον η παραχώρηση προεδρικής χάριτος με την εγκατάσταση του Προέδρου σε περιπτώσεις καταδίκων για αδικήματα που είναι ιδιαίτερα ειδεχθή, όπως είναι η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση ανηλίκων, ανεξάρτητα από την ηλικία του ανήλικου θύματος».
Τέρμα στις μαζικές χάρες


Από την πλευρά της, η πρόεδρος του Συμβουλίου «Φωνή», Αναστασία Παπαδοπούλου, διαφωνεί κάθετα με την πρακτική που ακολουθήθηκε και εξηγεί ότι «ο καταρτισμός καταλόγου κριτηρίων, με τα οποία, είτε να εξαιρούνται συγκεκριμένα αδικήματα ή καταδικασθέντες από το δικαίωμα απονομής προεδρικής χάριτος είτε να καθορίζονται αδικήματα για τα οποία θα επιτρέπεται η απονομή προεδρικής χάριτος, δημιουργεί αδικίες και ανισότητες και αυξάνει την πιθανότητα να ξαναγίνουν λάθη».


Η αποσυμφόρηση των φυλακών, δηλώνει στη «Σ» η κ. Παπαδοπούλου, «δεν μπορεί να αποτελεί λόγο απονομής προεδρικής χάριτος» και εξηγεί ότι, «πέραν του ότι και η ίδια η αποτελεσματικότητα του μέτρου αυτού αμφισβητείται, η χρήση της εξουσίας αυτής για έναν τέτοιο λόγο παραβιάζει το πνεύμα του άρθρου 53 του Συντάγματος». Η προεδρική χάρις, υποστηρίζει, «πρέπει να είναι εξατομικευμένη, δηλαδή να αφορά τον πολίτη που θα ευεργετήσει και όχι γενικά και αόριστα το αδίκημα που έχει διαπράξει».


Περαιτέρω, αναφέρει ότι «η πρακτική της απονομής μαζικής προεδρικής χάριτος δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον, προκαλεί το περί δικαίου και ισότητας αίσθημα της κοινωνίας των πολιτών και στέλνει λανθασμένα μηνύματα ως προς την αντιμετώπιση του εγκλήματος».


Καταληκτικά, εκφράζει την άποψη ότι «αυτή η πρακτική πρέπει να σταματήσει με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και της δικαιοσύνης και την προστασία του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας», παραπέμποντας στο παράδειγμα της Γαλλίας και σημειώνοντας ότι «ακριβώς αυτό έπραξε και ο Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί με τη δική του εκλογή, τερματίζοντας την επί δεκαετίες εκεί παρόμοια πρακτική».


«Φτωχός συγγενής τα θύματα»


Από τη σκοπιά των ποινικών επιστημών προσεγγίζει το ζήτημα ο δρ Ανδρέας Καπαρδής, ο οποίος μίλησε στη «Σ» για τις προεδρικές χάρες, τα κριτήρια, τις εξαιρέσεις, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία αντιμετωπίζει τα ίδια τα θύματα. Εκ προοιμίου, ο δρ Καπαρδής εντοπίζει στην περίπτωση της Κύπρου τρεις βασικές αδυναμίες, σε σύγκριση με άλλες χώρες διεθνώς από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πρότυπα ποινικής δικαιοσύνης. Αυτές, όπως εξηγεί, είναι η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού ορισμένων διατάξεων του ίδιου του Συντάγματος, η ανάγκη να νοικοκυρευτούν οι ποινές και, τέλος, η έλλειψη επιστημονικών γνώσεων όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ποινών που εφαρμόζονται.


«Το Σύνταγμα δίνει στον Πρόεδρο το δικαίωμα να αποδίδει χάρη, κάτι που είναι σεβαστό και συναντάται και σε άλλα συντάγματα. Όμως, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να είναι απεριόριστο, διότι θα αντιστρατεύεται ορισμένες άλλες αρχές», δηλώνει.


Και εξηγεί: «Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Αγγλία, για μερικά ποινικά αδικήματα, ο νομοθέτης λαμβάνοντας πάντα υπόψη την κοινή γνώμη, έχει νομοθετήσει με τρόπο ώστε να μην μπορεί κάποιος να αποφυλακιστεί αν δεν εκτίσει ένα μίνιμουμ της ποινής του (οι λεγόμενες minimum mandatory sentences). Επίσης, υπάρχουν επιστημονικές μελέτες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ποινών και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πόσο αποτελεσματικά είναι τα μέτρα που επιβάλλονται ως προς την αποτρεπτικότητα, τη σωφρονιστική προσέγγιση και την προστασία του κοινού».


Το μέγεθος των ποινών που εκτίουν οι περισσότεροι φυλακισμένοι, προσθέτει, είναι ολιγόχρονες, με αποτέλεσμα «να μην είναι αρκούντως αποτρεπτικές από την άποψη του χρόνου της τιμωρίας». Η μείωση των ποινών, συνεχίζει, επιτυγχάνεται και μέσω της απόδοσης προεδρικής χάριτος, αλλά και μέσω του θεσμού του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ' Αδεία.


«Όσον αφορά την προεδρική χάρη», λέει, «θα πρέπει τα κριτήρια να είναι γνωστά, να βασίζονται σε συγκεκριμένες αρχές και να εφαρμόζονται διαχρονικά με συνέπεια, ώστε να μην αντιστρατεύεται ο Πρόεδρος τους βασικούς σκοπούς της ποινικής δικαιοσύνης και του Δικαστηρίου που επέβαλε την ποινή». Τέλος, ο Δρ Καπαρδής υπογραμμίζει ότι «στην κυπριακή ποινική Δικαιοσύνη, ο φτωχός συγγενής είναι το θύμα - σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου λαμβάνονται υπόψη και έχουν λόγο, τα δικαιώματα των θυμάτων στην Κύπρο παραμένουν παραμελημένα».