Συνεντεύξεις

«Το άξιο έργο τέχνης δεν είναι α-πολίτικο»

Δυστυχώς, η πολιτική και κομματική εξουσία στην Κύπρο τον μόνο ρόλο που αναγνωρίζει στους πραγματικούς διανοούμενους είναι αυτόν του αποκλεισμού και της αναπηρίας

Λυσιτελώς δηκτικός, καίρια εύστοχος, απροσχημάτιστα οξύς, ο Μιχάλης Πιερής μιλά στη "Σ" με αφορμή την έκδοση της τελευταίας ποιητικής του κατάθεσης «Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες» για τα συμβαίνοντα στον πνευματικό και πολιτικό μας βίο, από εκείνο "το σκοτεινό βάθος" όπου οδηγεί η αληθινή ποίηση, "όπου, όταν κατέβεις, αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος, αδύναμος και απογυμνωμένος... Εκείνο το σημείο απ’ όπου δεν μπορείς να υποκριθείς, δεν μπορείς να θεατρίσεις αισθήματα και ιδέες".
«Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες» τιτλοφορείται ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής σας κατάθεσης (Εκδόσεις Ύλαντρον, Ιούλιος 2018). Μια κατάθεση, η οποία «συγκεφαλαιώνει», αλλά και επεκτείνει τον ρυθμικό βηματισμό της ανοικτής ποιητικής σας περιπλάνησης. Πώς την τοποθετείτε, ο ίδιος, στα σύγχρονα ιστορικά, πολιτισμικά και πολιτικά συμφραζόμενα και πώς αναμένετε, ενδεχομένως, ο Καιρός να την ανατοποθετήσει;


Είναι μια ποιητική συλλογή που συγκροτήθηκε με τη μέθοδο της θεματικής αυτο-ανθολόγησης του ποιητικού μου έργου στη βάση ενός θέματος που εμφανίζεται συχνά σε αυτό και μάλιστα σε τρεις εκδοχές: αυτό της καθόδου στον πραγματικό ή στον μεταφορικό Άδη, αυτό της ανάστασης και αυτό της αναχώρησης (πραγματικής και μεταφορικής). Και πρέπει να πω αμέσως ότι η συγκρότηση της συλλογής αυτής δεν ήταν ανώδυνη ούτε ανακουφιστική εμπειρία.


Γιατί με πήγε στο βάθος μιας συγκεκριμένης περιοχής της ποίησής μου, εκείνο το σκοτεινό βάθος όπου, όταν κατέβεις, αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος, αδύναμος και απογυμνωμένος. Είναι όντως μια εμπειρία θανάτου. Εννοώ εκείνο το σημείο απ’ όπου δεν μπορείς να υποκριθείς, δεν μπορείς να θεατρίσεις αισθήματα και ιδέες. Και το βασικότερο. Δεν μπορείς να προδώσεις τις αξίες της ποίησης. Αυτή είναι η δύναμη με την οποία σε προικίζει αυτή η «ποιητική περιπλάνηση», όπως την είπατε.


Για μένα, το σημείο αυτό είναι η στιγμή που αποδέχεσαι την απόλυτη μοναξιά σου ως το μόνο σίγουρο δεδομένο της διαδρομής σου. Τη μοναξιά. Τίποτε άλλο. Tα άλλα είναι του Καιρού. Αυτός κρατάει το ρόπαλο και μας περιμένει όλους στη γωνία. Όποιος τον πείσει, περνά. Όποιος δεν τον πείσει, του δίνει μια και τον ρίχνει στη λίμνη της σπλαχνικής λήθης.
Ο "πολιτικός" Κορνάρος


Θεωρείτε ότι ένα έργο τέχνης, ηθελημένα «στρατευμένο» ή ηθελημένα «αστράτευτο», είναι ipso facto, πολιτικό;


Το έχω ξαναπεί. Κανείς ποιητής (ή και κανείς συγγραφέας) που είναι άξιος του ονόματός του, δεν γράφει σε ιστορικό κενό. Το έργο του αρδεύεται από την πολιτική πραγματικότητα, με αυτήν συγκρούεται, σε αυτήν λογοδοτεί, ακόμη και αν το έργο του δεν προβάλλει προφανή πολιτικά στοιχεία. Το άξιο έργο τέχνης δεν μπορεί να είναι α-πολίτικο, απλώς είναι έργο στο οποίο η πολιτική παράμετρος είναι κρυμμένη.


Για παράδειγμα, εγώ δεν ξέρω πιο στρατευμένο πολιτικό έργο για τους Έλληνες από τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου. Κι όμως, για 300/350 χρόνια αντιμετωπιζόταν αποκλειστικά ως ερωτική μυθιστορία. Ενώ ο Κορνάρος τοποθετήθηκε ξεκάθαρα απέναντι στο μείζον πολιτικό θέμα των πανελλήνων που στην εποχή του ήταν το γεγονός ότι ήταν άστεγοι πολιτικά και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έτρεφαν ψευδαισθήσεις για μιαν ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μα στο έργο του Κορνάρου είναι ο Ερωτόκριτος, το παλληκάρι της Αθήνας (γιος ενός δουλευτή στο παλάτι) που θα κερδίσει την Αρετούσα, τη βασιλοπούλα της Αθήνας που θέλει να την κάνει γυναίκα του ο Πιστόφορος, ο πρίγκιπας του Βυζαντίου, τον οποίο στην πραγματικότητα ο Κορνάρος τον γελοιοποιεί. Πρέπει για το θέμα αυτό να δείτε τη μελέτη μου «Ερωτόκριτος vs Πιστόφορος. Ιδεολογικές δομές στο έργο του Κορνάρου», περ. Κονδυλοφόρος 5 (2006) 7-38.
Πώς κρίνετε τη σημερινή πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση του τόπου; Συνεχίζουμε να ζούμε, εξακολουθητικά, την εποχή των διαψευσμένων ελπίδων ή την εποχή των αμείλικτων απαξιώσεων;


Ελπίζω ότι έχουμε ξεπεράσει «την εποχή των διαψευσμένων ελπίδων» και ότι βρισκόμαστε «στην εποχή των αμείλικτων απαξιώσεων». Η ελπίδα (ακόμη και η διαψευσμένη) είναι δόλιο αίσθημα, γιατί μεταθέτει τη σύγκρουση με την κατεστημένη εξουσία. Ενώ η απαξίωση είναι μια αρχή που μπορεί να οδηγήσει σε “επαναστατικές”, κατά κάποιον τρόπο, πρωτοβουλίες. Φυσικά, δεν εννοώ αιματηρές επαναστάσεις, όπως ήταν κάποτε οι εργατικές. Εννοώ πνευματικές επαναστάσεις, δηλαδή όχι απαξίωση με λόγια εκτόνωσης, αλλά με έργα.


Αναφέρομαι σ’ εκείνη την πνευματική δύναμη που χρειάζεται ένας τόπος για να αλλάξει σελίδα, στέλνοντας σπίτι του όλον αυτόν τον συρφετό διαφόρων αρχόντων («υπάτων κι ακόμη μικροτέρων ανθυπάτων» όπως τους ονόμασε ο Αντρέας Παστελλάς), που το μόνο που χαρακτηρίζει τη δημόσια πολιτεία τους είναι η ιδιοτέλεια.
Απουσία «πνευματικής ηγεσίας»


Γίνεται καθημερινά λόγος για πνευματικό έλλειμμα, έλλειμμα παιδείας, έλλειμμα πολιτισμού κ.λπ. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, σε έλλειμμα πνευματικής ηγεσίας, έλλειψη οράματος ή στη μη ύπαρξη αποτελεσματικών δομών μετάδοσης και αξιοποίησης της κουλτούρας;


Δεν υπάρχει έλλειμμα, απλούστατα, γιατί δεν υπάρχει πνευματική ηγεσία. Θα δώσω ένα παράδειγμα που αφορά στην εκπαίδευση. Κάθε τόσο, όταν ξεσπά μια κρίση, επειδή υπάρχει γενική διαπίστωση ότι η εκπαίδευση στην Κύπρο έχει πρόβλημα, τι κάνει η εκάστοτε κυβέρνηση διά της εκάστοτε εκπαιδευτικής εξουσίας, δηλαδή το αρμόδιο Υπουργείο; Κάνει κάτι εντελώς εξωφρενικό. Καταφεύγει σε αυτούς που είναι οι υπεύθυνοι για τους προηγούμενους αποτυχημένους σχεδιασμούς και τους ζητά να της προτείνουν νέο σχέδιο. Με άλλα λόγια, τα αρμόδια υπουργεία δεν είναι σε θέση να φτιάξουν ένα σωστό επιτελείο, διότι τα κριτήριά τους δεν είναι αξιολογικά (δεν τους ενδιαφέρει να διαλέξουν τους καλύτερους), αλλά είναι κριτήρια μικροπολιτικής, που αφορούν στην εξυπηρέτηση των «δικών» τους.


Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, πώς αντιλαμβάνεστε, ως ποιητής και ακαδημαϊκός, τον ρόλο του σύγχρονου διανοουμένου;


Προσωπικά έγραψα ένα ποίημα που τα λέει όλα. Δυστυχώς, η πολιτική και κομματική εξουσία στην Κύπρο, τον μόνο ρόλο που αναγνωρίζει στους πραγματικούς διανοούμενους είναι αυτόν του αποκλεισμού και της αναπηρίας. Το «τερατώδες σκηνικό» που έχουν στήσει τριγύρω και στο οποίο κυκλοφορούν «αγριεμένες ψυχές, δοσμένες στο κυνήγι άνομου, διεφθαρμένου κέρδους» δεν αφήνει ζωτικό χώρο για τους πραγματικούς διανοούμενους, οι οποίοι «αισθάνονται νεκροί ή σακάτηδες, αμέτοχοι εις τα κοινά, ανήμποροι να κάνουν κάτι». Οπότε τι τους μένει; «Το καταφύγιο μιας τέχνης ταπεινής», όπως το είπε ο Καρυωτάκης και ο Σεφέρης.


Την τελευταία δεκαετία ο τόπος και οι άνθρωποί του διήλθαν μέσα από την εκτεινόμενη δίνη πολλαπλών καταστροφών - Χρηματιστήριο, «κούρεμα», σκάνδαλα διαφθοράς, ανήκεστη κρίση θεσμών και εκπροσώπησης, οικονομική εξαθλίωση, κ.λπ. -, παράλληλα με τη μονίμως χαίνουσα πληγή της εθνικής μας τραγωδίας. Είμαστε καταδικασμένοι να πορευόμαστε, εις διηνεκές χρόνου, στην κακή πλευρά των πραγμάτων, ή υπάρχει μια παρακαμπτήρια οδός;


Πολύ φοβάμαι ότι σε αυτά τα θέματα δεν υπάρχει «παρακαμπτήρια οδός». Τα οικονομικά και άλλα (ίσως και σοβαρότερα) εγκλήματα που άφησαν οι Κύπριοι να γίνουν στον τόπο τους (εν πολλοίς και με τη δική τους συμβολή), δεν μπορούν να τα παρακάμψουν, πρέπει να τα αντιμετωπίσουν. Η παράκαμψη δεν είναι λύση. Σε μια τέτοια κατάσταση, λύση είναι η μετωπική σύγκρουση με όλα τα στοιχεία της καταστροφής (διαφθορά, κρίση των θεσμών, εξαθλίωση, εθνική τραγωδία). Το θέμα είναι ακριβώς όπως το έθεσε ο Καβάφης στην «Πόλη» του. Δεν μπορείς με καμία παράκαμψη να ξεφύγεις τον χαλασμό και την τραγωδία για την οποία φέρεις και ο ίδιος ευθύνη. Όπου και να πας, η «Πόλις», δηλαδή ο χαλασμένος βίος σου σε έναν χώρο θα σε ακολουθεί μ’ έναν εφιαλτικό τρόπο.
«Κύριο γνώρισμα του τόπου είναι ο φθόνος»


Τι είναι, κυρίως, εκείνο που σας φοβίζει αλλά και εκείνο που σας ενθαρρύνει μέσα στην ακαταστασία της εποχής μας;


Έχω εμπειρία διαβίωσης σε αρκετές χώρες και εκείνο που με φόβιζε ήταν η βλακεία, όταν μάλιστα αυτή ήταν το κύριο προσόν αυτών που είχαν την εξουσία. Στην Κύπρο έμαθα να αντιμετωπίζω τη βλακεία, ίσως επειδή δεν είναι αυτό το κύριο γνώρισμα του τόπου μας. Το κύριο γνώρισμα του τόπου μας είναι ο φθόνος, ο φθόνος που όσο δημιουργείς άξιο έργο, τόσο γιγαντώνεται. Και, δυστυχώς, η Κύπρος είναι γεμάτη από αυτά τα τραγικά όντα τα οποία, επειδή δεν μπορούν να δημιουργήσουν (είναι φθονερά και στείρα), ασχολούνται με όσους δημιουργούν, τους οποίους λοιδορούν με τον πιο χυδαίο τρόπο.


Το μόνο ενθαρρυντικό που διακρίνω σε αυτό το θολό τοπίο είναι ότι υπάρχουν, λίγοι έστω, αλλά προικισμένοι νέοι, οι οποίοι δεν καλύπτονται από τις νοοτροπίες της παλιάς φρουράς και γυρνώντας την πλάτη στο κατεστημένο που στηρίζουν οι διάφορες εξουσίες, αναζητούν νέους κώδικες επικοινωνίας, νέους τρόπους δημιουργικής επαφής με τα αυθεντικά έργα του πολιτισμού.