«Η ελπίδα μένει πάντα εδώ»

*** Διάλεγε πάντα την πολυθρόνα απέναντι από την είσοδο. Της είχε καταχωρηθεί πια "τίτλος ιδιοκτησίας"... Όποια ώρα κι αν πήγαινες, θα την έβρισκες εκεί. Δυο μελισσιά μάτια στρέφονταν πάνω σου. Επίμονα στην αρχή κι ύστερα επέστρεφαν στις σελίδες ενός πολυκαιρισμένου προσευχηταρίου.

*** Η κυρά Θοδώρα... "Φρουρά" την αποκαλούσαν χαριτολογώντας οι φροντίστριες του γηροκομείου. Έφευγε το πρωί από την τραπεζαρία και, με βήμα αργό αλλά σταθερό,  κατευθυνόταν και στρολιαζόταν στην πολυθρόνα, που έγινε ένα μαζί της.

*** Λεπτοκαμωμένη, μια τόση δα στάλα ψυχής, βάσταζε το σώμα της το ταλαιπωρημένο απ' τις δουλειές και τα βάσανα, χωρίς μπαστούνι. "Μπαστούνι; Τι ντροπής πράγματα είναι αυτά; Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να 'ναι ολόρθος!", έλεγε και ξανάλεγε η κυρά Θοδώρα άμα την πείραζαν καμιά φορά οι φίλες της.

*** Πατούσε στα 85. Δεν είδε στη ζωή της μεγαλεία. Έζησε τις πίκρες της προσφυγιάς και της απώλειας του συζύγου της, που χάθηκε στην κόλαση του πολέμου.

*** Δεν ήξερε τα "υψηλά" σαλόνια, δεν φόρεσε φουστάνια μοδάτα, δεν ταξίδεψε... Την έφαγε το μεροκάματο και οι σκάλες, που χρόνια ολόκληρα καθάριζε.

*** Τα "θέλω" της άρχιζαν και τελείωναν στα παιδιά της και τους χαλάλιζε τους κόπους της. Γίναν λεβέντες και αξιώθηκε να τους δει σπουδαίους επιστήμονες με περγαμηνές και συγγράμματα. Πηρέ κι εγγόνια. Μα τα χαιρότανε η ξενιτειά, χρόνια τώρα.

*** Η κυρά Θοδώρα έμενε πάντα στη γη που τη γέννησε να καρτερεί στην είσοδο του μικρού γηροκομείου τον ερχομό της ελπίδας. Το αστέρι που προανάγγελλε τη γέννηση του Θεανθρώπου, μα και τη δικιά της αναγέννηση.

*** Μια οικογένεια αγκαλιές, που έσφιγγαν το μικροκαμωμένο της σώμα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Η ζεστασιά από τα βλαστάρια της και οι φωνούλες των εγγονιών της, που έθρεφαν με πνοή και μέλι την ψυχή της.

*** Φέτος έπιασε από νωρίς τις προετοιμασίες, αν και την είχε ειδοποιήσει ο γιος της πως ίσως οι δουλειές να μην τους επέτρεπαν να έρθουν. Πήρε τα λιγοστά χρήματα, που απέμεναν από τη σύνταξή της, και τα ‘δωσε στην Τασία τη φροντίστρια να της αγοράσει δύο κομμάτια ύφασμα. «Πρόσεξε, Τασία, ύφασμα από ακατέργαστο μετάξι να πάρεις, είναι πιο εντυπωσιακό. Και όπως είπαμε, δύο κομμάτια 1 επί 2», την ορμήνεψε.

*** Τα πήρε με το καλό στα χέρια της, τα στόλισε με δαντέλα που η ίδια είχε φτιάξει με το σμιλάκι της και κέντησε απάνω με χρυσή κλωστίτσα «Η ελπίδα μένει πάντα εδώ, αλλά η αγάπη μου ταξιδεύει παντού»…

*** Οι μέρες πλησίαζαν και η κυρά Θοδώρα έβαζε κάθε πρωί τα καλά της, έφτιαχνε τα μαλλάκια της και πρόσμενε την ώρα να γεμίσει την άδεια της αγκαλιά.

*** Μια προσμονή, όμως, που τούτα τα Χριστούγεννα έσβησε «όρθια» μαζί με την ελπίδα… Ανήμερα τη γιορτή της αγάπης και της καρδιάς της...

Παρεμπιπτόντως, η αγάπη είναι αναγκαία πράξη στη μοναξιά.
Και το άσχετον, ποτέ δεν είναι αργά για τ’ αστέρια!