Αναλύσεις

Επιστροφή στην (νομισματική) ομαλότητα

Τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης είναι έκτακτα και η διατήρησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είναι βιώσιμη. Ούτε όμως και η απότομη απόσυρση τους ενδείκνυται εφόσον θα δημιουργήσει κραδασμούς στις αγορές και αλυσιδωτά προβλήματα σε αρκετές οικονομίες

Τη βδομάδα που πέρασε η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) προχώρησε σε νέα αύξηση των επιτοκίων (την τρίτη αυτή τη χρονιά), σηματοδοτώντας τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (το λεγόμενο «tapering»). Επιπλέον προβλέπεται ακόμη μια αύξηση εντός του έτους και άλλες τρεις το επόμενο έτος.
Ιστορικό και συνέπειες


Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ήταν η πρώτη που εφάρμοσε νομισματικές πολιτικές εκτάκτου ανάγκης (οι οποίες διατηρήθηκαν για παρατεταμένη περίοδο), με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, και ακολούθησαν αυτές της Ιαπωνίας, της Αγγλίας, με τελευταία την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Σημειώνεται ότι η Γερμανία από την αρχή είχε διατηρήσει τις επιφυλάξεις της για την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών και τώρα είναι από τους πρωταγωνιστές που ζητούν τον τερματισμό τους.


Υπενθυμίζεται ότι στόχος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ήταν η διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά, με σκοπό την ενίσχυση των προσπαθειών ανάπτυξης και τη βιώσιμη επιστροφή του πληθωρισμού σε κανονικά επίπεδα.


Η επιπλέον ρευστότητα που δημιουργήθηκε μέσω αυτών των προγραμμάτων διοχετεύτηκε σε μεγάλο βαθμό στις χρηματαγορές και τις αναδυόμενες αγορές, ενώ πολλές ήταν οι περιπτώσεις που δημιούργησε κόστος στα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία, μη μπορώντας να τη διοχετεύσουν μέσω νέου δανεισμού, πλήρωναν τις κεντρικές τράπεζες για τη φύλαξή της.


Επιπρόσθετα, η δημιουργία «τεχνητής ρευστότητας» στις αγορές μείωσε με ασύμμετρο τρόπο τις αποδόσεις των ομολόγων από τη μια, ενώ από την άλλη προκάλεσε αυξήσεις στις τιμές άλλων χρηματοοικονομικών μέσων, που δε μπορούν να υποστηριχθούν από τα θεμελιακά στοιχεία των εκδοτών. Αυτό που προκαλεί εντονότερο προβληματισμό είναι η επόμενη μέρα της απόσυρσης των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Οι ανησυχίες


Αρκετοί τραπεζίτες και αρκετοί επαγγελματίες του κλάδου των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εκφράζουν ανησυχίες για την παρατεταμένη περίοδο εφαρμογής τέτοιων μέτρων νομισματικής πολιτικής, που επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Η κερδοφορία των τραπεζών επηρεάζεται σημαντικά (περιορισμός του επιτοκιακού περιθωρίου), αποθαρρύνεται η αποταμίευση λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων, ενώ οι αποδόσεις των ταμείων συντάξεων συρρικνώνονται.


Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων από τη μια βοηθά στην ευνοϊκότερη χρηματοδότηση έργων, ταυτόχρονα όμως επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και τις αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων. Κατά συνέπειαν, αναζητούνται άλλες μορφές επενδύσεων εκτός των ομολόγων και των τραπεζικών καταθέσεων.


Τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες έχουν συγκεντρώσει στον ισολογισμό τους μεγάλο όγκο ομολόγων και ένα από τα ερωτηματικά είναι η διαχείριση αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο εναλλακτικές, με την πρώτη να είναι η σταδιακή πώλησή τους και τη δεύτερη να είναι η αναμονή μέχρι τη λήξη των ομολόγων. Σε ό,τι αφορά πιθανή αποπληρωμή και όχι ανανέωση αυτών των ομολόγων, αυτή θα απορροφούσε ρευστότητα από τις οικονομίες.
Αλλαγή δεδομένων


Τα δεδομένα αυτήν την περίοδο έχουν διαφοροποιηθεί και αυτό είναι ξεκάθαρο μέσα από την ανακοίνωση της FED. Η οικονομία των ΗΠΑ αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 3,1% του ΑΕΠ ξεπερνώντας προηγούμενες εκτιμήσεις, ενώ η αγορά εργασίας συνεχίζει να ενισχύεται. Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, αναμένεται να κινηθεί κοντά στο 2% τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ η ανεργία να υποχωρήσει στο 3,5% το 2019.


Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημοσιονομική πολιτική της διακυβέρνησης Τραμπ προκαλεί ανησυχίες, εφόσον οι φοροελαφρύνσεις και οι αυξημένες δαπάνες οδηγούν σε ελλείμματα και ανάγκη αύξησης του δημόσιου χρέους (ήδη βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα). Την ίδια στιγμή, η πολιτική των δασμών και η προοπτική ενός εμπορικού «πολέμου» ενισχύει τις ανησυχίες στις αγορές (ειδικά αυτές των ομολόγων).


Η οικονομία της Ευρωζώνης δείχνει σημάδια ανάκαμψης, αν και σημαντικά προβλήματα παραμένουν (όπως για παράδειγμα τα ζητήματα που προκύπτουν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Ιταλίας για αύξηση των δαπανών την ώρα που το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πολύ ψηλό επίπεδο), ενώ οι χρηματαγορές βρίσκονται στα υψηλότερά τους σημεία, με πολλούς αναλυτές να επισημαίνουν ότι η άνοδος δεν βασίζεται σε θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία, αλλά στην «τεχνητή» αύξηση της ρευστότητας.


Η ενισχυμένη ρευστότητα και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές (υπενθυμίζεται όταν άρχισαν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης οι τιμές του «μαύρου χρυσού» βρίσκονταν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές) οδηγούν σταδιακά στην αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού και στην απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης.
Ορθολογιστική πολιτική


Επισημαίνεται ότι τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης είναι έκτακτα και η διατήρησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είναι βιώσιμη. Ούτε όμως και η απότομη απόσυρσή τους ενδείκνυται εφόσον θα δημιουργήσει κραδασμούς στις αγορές και αλυσιδωτά προβλήματα σε αρκετές οικονομίες.


Στόχος κάθε ορθολογιστικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής είναι η αναζήτηση της οικονομικής ισορροπίας, η οποία προϋποθέτει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, κοινωνική συνοχή και ευημερία, καθώς και αποφυγή φαινομένων ασύμμετρης αύξησης της αξίας των παγίων. Η απόσυρση των μέτρων από τις Κεντρικές Τράπεζες αποτελεί επιστροφή στην ομαλότητα, με την προϋπόθεση ότι η απόσυρση αυτή θα γίνει με σταδιακό τρόπο, ώστε να μην επηρεαστούν αρνητικά σε μεγάλο βαθμό οι οικονομίες και οι πολίτες.
Η Κύπρος και το πρόγραμμα


Η Κύπρος, παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (αφού δεν ανήκε σε επενδυτική βαθμίδα), εντούτοις εκμεταλλευόμενη το κλίμα χαμηλών αποδόσεων που δημιουργήθηκε στις διεθνείς αγορές ομολόγων, κατάφερε να αντλήσει δανεισμό με λογικό κόστος (πάντοτε όμως μεγαλύτερο από το κόστος δανεισμού των άλλων χωρών της Ευρωζώνης). Την ίδια στιγμή τα επιτόκια δανεισμού σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά και τα στεγαστικά δάνεια έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά η τροφοδότηση της αγοράς με νέο δανεισμό παραμένει προβληματική λόγω του υψηλού ιδιωτικού χρέους της χώρας.


Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που αφορούν τη χορήγηση νέων δανείων, καταδεικνύεται από τη μια αύξηση στη ζήτηση δανείων από τα νοικοκυριά και μείωση των νέων χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις από την άλλη. Την ίδια στιγμή τα κριτήρια χορήγησης πιστωτικών διευκολύνσεων παραμένουν τα ίδια, σίγουρα αυστηρότερα σε σχέση με την προ κρίσεως περίοδο.


Η βελτίωση της οικονομίας, η σταδιακή μείωση της ανεργίας και η ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων οδήγησε στην ενίσχυση της ζήτησης για νέα δάνεια.


Η απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, αλλά και των καταθετικών επιτοκίων (η Κυβέρνηση ενισχύει τα κίνητρα για αποταμίευση μειώνοντας τον φόρο επί των τόκων εισπρακτέων από 30% σε 17%). Αυτό από τη μια θα αυξήσει το κόστος δανεισμού στην οικονομία, ενώ από την άλλη αναμένεται να ενισχύσει την κερδοφορία των τραπεζών, των ασφαλιστικών και άλλων συνταξιοδοτικών ταμείων.