Συνεντεύξεις

Τίτος Χριστοδούλου:Zώντας το ως αστείον, είμαι ένας τραγικός άνθρ.

Είναι πολλές και... κακάσχημες οι δικαιολογίες που γράφουν ιστορία

*Βρισκόμαστε, ταυτόχρονα, μπροστά σε μια μάχη των σημασιών. Όπως επεσήμανα ήδη, η ιστορία μιας σύγκρουσης μοιραία γράφεται σαν σύγκρουση με την ιστορία. Αλλά και η αποϊδεολογικοποίηση της ιστορίας, της διδασκαλίας, εν προκειμένω, της ιστορίας, μπορεί να φέρει μαζί της τη δική της ιδεολογικοποίηση, τη δική της ανελαστική και ξύλινη ιδεολογία
*Βλέπουμε ότι επιδιώκεται μια «κριτική» αποστασιοποίηση από την εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα, σαρώνοντας, κάτω από την «ελευθερία» αυτή, την απόπλυση από κάθε ίχνος κοινοτικής ταυτότητας και των ηθικών δεόντων που απορρέουν από αυτήν
Μια εξαίρεση μέσα στον κυκεώνα των ρηχών και απονευρωτικών εξειδικεύσεων, ένας ανεπίκαιρος Homo Universalis στον καιρό της μονοδιάστατης και ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, ο Τίτος Χριστοδούλου κινείται βουστροφηδόν από τα... υπόγεια του φιλοσοφικού γέλωτος στα υπερώα του στοχασμού, πάντα μ’ έναν μετρημένο βηματισμό καυστικής περιήγησης στα πράγματα του καιρού μας...
Έχετε εκδώσει πρόσφατα δύο συναρπαστικά βιβλία, «Αστείον είναι» και «Ακρεμώνες», αναδιφώντας το ιλαροτραγικό των ανθρωπίνων, με την υπόδειξη να σοβαρευτούμε λίγο, αστειευόμενοι, αλλά και την προειδοποίηση ότι ο Τίτος Χριστοδούλου δεν... αστειεύεται. Η φιλοσοφία, ωστόσο, μπορεί να αστειεύεται;


Νομίζω το ερώτημα παραπέμπει στην αυγή της φιλοσοφίας. Στον Ευθύφρονα του Πλάτωνα, η ανατροπή τής βαθιά, μα άκριτα, θεμελιωμένης πίστης του καλότροπου Ευθύφρονα, από τον Σωκράτη, φέρνοντας, με την επιμονή των ειρωνικών αμφισβητήσεων τού ανελέητα παιγνιώδους, στην «αφελή» περιέργεια τού κακομούτσουνου Σωκράτη, μια κωμική διάσταση στον φιλοσοφικό διάλογο. Που καταλήγει στο απόλυτο μούδιασμα του νεαρού Ευθύφρονα των καλών μα ακρίτων προθέσεων: «Σωκράτη, τι να απαντήσω, εδώ;


Ό,τι πω φεύγει, κάνει τον γύρο του και μου γυρνά αντίθετο απ’ ό,τι νόμιζα!» Η φιλοσοφία ως δοκιμή με την ανατροπή. Κι η γνώση ως αναγνώριση του άλλου, της διαφεύγουσας ετερότητας, του utrum. Utramque partes. Δηλαδή, η φιλοσοφία στην αδήριτη ζεύξη της με το χιούμορ. Ως νοητικό παίγνιο της ανατροπής. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που στον κανόνα της διδασκαλίας της φιλοσοφίας, στα αγγλοσαξωνικά τουλάχιστον πανεπιστήμια, το κουρίκουλουμ αρχίζει με τον πλατωνικό Eυθύφρονα.
Το... φιλοσοφικό χιούμορ


Η φιλοσοφία, λοιπόν, «εγκυμονεί» εντός της τον... κίνδυνο της ανατροπής και του χιούμορ;


Ω, ναι! Η ανατροπή, το χιούμορ και το γέλιο ως αναγνώριση του κρυμμένου «άλλου», πίσω από την «απρόσβλητη», αδοκίμαστη πίστη. Έκανε, άραγε, τίποτα διαφορετικό, από το να περιγελά τις εύκολες πίστεις, διαβρώνοντας τις συγχύσεις και τις ασάφειες στις έννοιες και τη γλώσσα μας ο Wittgenstein, έχοντας διαγνώσει στην έκπληξη αυτή του «αχά», το «punchline» της αναγνώρισης, τη σχέση χιούμορ και φιλοσοφίας;
Εκκινώντας, λοιπόν, από τη διακηρυγμένη υποθήκη της παντελούς έλλειψης σοβαρότητας, τι θα προτρέπατε τoυς αναγνώστες των βιβλίων σας;


Δεν είμαι σοβαρός άνθρωπος. Τραγικός θα έλεγα, ή έτσι θα αποφαίνονταν το periculum vitae μου. Οι περιπέτειες, με την τραγική έννοια του όρου. Άπους - Άπαις - Άπαικτος, μια ζωή στο λεξιπαικτικό τρίλεκτο, επιτύμβιο επίγραμμα ευσύνοπτον, να μην κοστίσει μια περιουσία -που δεν μάζεψα- ο μαρμαράς. Αλλά, αυτά δεν ενδιαφέρουν κανέναν, κι ακόμη λιγότερο τον αναγνώστη ενός ενθάδε κείται - κειμένου με τη γαργαλιστική πρόσκληση «Αστείον είναι». Αυστηρώς προσωπική υπόθεση ο πόνος, ιδιωτική και καθορίζουσα κι εσωστρεφής η αλήθεια του θρήνου που μας γνωρίζει στον εαυτό μας. Κλαίει κανείς σαν τα καβουράκια, τυλιγμένος στην άμμο και στα φύκια καρκινοβατώντας πίσω στην τρύπα απ' όπου τολμήσαμε να ξεμυτίσουμε.


Εδώ, στο ανά χείρας πονημάτιον (πονεί μάτιον; - βγάλει μάτιον!) ήλθατε για να γελάσουμε μαζί. Κοινός και κοινωνικός ο γέλως, ο πιο διακριτός τρόπος του συναγελάζεσθαι των ανθρώπων, του ζώου γελαστικού. Είναι ν' αγελάς, αγεληδόν με τους άλλους. Όταν στην 40ή ημέρα του πρωτογελά το βρέφος, οι Ινδιάνοι Ναβάχο οργανώνουν στη φυλή γιορτή, για να το καλωσορίσουν στην ανθρώπινη κοινότητα. Με κλάμα, στην αποκοπή από τη μήτρα της μητέρας η πρώτη μοναξιά, με γέλιο η επιστροφή στην κοινωνία των ανθρώπων.
Ιστορία και... υστερίες


Μιλάτε, παράλληλα, για την ιστορία, τις συγκρούσεις και τις... υστερίες, καθώς και για τις «δικαιολογίες που γράφουν ιστορία». Εδώ μπορεί να σκεφτεί κανείς και τη δική μας ιστορία...


Είναι πολλές και... κακάσχημες οι δικαιολογίες που γράφουν ιστορία. Οι συγκρούσεις είναι μια πραγματικότητα, αλλά όταν γράφεται η ιστορία μιας σύγκρουσης, η πραγματικότητα μπορεί να είναι περισσότερες από μία. Η ιστορία μιας σύγκρουσης μοιραία γράφεται σαν σύγκρουση με την ιστορία. Αλαζών ο νικητής τη δική του ιστορία, άλλα ζων ο ηττημένος τη δική του. Είναι θέμα «φαντασιακό». Κι όταν δεν έχεις ιστορία, περνάς αφάνταστα. Αλλά, όταν έχεις, αισθάνεσαι το βάρος της. Τις αξίες της ως χρέος, την αλήθεια της ως επιταγή.


Βρισκόμαστε, ταυτόχρονα, μπροστά σε μια μάχη των σημασιών. Όπως επεσήμανα ήδη, η ιστορία μιας σύγκρουσης μοιραία γράφεται σαν σύγκρουση με την ιστορία. Αλλά και η αποϊδεολογικοποίηση της ιστορίας, της διδασκαλίας, εν προκειμένω, της ιστορίας, μπορεί να φέρει μαζί της τη δική της ιδεολογικοποίηση, τη δική της ανελαστική και ξύλινη ιδεολογία. Κι η αλήθεια της ιστορίας κρύβεται στην αχλύ της ιστορίας της αλήθειας.
Η απόπλυση της ταυτότητας


Μπορείτε να επισημάνετε το πεδίο αυτής της νέας ιδεολογικοποίησης, πάνω στο έδαφος της αποϊδεολογικοποιημένης ιστορίας;


Μα είναι προφανές. Βλέπουμε ότι επιδιώκεται μια «κριτική» αποστασιοποίηση από την εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα, σαρώνοντας, κάτω από την «ελευθερία» αυτή, την απόπλυση από κάθε ίχνος κοινοτικής ταυτότητας και των ηθικών δεόντων που απορρέουν από αυτήν. Εννοείται η απόσπαση του ανθρώπου από κάθε έννοια του δεδομένως ανήκειν, της κοινοτικής ταυτότητας, για να παραχθεί με τους όρους της νεωτερικής αποτελεσματικότητας ο Μακντοναλντο-ποιημένος (πώς θα τον έλεγεν ο Ritzer), πανομοιότυπος, καθαρός ταυτότητας, ευχείριστος στα διαφημιζόμενα πρότυπα, ελεγχόμενος κι ελέγξιμος, ο προβλέψιμος «standard» άνθρωπος του νεοφιλελευθερισμού.
Όπως επισημαίνετε, αν η ανατροπή είναι στη φύση του αστείου, τούτο παραπέμπει και στην πολιτική. Δεν βιώνουμε ταυτόχρονα και την ειρωνεία της;


Μα, εύγλωττο παράδειγμα εδώ είναι το ίδιο το εθνικό μας πρόβλημα! Όπου βιώνουμε κι... επι-βιώνουμε στο Κυπριακό την απελπισία του διλήμματος να «αγωνιζόμαστε» ανάμεσα σ’ έναν τύπο διχοτόμησης που θα το λέμε επανένωση και μιαν άτυπη διχοτόμηση που θα τη λέμε αταλάντευτο αγώνα για το ενιαίο κράτος, που, ωστόσο, αμαχητί κι ακονιτί πουλήθηκε το '74. Κάθε σχέδιο λύσης που συζητείται έκτοτε είναι εγγενώς διαιρετικό, κρύβοντας τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής πίσω από διεκδίκηση μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης, που ωστόσο θα είναι... μοιρασμένη με τους Τούρκους, με καταλυτικό τον παρεμβατικό τους λόγο στην κεντρική κυβέρνηση, με βέτο και όρους μερισμού της κυριαρχίας! Δείχνοντας στο «άλλο» της πραγματικότητας, και μάλιστα αυτού που μας προβάλλεται από τους ταγούς της υποταγής ως δεδομένη κι αδήριτη πραγματικότητα, το αστείο δείχνει στο άλλο και σαν δυνατότητα. Απελευθερωτικό με αυτή την έννοια, το χιούμορ είναι εγγενώς πολιτικό.
Νόημα και σκοπός της ζωής


Και η ζωή, έχει σκοπό και νόημα; Από τον Σοπενάουερ στον Νίτσε και από εκεί στον Καμύ και τον Ιονέσκο κινούμαστε, όπως ο ακροβάτης στο σκοινί, πάνω στη γραμμή της απουσίας νοήματος...


Μπορεί η ζωή να έχει νόημα, αν δεν έχει σκοπό; Ρωτούμε για το νόημα της ζωής, γιατί σκοπεύουμε να βρούμε ή να της αποδώσουμε ένα νόημα. Η ζωή είναι φτιαγμένη από σκοπούς, μικρούς ή μεγάλους, καθημερινούς ή μακροπρόθεσμους, αλλά τι σημαίνει για τη ζωή, σαν τέτοια, ή εν γένει, να έχει «έναν» σκοπό; Με ποια έννοια μπορούμε να ταυτίζουμε το νόημα με τον σκοπό, και με ποια έννοια ζητούμε οποιοδήποτε από τα δύο από τη ζωή;


Σε μια οριακή περίπτωση ελλείψεως νοήματος στη ζωή, ο Καμύ στον «Μύθο του Σισύφου» βλέπει ως μόνο σκοπό στη ζωή την αυτοκτονία. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα της πλήρους απουσίας νοήματος, του παραλόγου της, που αντιπροσωπεύει η αέναα επαναλαμβανόμενη προσπάθεια του Σισύφου να μεταφέρει μια κοτρώνα στην κορυφή ενός λόφου. Άσκοπα, χωρίς νόημα. Είναι αυτό μια ακριβής αναπαράσταση της ζωής; Θα τη θέλαμε να είναι έτσι, κι αν όχι, εξαρτάται το νόημα της ζωής από θέματα της βούλησής μας; Μπορεί ο σκοπός μας για το νόημα της ζωής να το συνεπάγεται;


Τι σημαίνουν, ποια η σημασία λοιπόν, σε όλα αυτά; Ίσως το πρόβλημα να ανακεφαλαιώνεται, να συνοψίζεται σε αυτήν την μία λέξη: τη σημασία, το νόημα, τον σκοπό, σε αυτό το συγκεκριμένο. Ή, πάλι, απλωμένο στο σύνολο της ζωής, σαν βούληση και σαν αναπαράσταση, όπως θα το έθετε ο Σοπενάουερ, ο φιλόσοφος της απαισιοδοξίας: η βούληση αποφασίζοντας για το νόημα, κι όχι το νόημα, η γνώση ή θεωρία γι' αυτό καθοδηγώντας τη βούληση.


Ο Σοπενάουερ, ο μουσικός του αυλού μετά το δείπνο, αντλεί την απελπισία για τη ζωή από το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια γι' αυτήν ή οτιδήποτε σ' αυτήν, οδηγεί στην απογοήτευση, όταν δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, ή την ανία, τον θάνατο της επιθυμίας, ένα αίσθημα κενότητας, όταν έχει επιτευχθεί. Ο φιλόσοφος της απαισιοδοξίας τοποθετεί την απελπισία στην ίδια τη δομή της στοχοθεσίας, του επιθυμείν, ενώ ο φιλόσοφος του Παραλόγου αδειάζει οποιονδήποτε σκοπό από νόημα και αξία. Αλλά... αφού κάθε θέση μιας αλήθειας είναι κάτι μάταιο, παράλογη κάθε «σημασία», τι σημασία κι αυτό να έχει;
Το... κινητό τέλος της ελευθερίας


Και ποιες οι «τελικότητες» της πολιτικής στον κόσμο των βιοτεχνολογιών και της τεχνοεπιστήμης; Δεν συνιστούν απειλή για την ελευθερία, τη δημοκρατία;


Τώρα, ακριβώς, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, κτυπά το τηλέφωνο! Κινητό, άρα όπου κι αν βρίσκομαι, σέρνω μαζί τις αλυσίδες της επικοινωνιακής μου σύνδεσης. Ή, συνδεσίματος, τα δεσμά της ηλεκτρονικής εξάρτησης... Κτυπά το τηλέφωνο. Πρέπει οπωσδήποτε να το απαντήσω; «Το κινητό τι το έχεις;», ωρύεται, γαυγίζει ο καλών, απαιτώντας την προσοχή μας, να σταθούμε δηλαδή προσοχή! Ανακλαστικά και πειθήνεια, στην κλήση του στο κινητό.


Πώς ξεχάσαμε, πώς παραδώσαμε αμαχητί κι ακονιτί, πώς παραιτηθήκαμε από το δικαίωμα στην απουσία; Ελευθερία, μου λέει ο Φιλόσοφος, στο 6ο των Πολιτικών, είναι η δυνατότητα να διαθέτω τον εαυτό μου ως εγώ βούλομαι, «εξουσία αυτοπραγίας ο ζων ως βούλεται», όχι υποκείμενος στη βούληση κάποιου άλλου. Η «αυτονομία», επιμένει αριστοτελικά κι ο Καστοριάδης. Κι είναι αυτή την ελευθερία που διασώζει η δημοκρατία, οριζόμενη, λέγει ο Αριστοτέλης, από αυτήν: «Υπόθεσις μεν ουν της δημοκρατικής πολιτείας η ελευθερία» (1317a40-1). Και δεν είναι η μόνη, βοηθούσης της τεχνολογίας, και της ανακλαστικής Παυλώφειας εθελοδουλείας μας κατάλυση, σήμερα, της δημοκρατίας. Της υπόστασής μας ως ανθρώπων.
Η παγίδα της ιδανικής ομορφιάς


Κλείνοντας, πώς θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε ή να ξεφύγουμε, κάπως, από τα θελκτήρια κάτοπτρα της πιο σαγηνευτικής πλευράς της εξουσίας, την «εμπορική παγίδα της ιδανικής ομορφιάς»;


Εννοείτε, προφανώς, την άκρατα και δαψιλή, χωρίς έρωτα, ερωτικοποίηση των πάντων, τη γενική υποταγή στην αγορά της επιθυμίας, με επίκεντρο τη φιγούρα της γυναίκας. Λοιπόν, παρά τις βαυκαλιστικές αυτοκολακείες του θεάματος και του styling, η γυναίκα, πιασμένη στο δόκανο της αναζήτησης της ιδανικής, άρα ιδεατής και απρόσιτης και διαρκώς αναβαλλόμενης υπόσχεσης της ιδανικής ομορφιάς, υποβιβάζεται σε ένα ποντίκι του Παυλώφ, σε συνεχή αγορά των «medicamenta faciei», του Οβιδίου, καλλυντικά και ψιμύθια και συνταγές αυτοτιμωρητικής πειθαρχίας και ασκητικού αδυνατίσματος, για την επίτευξη της αγγελικής, εξωπραγματικής μορφής μπροστά στη στυγνή πραγματικότητα ενός πάντα ανικανοποίητου, εξευτελίζοντος καθρέφτη.


Η πραγματικότητα, ωστόσο, όπως και η πραγματική ομορφιά της, δεν είναι ιδανική, τελεία, εικονική. Είναι υλική, απτή, βιωτή, τσαλακωμένη. Γι' αυτό και πιο άξια να αγαπηθεί, να ζητηθεί, να θαυμαστεί. Όμορφη όσο η αλήθεια της, ωραία όσο η ώρα της, ο βιωμένος, γνήσιος, ανθρώπινος καιρός και η ιστορία της. Ομορφιά για τους άλλους και με τους άλλους...