Διεθνή

«Νέα» συμφωνία για το Brexit

Ο Τζόνσον, παρά την έντονη ρητορική του πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, τελικά έφτασε σε έναν συμβιβασμό με την ΕΕ, κρατώντας βασικές πρόνοιες, τις οποίες προηγουμένως αναθεμάτιζε

Μετά από μήνες αντιπαραθέσεων, βαριών χαρακτηρισμών και σκιωδών τακτικισμών, ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, κατάφερε να εξασφαλίσει μια «νέα» συμφωνία για το Brexit, επιτρέποντας τόσο στη Βρετανία όσο και στην ΕΕ να πανηγυρίζουν γι’ αυτήν τη σημαντική νίκη. Με την ανακοίνωση αυτής της συμφωνίας ακολούθησαν οι αναμενόμενες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας, επιβεβαιώνοντας γι’ ακόμα μια φορά το βαθιά διχασμένο κλίμα που επικρατεί στη χώρα. Αν και στο μεγαλύτερό της μέρος η συμφωνία αυτή δεν διαφέρει από αυτήν της Μέι, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι διαφοροποιήσεις που πέτυχε τελικά ο Τζόνσον δεν είναι άνευ σημασίας και αυτές τελικά θα κρίνουν το μέλλον της διαδικασίας αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.

Το περιεχόμενο

της συμφωνίας

Η φιλοσοφία της ανανεωμένης αυτής συμφωνίας που πέτυχε ο Μπόρις Τζόνσον με την ΕΕ βασίζεται στην αντικατάσταση του backstop με πρόνοια, η οποία προβλέπει ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα παραμείνει εντός της ενιαίας αγοράς και θα ακολουθεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Ο μηχανισμός αυτός έχει ως στόχο ουσιαστικά να αποτρέψει τους τελωνειακούς ελέγχους, άρα και σκληρών συνόρων, μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας. Την ίδια στιγμή όμως η περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας θα παραμείνει τελωνειακά διασυνδεδεμένη με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, με την προϋπόθεση όμως ότι στα προϊόντα, τα οποία θα φτάνουν στη Βόρεια Ιρλανδία από την υπόλοιπη Βρετανία, δεν θα επιβάλλονται δασμοί, μόνο όμως εάν δεν θα υπάρχει πιθανότητα εισαγωγής τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Σημαντική πρόνοια, την οποία υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο διευκρινιστικό της σημείωμα για τη συμφωνία, είναι η αναβάθμιση του ρόλου της Βόρειας Ιρλανδίας στη διαδικασία, αφού τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, θα αποφασίσει με απλή πλειοψηφία εάν θα συνεχίσει να στηρίζει την παρούσα συμφωνία. Επίσης, με την ανανεωμένη συμφωνία ξεκαθάρισε η μελλοντική οικονομική σχέση ΕΕ - Βρετανίας, η οποία θα βασίζεται σε μια Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (FTA), δηλαδή μηδενικοί δασμοί και ποσοστώσεις μεταξύ των δύο μερών. Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας, θα μπορεί να υπογράφει εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες. Με βάση αυτές τις συμφωνίες, τα εμπορεύματα που παράγονται στη Βόρεια Ιρλανδία θα μπορούν να εξάγονται σε τρίτες χώρες, υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες με τα εμπορεύματα που παράγονται σε άλλα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το βέτο του DUP

Πριν ακόμα δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία της ανανεωμένης συμφωνίας αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, οι βόρειοι «φίλοι» του Μπόρις Τζόνσον ακόνιζαν τα μαχαίρια τους για τη νέα μάχη που θα ακολουθούσε. Τη δημοσιοποίησή της ακολούθησε μάλιστα και η επιβεβαίωση των δέκα Βορειοϊρλανδών βουλευτών του DUP ότι εναντιώνονται στη συμφωνία. Τα επιχειρήματα που προέβαλαν βασίζονταν στην πεποίθηση ότι η νέα αυτή πρόταση δεν θα είναι οικονομικά ωφέλιμη για τη Βόρεια Ιρλανδία και θα θέσει σε κίνδυνο την ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με αναλυτές, όμως, το DUP δεν αντιδρά για τους διαφορετικούς τελωνειακούς και ρυθμιστικούς κανόνες που θα ισχύουν στην περιοχή, αλλά αντιτίθεται στο ζήτημα του τρόπου ανανέωσης των ρυθμίσεων αυτών. Ειδικότερα, οι Βορειοϊρλανδοί, λαμβάνοντας υπόψη το σύνθετο πολιτικό τοπίο της περιοχής τους, επιδιώκουν να αποκτήσουν δικαίωμα βέτο, ώστε να ελέγχουν τις διαδικασίες. Έτσι προτείνουν, αντί της απλής πλειοψηφίας που έχει συμφωνηθεί, η ανανέωση των ρυθμίσεων κάθε τέσσερα χρόνια να γίνεται με τη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων της Βόρειας Ιρλανδίας. Ως επιχείρημά του το DUP προβάλλει ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση παραβιάζει τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, η οποία έχει τις βάσεις της στην αρχή της συναίνεσης των δύο κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας.

Η «υπαρξιακή» κρίση

των Εργατικών

Όπως ήταν αναμενόμενο, την αντίθεσή της στην ανανεωμένη συμφωνία εξέφρασε και η αξιωματική αντιπολίτευση διά στόματος του ηγέτη των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος έκανε λόγο για «ακόμα χειρότερη συμφωνία» από αυτήν της Τερέζα Μέι. Η αναμενόμενη αυτή αντίδραση έχει τις ρίζες της στο «υπαρξιακό» πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κόμμα των Εργατικών, το οποίο ταλανίζεται από εσωτερικές αντιφάσεις. Ενώ λοιπόν ο Κόρμπιν έσπευσε να απορρίψει τη συμφωνία, δεν παρουσίασε καμιά εναλλακτική πρόταση, ενώ ζήτησε αυτή η συμφωνία να εγκριθεί μέσω ενός δεύτερου δημοψηφίσματος. Η αντιφατική στάση των Εργατικών δείχνει ότι ακόμα δεν έχουν διαμορφώσει τη στρατηγική τους όσον αφορά την επίλυση του Brexit, ακροβατώντας μεταξύ της υποστήριξης της παραμονής στην ΕΕ και της αμφίσημης εξόδου με άλλους όρους. Φυσικά η πρώτη επιλογή μεταφράζεται αυτόματα σε απώλεια εκλογικών ποσοστών, αφού μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των Εργατικών ψήφισε υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ το 2016. Η δεύτερη επιλογή δε δεν έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, αφού οι τροπολογίες που καταθέτει το κόμμα επικεντρώνονται όχι σε διαφοροποίηση των όρων εξόδου αλλά σε εμπλοκή της διαδικασίας και υπονόμευσης της Κυβέρνησης. Το πιο ουσιαστικό που έχουν να προσφέρουν πλέον είναι η επιμονή στο «επικυρωτικό δημοψήφισμα», δηλαδή η οποιαδήποτε συμφωνία να επικυρωθεί με ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Όσον αφορά το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) και τους φιλελεύθερους Δημοκράτες, όντας δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν την αναστολή του Brexit και την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, είναι επόμενο να αντιτίθενται στη συμφωνία.

Οι ανακολουθίες

των Βρυξελλών

Μπορεί γι’ ακόμα μια φορά η συμφωνία να είναι ανισομερής ως προς τις παραχωρήσεις της Βρετανίας στην ΕΕ, εντούτοις υπάρχουν εξόφθαλμα πισωγυρίσματα και από πλευράς Βρυξελλών. Από την πρώτη κιόλας άρνηση της Βουλής των Κοινοτήτων να περάσει τη συμφωνία της Τερέζα Μέι, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωναν με κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ανοίξουν προς διαπραγμάτευση τη συμφωνία αποχώρησης, ενώ οι αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν μόνο στη μη δεσμευτική πολιτική διακήρυξη για τις μελλοντικές σχέσεις. Ακόμα και πριν από δύο μήνες η καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, διαβεβαίωνε ότι δεν μπορούσαν να «αγγίξουν» το κείμενο της συμφωνίας αποχώρησης. Τελικά, η ΕΕ υποχώρησε και το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, μέρος δηλαδή της συμφωνίας αποχώρησης, τροποποιήθηκε και γράφτηκε ξανά. Κατά παρόμοιο τρόπο οι Βρυξέλλες εμφανίζονταν ανυποχώρητες ως προς τη διαφύλαξη της ενιαίας αγοράς, γι’ αυτό επέμεναν στο θέμα των σκληρών συνόρων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας. Εντούτοις, με την ανανεωμένη συμφωνία θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της ενιαίας αγοράς, αφού οι έλεγχοι θα γίνονται από τις αρμόδιες Αρχές της Βρετανίας. Τέλος, με τη συμφωνία που πέτυχε ο Τζόνσον καταρρέει ο «μύθος» ότι το backstop δεν μπορούσε να αντικατασταθεί εύκολα από άλλη πρόταση. Για μήνες η απαίτηση του Τζόνσον να αφαιρεθεί η πρόνοια αυτή από τη συμφωνία έβρισκε απέναντί της την αντίθεση των Βρυξελλών, ο οποίες αρνούνταν έχοντας ως πρόσχημα την απουσία άλλης εναλλακτικής. Τελικά, Τζόνσον και ΕΕ συμφώνησαν σε αυτήν την εναλλακτική, δικαιώνοντας την τακτική «εκφοβισμού» που υιοθέτησε από την αρχή ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας.

Η ερμηνεία

Η συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ Τζόνσον και Βρυξελλών θεωρείται ότι δεν διαφέρει, σε μεγάλο βαθμό, από αυτήν της πρώην Πρωθυπουργού της Βρετανίας, Τερέζα Μέι. Ο Τζόνσον, παρά την έντονη ρητορική του πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, τελικά έφτασε σε έναν συμβιβασμό με την ΕΕ, κρατώντας βασικές πρόνοιες, τις οποίες προηγουμένως αναθεμάτιζε. Εντούτοις, είναι δίκαιο να αναφερθεί ότι κατάφερε τελικά να απαλείψει το δίχτυ ασφαλείας στα ιρλανδικά σύνορα. Ακόμα και πριν από την είσοδό του στην Ντάουνινγκ Στριτ ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας θεωρούσε ότι το αγκάθι τού backstop έπρεπε με κάθε τρόπο να τεθεί εκτός συμφωνίας, αφού υπήρχε ο φόβος ότι θα κρατούσε το Ηνωμένο Βασίλειο παγιδευμένο για πάντα στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ, αφαιρώντας παράλληλα τη δυνατότητα της χώρας να συνάψει εμπορικές συμφωνίες. Άρα, αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστια επιτυχία. Όμως, το τίμημα αυτής της επιτυχίας είναι μεγάλο, αφού αναγκάστηκε να κάνει επώδυνους συμβιβασμούς για να το πετύχει. Ειδικότερα, η Βόρεια Ιρλανδία νομικά θα συνδέεται τελωνειακά με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά θα ακολουθεί τους κανόνες της ΕΕ, μένοντας προσδεμένη στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Αυτή η πρόνοια ομοιάζει με την πρόταση που είχε απορρίψει η Τερέζα Μέι για εφαρμογή του backstop μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία. Η άρνηση της Μέι βασιζόταν στην ανησυχία ότι με αυτόν τον μηχανισμό θα δημιουργούνταν «σκληρά» σύνορα μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Βρετανίας, απειλώντας έτσι την εδαφική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Παρά το γεγονός ότι αυτή η ρύθμιση βρίσκει αντίθετους τους Βορειοϊρλανδούς βουλευτές του DUP, ικανοποιεί μεγάλη μερίδα των Συντηρητικών Brexiteers, αφού δεν δεσμεύει ολόκληρη της Βρετανία να παραμείνει εντός της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ.