Αναλύσεις

Δεμένοι στον τροχό κυκλοτερών αδιεξόδων

Tο νέο μιας άλλης κοσμοθεώρησης και πρακτικής δεν εκφράζει, απλώς, την ανάγκη αντικατάστασης του παλιού, αλλά αποτελεί συνώνυμο μιας εναρκτήριας διαίσθησης των πραγμάτων, απαιτώντας τη σύζευξη λόγου και πράξης μέσα στην παροπλισμένη διαθεσιμότητα των ιστορικών επιλογών

Το Εθνικό Συμβούλιο, αδυνατεί να υπάρξει… Κι όταν συνέρχεται, καθίσταται χώρος κυκλοτερών αδιέξοδων αντεγκλήσεων, ανίκανο να εκδώσει έστω κι ένα κοινό ανακοινωθέν, τουλάχιστον για την τιμή των όπλων.

Η ομοφωνία ή, έστω, η… κακόηχη συναίνεση στο εσωτερικό μέτωπο αποτελεί, πλέον, αναμνηστική πολυτέλεια κάποιων πιο εκλεπτυσμένων συγκρουσιακών περιόδων, όπου, η κρισιμότητα των περιστάσεων, ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά μιας πιο ενεργούς υπευθυνότητας για την αντιμετώπιση των εθνικών κινδύνων.

Αδυνατεί, παράλληλα, να υπάρξει, μια ολοκληρωμένη και εις βάθος κατανόηση των γεωπολιτικών τεκταινομένων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και ευρύτερα στο διεθνές σύστημα, με τις συντελούμενες ανακατανομές ισχύος, τις μετατοπίσεις των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων, τις ρηγματώσεις στις θεσμοθετημένες εδαφο-συνοριακές συμπάγειες, τις ανακατατάξεις στον ρευστό ορίζοντα των εθνο-φυλετικών συσσωματώσεων.

Πρωτευόντως, αδυνατεί να υπάρξει μια εμπεριστατωμένη και εις βάθος κατανόηση της τουρκικής γεωπολιτικής, σε όλο το εύρος και την έκταση που αυτή εκδιπλώνεται, και η οποία περιλαμβάνει, ως βασικό επιτελεστικό όρο της, τον πλήρη γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου, με όλα τα γεωπολιτικά οφέλη που αυτός προσφέρει, προεξάρχοντος του ενεργειακού παράγοντα.

Στρατηγική, μάλιστα, «επιβαλλόμενη» διά της ισχύος, καθ’ όσον οι τουρκικοί στόχοι και επιδιώξεις δεν μπορούν να ευοδωθούν στο πεδίο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης.

Νεο-αυτοκρατορική σκέψη

Αδυνατεί, επίσης, να υπάρξει μια εμβριθής κατανόηση του τουρκικού ιστορικού αναθεωρητισμού και των αποβλέψεών του, ο οποίος αποτελεί, πλέον, διακηρυγμένη ιδεολογία του τουρκικού κράτους, αλλά και του πώς μια ανακάμπτουσα νεο-αυτοκρατορική σκέψη (νεο-οθωμανισμός) διαλεκτικοποιεί τη συστημική του χρόνου και του χώρου, πέρα από σπασμωδικές προσαρμογές εφήμερων και πανικόβλητων τακτικισμών στις συγκυρίες, όπως ανελλιπώς εμείς πράττουμε. Γιατί, εντελώς άλλη αντίληψη για τον χρόνο, τον χώρο, αλλά και το ιστορικώς πράττειν έχει κάποιος που σκέφτεται «αυτοκρατορικά» και άλλη κάποιος που, ενεργώντας βουτηγμένος στην αγωνία δύστηνων παρατάσεων, αντιλαμβάνεται κάθε επιβιωτική στιγμή του στον χρόνο ως ένα πρωθύστερο «τέλος της ιστορίας».

Συνελόντι ειπείν, αλλιώς αντιλαμβάνεται ο ένας και αλλιώς ο άλλος το νόημα και τον ορίζοντα μιας διευθέτησης – πόσο μάλλον που, μια ενδεχόμενη «λύση» του Κυπριακού, δεν θα συνιστά το οριστικό «τέλος» του προβλήματος, αλλά μιαν ακόμη μετάβαση, άλλον ένα διασκελισμό στο μεγάλο παιγνίδι της ιστορίας, της ισχύος και του χρόνου.

Υπό το κράτος αυτής της αδυναμίας, η πολιτική μας, ενοφθαλμισμένη σε συσσωρευμένα φοβικά σύνδρομα δεκαετιών και αγκιστρωμένη σε ανεκρίζωτες ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν μπορεί να εκφύγει από την παραλυτική μέγγενη μιας αδιέξοδης στρατηγικής, η οποία εξαντλήθηκε ήδη στην κόψη των γεγονότων και του χρόνου.

Διαφεύγει, ακόμα, από τους θιασώτες αυτής της στρατηγικής, που εκβάλλει στο οικτρό αξίωμα τής «όποιας λύσης χθες», ότι η δριμύτητα της τουρκικής επιθετικότητας και η έκταση των τουρκικών διεκδικήσεών καθιστά αδύνατους ακόμη και τους πλέον… γενναιόψυχους συμβιβασμούς, καθώς και αλυσιτελείς τις όποιες «στοχαστικές» ή… αστόχαστες προσαρμογές επιχειρήσουμε στην έξαρση της τουρκικής ισχύος.

Ανεξέλεγκτη επεκτατική βουλιμία

Το ισλαμοφασιστικό τουρκικό κράτος χαρακτηρίζεται από μιαν ανεξέλεγκτη επεκτατική βουλιμία, η οποία δεν φαίνεται να έχει όρια και αυτήν τη στιγμή δεν την περιορίζει κανένας. Αναρωτήθηκαν, άραγε, ποτέ οι οραματιστές μιας μελλοντικής, ειρηνικής και αμοιβαία επωφελούς «εταιρικής» σχέσης με την Τουρκία ποια είναι τα όρια αυτής της επιθετικότητας και πώς χαλιναγωγείται; Είναι το λιγότερο ουτοπικό να αναμένει κάποιος ότι είναι δυνατόν αυτή η βουλιμία να αυτο-χαλιναγωγηθεί έχοντας ενώπιόν της μια έντρομη υποχωρητικότητα, που ικανοποιεί κάθε επιδίωξη και απαίτησή της. Ακόμα και με την παράδοση στην Τουρκία του ενεργειακού πλούτου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και με την εκχώρηση σ’ αυτήν του κομβικού ενεργειακού ρόλου που επιδιώκει η Άγκυρα να διαδραματίσει στο διεθνές σύστημα, η ανάληψη του οποίου θα σημάνει την πλήρη γεωπολιτική έκλειψη της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι δυνατόν να ανασχεθεί η τουρκική αρπακτικότητα;

Εκτός και εάν αποφασίσουμε, ως εθνική συλλογικότητα, να εκχωρήσουμε το ιστορικό μέλλον μας στο εκκρεμές των επεκτατικών διαθέσεων του Ερντογάν και της Άγκυρας, ερωτοτροπώντας με τον οριστικό αφανισμό. Αυτό δεν είναι… άλλο θέμα, αλλά το ουσιώδες διακύβευμα της ιστορικής στιγμής.

Τι θα έπρεπε να πράξουμε, λοιπόν, εάν υποθέσουμε ότι συμφωνούμε στην ελάχιστη κοινή παραδοχή, επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα, ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να συναινέσει ποτέ σε μια «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση» του Κυπριακού, εκτός και αν διασφαλίζει τα μείζονα γεωστρατηγικά της συμφέροντα, που είναι η επίτευξη της γεωπολιτικής της ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής; Ενδεχόμενο που, εάν επισυμβεί, αυτόματα θα σημαίνει ότι, αυτό που θα υπάρξει στην Κύπρο μετά την (υπό μεθόδευση) λύση, ούτε δίκαιο, ούτε βιώσιμο, ούτε λειτουργικό θα είναι.

Εάν υποθέσουμε ότι συμφωνούμε, ακόμη, στο ότι, με μόνο την ευχολογική επίκληση της… λογικής (ποιας λογικής, εν τέλει;), που είναι το μόνιμο και μοναδικό motto της πολιτικής μας προς ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού, δεν είναι δυνατόν να μετακινηθεί η Τουρκία από τις παράνομες διεκδικήσεις της, κινούμενη προς την κατεύθυνση μιας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης» του Κυπριακού.

Προς την ελευσόμενη ιστορία

Υπό αυτά τα δεδομένα, θα έπρεπε να είμαστε καθ’ οδόν προς την αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής, η οποία θα μας καταστήσει σύγχρονους με την ελευσόμενη ιστορία, συντονισμένους με αυτό που έρχεται, εγκαταλείποντας τα ανεπιτυχώς δοκιμασμένα, μέσα στις τόσες επισφαλείς βεβαιότητες και τις τόσες ελπιδοφόρες αβεβαιότητες των καιρών.

Αντιλαμβανόμενοι ότι το νέο – το νέο μιας άλλης κοσμοθεώρησης και πρακτικής -, δεν εκφράζει, απλώς, την ανάγκη αντικατάστασης του παλιού, αλλά αποτελεί συνώνυμο μιας εναρκτήριας διαίσθησης των πραγμάτων, απαιτώντας τη σύζευξη λόγου και πράξης μέσα στην παροπλισμένη διαθεσιμότητα των ιστορικών επιλογών.

Η μόνη απάντηση, με σπινοζικούς όρους, είναι «να εμμείνουμε στο είναι μας». Φροντίζοντας, αυτή η εμμονή στο είναι, να στοιχηθεί προς την αύξηση και προστασία της προσίδιας δύναμης.