Διεθνή

Το μεγάλο πρόβλημα της μικρής Μάλτας

Το πρόβλημα στη Μάλτα είναι πολύ βαθύτερο και ξεπερνά τα όρια μιας δολοφονίας

Η δημοσιογράφος Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία δολοφονήθηκε με βόμβα που είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό της το 2017. Αν και οι έρευνες για τη δολοφονία της για δύο χρόνια δεν έφταναν σε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, τις προηγούμενες ημέρες πήραν μια δραματική τροπή μετά την ανακάλυψη νέων στοιχείων, τα οποία οδήγησαν μεταξύ άλλων στη σύλληψη του επιχειρηματία Γιόργκεν Φένεκ την ώρα που προσπαθούσε να διαφύγει από τη Μάλτα με τη θαλαμηγό του. Η σύλληψη του Φένεκ, ενός ευϋπόληπτου επιχειρηματία με στενές σχέσεις με τα ανώτερα πολιτικά δώματα της Μάλτας, επιβεβαίωσε αυτό που όλοι ήξεραν ή είχαν υποψιαστεί. Ο ίδιος πάντως αρνήθηκε τις κατηγορίες και δήλωσε ότι μέλη του στενού κύκλου του πρωθυπουργού Τζόζεφ Μουσκάτ είναι οι εντολείς της δολοφονίας. Παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες που καλούν τον Μουσκάτ να παραιτηθεί, ο ίδιος δήλωσε σε τηλεοπτικό σταθμό ότι «αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να καθορίζει τι είναι η χώρα μας και τι έχουμε επιτύχει μαζί», ενώ υπό το βάρος των ασφυκτικών πιέσεων υποσχέθηκε τελικά να εγκαταλείψει τη θέση του τον Ιανουάριο. Το σκάνδαλο όμως δεν έχει προκαλέσει πολιτική κρίση μόνο στο μικρό κράτος της Μεσογείου, αλλά έχει ρίξει τη σκιά της αμφιβολίας στο ζήτημα του κράτους δικαίου και του ελέγχου των δημοκρατικών διαδικασιών σε ολόκληρη την ΕΕ.

Αναβρασμός στις Βρυξέλλες

Η πολιτική κατάσταση στη Μάλτα κατά γενικήν ομολογίαν είναι μια καλή ευκαιρία για τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Πρόεδρό της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να αποδείξει ότι μπορεί να υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση απέναντι στα «προβληματικά» μέλη του μπλοκ. Αναλυτές διερωτώνται εάν η νέα Πρόεδρος της Κομισιόν θα προσπαθήσει να ενισχύσει το κράτος δικαίου, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, ή θα παγώσει τη διαδικασία, όπως έπραξε ο προκάτοχός της Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για την περίπτωση της Μάλτας. Συγκεκριμένα, παρόλο που εγκρίθηκαν δύο ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα προβλήματα του κράτους δικαίου στη Μάλτα μετά τον θάνατο της δημοσιογράφου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ενεργοποίησε τον επίσημο μηχανισμό αντιμετώπισης τέτοιων ζητημάτων, γνωστό ως άρθρο 7. Η παράκλησή της πάντως για διεξαγωγή «ενδελεχούς και ανεξάρτητης» έρευνας δεν προδιαγράφει μεγάλη εμπλοκή της ΕΕ στη υπόθεση δολοφονίας της δημοσιογράφου, η οποία ενδεχομένως να αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου της διαφθοράς στη μικρότερη χώρα του μπλοκ. Από την άλλη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είχε πάρει ζεστά από την αρχή το ζήτημα της δολοφονίας, αφού διά μέσου της επικεφαλής της αποστολής του μετέβη στη Μάλτα για να εξετάσει την εφαρμογή του κράτους δικαίου στη χώρα μετά το σκάνδαλο, δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός Τζόζεφ Μουσκάτ πρέπει να παραιτηθεί άμεσα και χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Να σημειωθεί ότι ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε την καθυστέρηση της παραίτησής του, υποστηρίζοντας ότι θέλει να δώσει χρόνο στο Εργατικό Κόμμα να επιλέξει νέο ηγέτη. Όμως, η Σόφι Ιν΄τ Φελντ, η οποία ηγείται της αποστολής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη Μάλτα, κατέρριψε την πρόφαση του Μουσκάτ, κατηγορώντας τον για «ορισμένα σφάλματα κρίσης», μέσα στα οποία εντάσσεται και η απόφασή του να παραμείνει στην εξουσία «περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται». Διπλωματικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες επισημαίνουν ότι αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στην ΕΕ. Εκπρόσωποι Τύπου της Κομισιόν δήλωσαν σε ξένα ΜΜΕ ότι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις για τη Μάλτα, αν και η νέα επίτροπος για τις Αξίες και τη Διαφάνεια, Vera Jourová, όταν κλήθηκε να σχολιάσει την υπόθεση αρκέστηκε στη γενικόλογη απάντηση ότι οι λόγοι για την ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 7 «οφείλονταν πάντοτε σε συστημική ανεπάρκεια του συστήματος».

Η έρευνα που ενόχλησε

Αναλυτές επισημαίνουν ότι για χρόνια η Μάλτα εθεωρείτο «άντρο διαφθοράς». Για δεκαετίες το πολιτικό δίδυμο της χώρας, το Εργατικό και το Εθνικιστικό Κόμμα, εναλλάσσονταν στην εξουσία κρατώντας ως λάβαρο την ατιμωρησία. Εντούτοις, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά πολιτικοί αναλυτές, το 2013 η διαφθορά έχει βγει εκτός ελέγχου. Συγκεκριμένα, μετά από 15 χρόνια το Εργατικό Κόμμα πήρε την εξουσία και μέσα σε λίγους μήνες ξεπούλησε τις δημόσιες υπηρεσίες στο Αζερμπαϊτζάν. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση έδωσε άδεια σε διεθνή «πλυντήρια χρήματος» να λειτουργούν ως τράπεζες και γρήγορα το νησί μετατράπηκε σε έναν παράδεισο για τεράστιες ροές βρόμικου χρήματος, ενώ μεγάλη μερίδα επιχειρηματιών άρχισαν να βγάζουν τα χρήματά του σε οffshore εταιρείες στον Παναμά και στο Ντουμπάι. Ένα πρόσωπο όμως παρακολουθούσε στενά αυτές τις δραστηριότητες. Η ερευνήτρια δημοσιογράφος Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία για χρόνια έβγαζε στη φόρα αυτά τα σκάνδαλα, εκθέτοντας τη «σήψη» στην υποτιθέμενη ευημερία της Μάλτας. Η δημοσιογράφος μετά και τη δημοσιοποίηση των Panama Papers ανέλαβε το κομμάτι της δημοσιογραφικής έρευνας για τη Μάλτα και βρήκε νέα όπλα στη φαρέτρα εναντίον τον ήδη εκτεθειμένων αξιωματούχων της χώρας. Μεταξύ άλλων είχε ανακαλύψει έγγραφα που αποδείκνυαν ότι παναμαϊκές εταιρείες που ανήκαν στον τότε Υπουργό Ενέργειας (και σημερινό Υπουργό Τουρισμού) Κόνραντ Μίτσι και στον διευθυντή του γραφείου του Μουσκάτ ελάμβαναν πολλά εκατομμύρια ευρώ ημερησίως από μία εταιρεία του Ντουμπάι, την 17Black, για αδιευκρίνιστες υπηρεσίες. Καθόλου τυχαία, ο ιδιοκτήτης της 17Black αποκαλύφθηκε ότι είναι ο συλληφθείς επιχειρηματίας Γιόργκεν Φένεκ. Το κουράγιο όμως της Γκαλιζία να προχωρήσει σε αυτές τις αποκαλύψεις «πληρώθηκε» με την ίδια της τη ζωή, όταν δολοφονήθηκε το 2017. Πριν πεθάνει, έγραψε στο μπλογκ της για διαφθορά στα ανώτερα επίπεδα της κυβέρνησης στη Μάλτα και συγκεκριμένα για μίζες, ξέπλυμα χρήματος, λογαριασμούς σε οffshore εταιρείες στον Παναμά που ανοίχτηκαν από δύο στενούς βοηθούς στον πρωθυπουργό, καθώς και για σκανδαλώδη χρήση του προγράμματος παροχής διαβατηρίων σε πλούσιους αλλοδαπούς. Ενδεικτικές ήταν οι τελευταίες της δημοσιευμένες λέξεις «όπου και να κοιτάξεις υπάρχουν απατεώνες. Η κατάσταση είναι απελπιστική».

Το βαθύτερο πρόβλημα στη Μάλτα

Το πρόβλημα όμως στη Μάλτα είναι πολύ βαθύτερο και ξεπερνά τα όρια μιας δολοφονίας. Για πάνω από δύο χρόνια ο κόσμος εντός και εκτός της χώρας απαιτούσε απαντήσεις για τον θάνατο της Γκαλιζία, αλλά το Εργατικό Κόμμα έδειξε λίγο ενδιαφέρον για την υπόθεση. Από τη μια αντιμετώπιζε τη δολοφονία ως «ενόχληση», αφού έδινε την ευκαιρία σε ξένους να «παρεμβαίνουν» και να κάνουν ερωτήσεις γι αυτήν. Από την άλλη όμως ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδομήσει την έρευνα της δημοσιογράφου και να καθαρίσει από τις κατηγορίες της, αφού πλέον η ίδια δεν μπορούσε να τις υπερασπιστεί. Αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτό δείχνει και το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο είδε τόσο ξεκάθαρα η δημοσιογράφος πριν δολοφονηθεί. Ουσιαστικά πρόκειται για το σενάριο στο οποίο η διαφθορά στο Εργατικό Κόμμα είναι τόσο καθολική, ώστε μοιάζει αδύνατο κάποιος που εμπλέκεται να μην κατέχει ενοχοποιητικές πληροφορίες για τα άλλα μέλη του κόμματος. Όμως, το ίδιο το κόμμα δεν κάνει πολλά για να ανατρέψει αυτούς τους ισχυρισμούς. Ενώ στις ιδιωτικές τους συζητήσεις και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τάσσονται κατά της διαφθοράς, πρακτικά αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους να θέσουν τέρμα στην καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών και της επιβλαβούς κατάστασης για τα συμφέροντα των πολιτών. Από την άλλη, ο ηγέτης του κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας, αψηφώντας την πολιτική λογική, επέδειξε μεγάλη αντίσταση στο να απομακρύνει υπουργούς ή μέλη της κυβέρνησης, όταν τα ονόματά τους συνδέονταν με διάφορα σκάνδαλα. Ακόμα και η άρνησή του να παραιτηθεί μετά την πολιτική κρίση που ξέσπασε στέλνει αρνητικά μηνύματα όχι μόνο για την ίδια τη χώρα αλλά και την ΕΕ. Η δολοφονία μιας δημοσιογράφου σε μια ευρωπαϊκή χώρα είναι τεράστιο ζήτημα. Ακόμα πιο σκανδαλώδες όμως είναι το γεγονός ότι μέλη της κυβέρνησης, τα οποία εμπλέκονται στην έρευνα της δολοφονίας, βρίσκονται ακόμα στη θέση τους. Η Μάλτα δεν είναι απλώς μια χώρα της Μεσογείου, είναι κράτος μέλος της ΕΕ. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Σόφι Ιν΄τ Φελντ, «η Μάλτα αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλοι οφείλουμε να τηρούμε τους ίδιους κανόνες και μπορούμε να συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον εάν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Η βάση για την εμπιστοσύνη αυτή δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή».

Η κατάθεση «φωτιά»

Νέες σεισμικές δονήσεις στην υπό κατάρρευση κυβέρνηση της Μάλτας προκάλεσε η κατάθεση του ο Μέλβιν Τέουμα, ο οποίος φέρεται να είναι ο μεσάζων της δολοφονίας της δημοσιογράφου. Στην κατάθεσή του έδειξε ως εντολέα της εκτέλεσης τον επιχειρηματία Γιόργκεν Φένεκ, προσθέτοντας ότι άνθρωποι που συνδέονται με την κυβέρνηση της Μάλτας ενδέχεται να εμπλέκονται στην υπόθεση. Στην κατάθεση «φωτιά» ο Τέουμα περιέγραψε το πώς ο Φένεκ επικοινώνησε μαζί του το 2017 για να οργανώσει την εκτέλεση της Γκαλιζία και φέρεται να του είχε δώσει μέσα σε ένα φάκελο 150.000 ευρώ ως πληρωμή για τους τρεις της εκτελεστές. Όμως, τα μεγαλύτερα ερωτήματα για τις πολιτικές προεκτάσεις της δολοφονίας προκαλούν συγκεκριμένα στοιχεία της κατάθεσης. Αρχικά, σύμφωνα με την κατάθεση, ο Φένεκ είχε δεύτερες σκέψεις για τη δολοφονία αλλά έδωσε το τελικά σήμα για την εκτέλεση την ημέρα που το Εργατικό κόμμα του Μουσκάτ επέστρεψε στην εξουσία στις εκλογές τον Ιούνιο του 2017. Κατά δεύτερο, αφού συμφώνησε να οργανώσει την εκτέλεση, ο Τέουμα κατέθεσε ότι τον κάλεσαν στα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης, όπου συναντήθηκε με τον προσωπάρχη του πρωθυπουργού, Κιθ Σέμπρι, ο οποίος τον ξενάγησε στα κυβερνητικά γραφεία, συμπεριλαμβανομένου του γραφείου του πρωθυπουργού Μουσκάτ και οι δυο τους τράβηξαν φωτογραφίες. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι του έδωσαν θέση εργασίας σε υπουργείο και ότι μπήκε στο μισθολόγιο της κυβέρνησης, λαμβάνοντας μια επιταγή για τρεις ή τέσσερεις μήνες. Οι αποκαλύψεις όμως για το πολιτικό υπόβαθρο της υπόθεσης δεν σταμάτησαν εκεί. Μετά τις συλλήψεις τριών ατόμων για τη δολοφονία, ο Τέουμαν ισχυρίζεται ότι επικοινώνησε μαζί του ένας υπάλληλος από τα κεντρικά κυβερνητικά γραφεία και τον διαβεβαίωσε ότι οι τρεις ύποπτοι θα αποφυλακιστούν με εγγύηση και θα τους δοθεί ένα εκατομμύριο ευρώ. Αργότερα ο υπάλληλος ταυτοποιήθηκε ως ο Κένεθ Καμιλιέρι, που εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείας του πρωθυπουργού Μουσκάτ.