Συνεντεύξεις

«Έχουμε φτάσει στα όριά μας»

Ο Δρ Γιώργος Ποταμίτης, προσωπικός Σύμβουλος του Υπουργού Υγείας για το ΓεΣΥ, προβαίνει σε έναν απολογισμό της μέχρι στιγμής εφαρμογής του νέου συστήματος και καταγράφει τα κενά και τα προβλήματα

Ανήσυχος για την πορεία του ΓεΣΥ παρουσιάζεται σε συνέντευξή του στη «Σημερινή» ο Δρ Γιώργος Ποταμίτης. Έχοντας την ιδιότητα του προσωπικού συμβούλου του Υπουργού Υγείας για το ΓεΣΥ, αλλά και ως ένας από τους σημαντικότερους γαστρεντερολόγους του τόπου μας, που πήρε την απόφαση να ενταχθεί στο νέο σύστημα, κάνει έναν απολογισμό των πρώτων δύο μηνών εφαρμογής του συστήματος και καταγράφει τις αδυναμίες που παρατηρεί ότι υπάρχουν. Παράλληλα, προειδοποιεί πως αν το σύστημα δεν εμπλουτιστεί τάχιστα από ειδικούς γιατρούς, οι ήδη υπάρχοντες στο σύστημα, που έχουν φτάσει στα όριά τους, ίσως να μην καταφέρουν να το υποστηρίξουν.

Πώς κρίνετε τη μέχρι στιγμής πορεία της εφαρμογής του Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓεΣΥ);

Η εφαρμογή ενός Γενικού Συστήματος Υγείας, η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση ήταν αναγκαία για τον τόπο μας. Για να θεωρούμαστε σύγχρονο, κοινωνικό ευρωπαϊκό κράτος. Σίγουρα με την έναρξή του θεωρώ ότι έγινε κάτι πολύ σημαντικό γιατί μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας ξεκινήσαμε να προσφέρουμε αυτήν τη μεταρρύθμιση, η οποία έχει το στοιχείο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Από την αρχή του σχεδιασμού του αυτός ήταν ο κύριος στόχος. Εδώ πρέπει να απονείμουμε οπωσδήποτε εύφημο μνεία στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και στην επιμονή του, παρόλα τα εμπόδια, παρόλες τις διαφωνίες, να ξεκινήσει αυτό το σύστημα υποσχόμενος, μάλιστα, ότι θα έχει τη συνεχή υποστήριξή του. Επίσης πρέπει να συγχαρεί κανείς και τον Υπουργό Υγείας, Κωνσταντίνο Ιωάννου, ο οποίος, παρά τις συστάσεις από διάφορους γι’ αναβολή και αναστολή, έδωσε το έναυσμα για εφαρμογή του ΓεΣΥ και συνεχώς με παρεμβάσεις του συμβάλλει στη βελτίωσή του.

Πρέπει επίσης να σημειώσω με πόσο ενθουσιασμό αγκάλιασε ο κόσμος αυτό το Σχέδιο και αυτήν τη μεταρρύθμιση. Αρχικά, βέβαια, με κάποιους ενδοιασμούς, αν σκεφτεί κανείς και την πορεία της Δημοκρατίας μας, που συνεχώς είδαμε θεσμούς να γκρεμίζονται και φορείς κοινωνικούς να καταστρέφονται. Επομένως εύλογα διερωτώνται εάν αυτήν τη φορά μπορούμε να πετύχουμε κάτι σημαντικό. Ακόμη ακούγονται τέτοιες φωνές αμφισβήτησης, αλλά το γεγονός ότι έχουν εγγραφεί μέχρι τώρα πέραν των 700 χιλιάδων δικαιούχων στο Σχέδιο, ενώ ξεκινήσαμε με 300 και 500 χιλιάδες, αποδεικνύει το αντίθετο.

Πού εντοπίζετε αδυναμίες στο σύστημα και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;

Τις πρώτες μέρες οι ασθενείς άρχισαν να διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στους οικογενειακούς γιατρούς. Κάτι που αρχικά ήταν αναμενόμενο, αφού όλοι έτρεξαν να εξασφαλίσουν τα φάρμακά τους, να κάνουν την πρώτη επαφή, να καταγραφούν στο σύστημα και να συντάξει ο γιατρός το προφίλ τους ως ασθενών. Αυτό εξακολουθεί να είναι πρόβλημα και εδώ πρέπει να γίνει μία αυτοκριτική. Οι γιατροί διαμαρτύρονταν για τον αριθμό που δικαιούνται να εγγράψουν ότι ήταν λίγος, ενώ δεν υπολόγισαν τον συνολικό αριθμό των επισκέψεων. Για 2.500 χιλιάδες ασθενείς που είναι το μέγιστο, ο αριθμός επισκέψεων είναι πολύ μεγάλος. Μιλάμε για 40-50 ασθενείς την ημέρα, και μάλιστα σε μία περίοδο που δεν έχουμε έξαρση λοιμώξεων. Επομένως είναι ένα πρόβλημα που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση προτού έρθουν περίοδοι που θα έχουν ιδιαίτερη πίεση. Μια σωστή αντίδραση εκ μέρους ορισμένων ήταν η ομαδοποίηση. Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να το ενθαρρύνει ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας, και μάλιστα με σαφή ωφελήματα, για να ωθήσει τους γιατρούς να δημιουργήσουν αυτές τις ομάδες και να απορροφήσουν τους ασθενείς. Επίσης, εισήγησή μου είναι να επιτρέπεται αλλαγή οικογενειακού γιατρού σε τρεις μήνες.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο θεωρώ ότι συμβάλλει στην αμφισβήτηση του θεσμού του προσωπικού ιατρού, είναι το γεγονός ότι ορισμένοι γιατροί επέστρεψαν στην άσκηση ιατρικής μετά από περίοδο απραξίας. Επομένως είχαν δυσκολίες να προσαρμοστούν και ίσως να ήταν λάθος το γεγονός ότι δέχθηκε το σύστημα συνταξιούχους να συμμετέχουν σε αυτήν την προσπάθεια. Πρώτον, γιατί δεν θα μπορούσαν να αντέξουν μεγάλη πίεση και, δεύτερον, υπάρχει θέμα προσαρμογής στο σύστημα, του οποίου η βάση είναι η ηλεκτρονική επικοινωνία. Αυτό έχει επιπτώσεις κατ’ επέκτασιν και στις παραπομπές στους ειδικούς γιατρούς. Εδώ αυτό που βλέπουμε είναι να παραπέμπονται χωρίς σαφή ένδειξη και χωρίς επικοινωνία, κάτι που συνηθίζαμε να κάνουμε είτε τηλεφωνικώς είτε ηλεκτρονικά, σχολιάζοντας τη συμπτωματολογία του ασθενούς. Έχουμε περιστατικά κατά τα οποία παραπέμφθηκαν ασθενείς χωρίς να εξετασθούν, για παράδειγμα με καύσο πίσω από το στέρνο, για να γίνει ενδοσκόπηση και ο ασθενής είχε περικαρδίτιδα και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε η δυνατότητα παραπομπής από ειδικό σε ειδικό καρδιολόγο. Ένα κενό του λογισμικού που αφαίρεσε ο ΟΑΥ για λόγους οικονομικούς. Απαράδεκτο, βέβαια, γι’ αυτό και ζήτησα να διορθωθεί άμεσα.

Σε όλον αυτόν τον κύκλο επικοινωνίας εντοπίσαμε και προβλήματα όσον αφορά το λογισμικό, με αποτέλεσμα να ζητάμε εμείς οι γιατροί τροποποιήσεις. Για παράδειγμα, είναι απαράδεκτο να μην αναγράφεται πιθανή διάγνωση και μετά από μία διεργασία η τελική διάγνωση. Τώρα γράφουμε μία διάγνωση, που μπορεί να μην είναι η τελική. Αυτό θα επηρεάσει ακόμα και στατιστικές αξιολογήσεις για τον εντοπισμό των πιο συχνών προβλημάτων των ασθενών του τόπου μας. Ως επίσης και από την άλλη πλευρά, οι ειδικοί γιατροί πρέπει να ενημερώνουν τους προσωπικούς γιατρούς για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, για τα οποία έχουν παραπεμφθεί.

Μεγάλο πρόβλημα είναι επίσης η εξασφάλιση ραντεβού στους ειδικούς ιατρούς και αυτό μπορώ να το τονίσω και από την προσωπική μου εμπειρία. Αυτό οφείλεται στον μικρό αριθμό ένταξης ειδικών ιατρών στο σύστημα και επίσης στο ότι κάποτε δεν γίνεται καλό φιλτράρισμα των ασθενών από τους προσωπικούς γιατρούς. Δεν μπορεί να δεχθεί κανείς να παρουσιάζονται ραντεβού, τα οποία σε χρονικό διάστημα θυμίζουν ραντεβού των κρατικών νοσοκομείων. Επομένως ο κύριος στόχος της γρήγορης πρόσβασης βλέπω ότι ακόμη δεν έχει επιτευχθεί.

Απ’ εκεί και πέρα μπαίνει και το θέμα ελέγχου ποιότητας. Δεν μπορείς απλώς να ασκείς την ιατρική. Πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί που να ελέγχουν ότι αυτό το οποίο κάνεις είναι το σωστό και το αποτελεσματικό. Επομένως λείπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ορθής άσκησης ιατρικής. Αυτό θεωρώ ότι είναι δουλειά των επιστημονικών εταιρειών και ευελπιστώ ότι σύντομα θα γίνουν ώστε να μπορέσουμε να προσφέρουμε και το άλλο, το οποίο υποσχεθήκαμε, και μιλώ για την ποιοτική άσκηση ιατρικής. Επίσης πρέπει να υπάρχουν κανονισμοί για το πότε δικαιούσαι να επαναλάβεις κάποιες εξετάσεις.

Άλλο θέμα του συστήματος είναι το εργασιακό πλαίσιο, στο οποίο θέλει να εργάζεται κάποιος. Σίγουρα έχουν γίνει πολλές συζητήσεις όσον αφορά τις αμοιβές και θα είναι λάθος να μην πω ότι ένα μεγάλο ποσό αμοιβών έχει δοθεί στους οικογενειακούς γιατρούς. Δεν διαφωνώ στο να δώσεις υψηλές αμοιβές, σε εκείνους όμως που τιμούν τις αμοιβές αυτές. Δυστυχώς, υπάρχουν αυτήν τη στιγμή οικογενειακοί γιατροί που παραπέμπουν ασθενείς ηλεκτρονικά, ενώ μπορεί να βρίσκονται εκτός ιατρείου και να μην τους εξετάζουν, όμως με την εγγραφή ενός αριθμού παίρνουν ένα μισθό τον οποίο θα ζήλευε ακόμη και κάποιος με 2-3 πτυχία ή ακόμη και γιατρός τεσσάρων ειδικοτήτων. Είναι κάτι το οποίο έχει δημιουργήσει θυμό και αντίδραση στους ιατρικούς κύκλους και για το οποίο θα πρέπει να παρθούν μέτρα.

Παράλληλα οι γιατροί έχουν μιαν αμφιβολία ορθής αμοιβής όσον αφορά τις υπηρεσίες τους. Ήδη μέσα στο σύστημα είδαμε προβλήματα απάτης και η δικαιολογία του ΟΑΥ ήταν ότι στο λογισμικό, για λόγους οικονομίας, δεν μπήκε πρόγραμμα το οποίο να ελέγχει αποκλίσεις και καταχρήσεις, με αποτέλεσμα να πληρωθούν υψηλές αμοιβές για αριθμό περιστατικών και πράξεων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτό δημιούργησε αντίδραση αρνητική από τους γιατρούς που εργάζονται μέσα στα πλαίσια με τιμιότητα, που αποτελούν την πλειοψηφία και βάσει των κανονισμών, και ζητούν αυτά τα οποία δικαιούνται.

Αν δεν γίνουν αυτά που πρέπει από πλευράς του ΟΑΥ, θεωρείτε ότι μπορεί να έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά;

Κάτι που δεν αντιλαμβάνεται ο Οργανισμός είναι ότι αν δεν γίνουν σύντομα αυτά που πρέπει, θα δημιουργηθούν δύο περιβάλλοντα άσκησης ιατρικής, όπως άλλωστε συνέβη και σε άλλες χώρες. Θα έχουμε, δηλαδή, ένα σύστημα υγείας το οποίο να προσφέρει στον κόσμο έλλειψη εμπιστοσύνης και από την άλλη πλευρά θα έχουμε μία άσκηση ιδιωτικής ιατρικής. Επομένως ο κόσμος θα βρεθεί να καταβάλλει την εισφορά σε ένα κουτσουρεμένο σχέδιο που δεν του έδωσε αυτό που περίμενε, θα προσπαθεί να παίρνει από το σχέδιο ό,τι μπορεί, όπως τα φάρμακα και κάποιες εξετάσεις ακτινολογικές, και μετά μη εμπιστευόμενος το σύστημα να καταφεύγει για πιο σοβαρές εξετάσεις χειρουργικές και άλλες εκτός του συστήματος.

Με όλα αυτά τα προβλήματα σκέφτεστε εσείς αλλά και άλλοι συνάδελφοί, εαν χρειαστεί, να εγκαταλέιψετε το ΓεΣΥ;

Αντίθετα, θα προσπαθούμε συνεχώς να το βελτιώνουμε διορθώνοντας λάθη και κακούς σχεδιασμούς, έστω και αν συγκρουστούμε με κύκλους συμφερόντων αλλά και αγκυλωμένες απόψεις, αναγκάζοντας να το εγκαταλείψουν εκείνοι που δεν μπορούν να συμβάλουν σ’ ένα εκσυγχρονιστικό σύστημα, όπου θα ενταχθούν όλοι οι γιατροί και όπου θα υπάρχει δυνατότητα να διενεργούνται καινοτόμες εξετάσεις και θεραπείες. Ένα ΓεΣΥ που θα είναι πόλος έλξης για νέους συναδέλφους. Εκείνοι που θ’ αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν είναι λειτουργοί και άλλοι, που αυτό που τους ενδιαφέρει είναι κυρίως ο προϋπολογισμός, έστω και αν είναι εις βάρος της ποιότητας.

Υπάρχει πιθανότητα στην πορεία να υιοθετηθούν αλλαγές που θα επηρεάζουν τη φιλοσοφία του ΓεΣΥ;

Οι αλλαγές που έχουν χώρο να συζητηθούν είναι εκείνες που δεν αλλάζουν τη βασική αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αν η αλλαγή χωρέσει με κάποιο τρόπο και θα βελτιώσει την ποιότητα των υπηρεσιών χωρίς να επηρεάζει το πλαίσιο των ίσων ευκαιριών και της ισότιμης πρόσβασης, είναι σαν πρόταση καλοδεχούμενη. Υποστηρίζω ότι θα πρέπει να υπάρχει διάλογος για τούτο και για άλλα που θεωρούνται κόκκινη γραμμή, αλλά περισσότερο έγνοια μας είναι να ενισχύσουμε τα θεμέλια, όχι να τα χαλάσουμε.

Ποια η γνώμη σας για τον ρόλο που διαδραμάτισε και διαδραματίζει ο ΟΑΥ;

Πολύ σημαντικός και όλοι οι λειτουργοί του ξεπέρασαν τους εαυτούς τους ειδικά στην προετοιμασία και τους εντατικούς ρυθμούς στη φάση της έναρξης. Απέτυχαν όμως στο επικοινωνιακό κομμάτι και ειδικά στην επικοινωνία με τους γιατρούς, παρουσιαζόμενοι ως εκείνοι που διαμόρφωναν το πλαίσιο άσκησης της ιατρικής, ενώ στις συζητήσεις για τις αμοιβές ακολουθούσαν την τακτική τού «τόσα έχουμε, τόσα θα πάρετε». Επιδιώκουν ν’ αφαιρέσουν εξετάσεις από ειδικότητες χάριν του προϋπολογισμού, π.χ. ο Ενδοκρινολόγος να μην κάνει υπερηχογράφημα ή ο Αιματολόγος να μη βλέπει περιφερικό αίμα πριν κάνει βιοψία μυελού. Δεν καθορίζουν ανεξάρτητες τιμές για αναισθησιολόγους, λες και δεν υπάρχουν. Δεν υπολόγισαν τ’ αναλώσιμα και το κόστος των Νοσοκομείων. Εκεί με πρωτοβουλία του Υπουργού επήρξε η εμπλοκή μου και τα πράγματα άλλαξαν και θ’ αλλάξουν καθοριστικά. Πολλές φορές άλλα συμφωνούσαμε και άλλα υιοθετούσαν. Δεν τελειώσαμε, απλώς θεωρώ πως εάν ενταχθούν περισσότεροι ειδικοί γιατροί και με την παρουσία των επιστημονικών εταιρειών η κατάσταση γίνεται καλύτερη.

Όσον αφορά τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, είστε αισιόδοξος ότι στο τέλος θα υπάρχει θετική κατάληξη στις συνομιλίες με το Υπουργείο Υγείας, ώστε να ενταχθούν στο σύστημα;

Το πρόβλημα ένταξης των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, γιατί με τη μη ένταξή τους υπάρχει ο κίνδυνος το ΓεΣΥ να εφαρμόζεται μόνο σε ένα επίπεδο πρωτοβάθμιας εξωνοσοκομειακής φροντίδας και, επομένως, ο συνολικός στόχος να μην επιτευχθεί.

Οι φόβοι των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων είναι η οικονομική τους επιβίωση. Επομένως, αυτό το οποίο οφείλει να κάνει το κράτος είναι ν’ ανοίξει διάλογο και να τους προσφέρει τεχνογνωσία για το πώς να οργανωθούν ή να δουν τις αδυναμίες τους ακριβώς για να μην κινδυνεύσουν. Κάτι πολύ θετικό, το οποίο έχει γίνει, είναι το ότι έχουν εγγυηθεί τα ελλείμματά τους στην έναρξη του συστήματος. Βεβαίως, έχει πολλά άλλα τα οποία πρέπει να συζητήσουν μαζί τους άμεσα. Αυτό που πρέπει να προσπαθήσουν οι συνάδελφοι που στεγάζονται ή συνεργάζονται με ιδιωτικά νοσοκομεία, είναι να μη μετατραπούν σε υπαλλήλους μεγαλοεκπαιδευτών, επηρεάζοντας την ποιότητα της δουλειάς τους.

Πώς βλέπετε τον ρόλο των Κρατικών Νοσοκομείων και του ΟΚΥπΥ στην εξέλιξη του ΓεΣΥ;

Ουσιαστικό και καθοριστικό. Εάν αποτύχει η αυτονόμηση, θα καταρρεύσει το σύστημα. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε και πάλι αυτοκριτική, καθώς έπρεπε ν’ αυτονομηθούν τα νοσηλευτήρια προτού ξεκινήσει το σύστημα. Για να πετύχει η αυτονόμηση χρειάζεται υψηλού επιπέδου τεχνογνωσία και βοήθεια, πράγμα το οποίο μέχρι τώρα είναι πολύ θολό, την ώρα που για τις δυσκολίες που παρουσιάζονται επιρρίπτουν τις περισσότερες φορές άδικα ευθύνη στους γιατρούς και όχι στην ανικανότητα των διοικούντων.

Ποιος ο ρόλος του ΠΙΣ και της ΕΝΙΚ στην ανάπτυξη του ΓεΣΥ;

Πάντοτε σημαντικός, παρ’όλες τις διαφωνίες και πρέπει έστω και τώρα ο ΠΙΣ ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες για διαφύλαξη των «συμφερόντων» των ιατρών που είναι μέσα στο ΓεΣΥ. Οι δε επιστημονικές εταιρείες είναι εκείνες που θα πρέπει ν’ αναπτύξουν τις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς δεν είναι ευθύνη του ΟΑΥ. Δεν είναι ο ΟΑΥ που θα ορίσει το «πώς και ποιοι».

Οι ασθενείς σας τι σας λένε; Είναι ικανοποιημένοι από το σύστημα;

Προσωπικά θεωρώ ότι οι ασθενείς μου φεύγουν ικανοποιημένοι. Αλλά αυτό γίνεται γιατί αυτήν τη στιγμή θεωρούμε ότι το σύστημα είναι στο ξεκίνημα και επομένως κάνουμε κάποιες θυσίες, που υπό άλλες συνθήκες πιθανόν να μην μπορούσαμε να κάνουμε. Αυτήν τη στιγμή το σύστημα μάς εκμεταλλεύεται και το υπομένουμε για χάρη των ασθενών μας. Για παράδειγμα, εγώ προσωπικά έχω επιβαρυνθεί οικονομικά, ώστε να παρέχω στους ασθενείς μου τη δυνατότητα της διενέργειας εξετάσεων στα καλύτερα νοσοκομεία, κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, για να φεύγουν ικανοποιημένοι. Επομένως, με τέτοια δεδομένα σίγουρα είναι ικανοποιημένοι. Δεν ανέχτηκα με κανένα τρόπο να αλλάξω τον τρόπο άσκησης της ιατρικής μου. Επί του παρόντος η ικανοποίησή μου είναι ότι βλέπω τα χαμόγελα των ασθενών μου.

Στη συνέντευξή σας παρουσιάζεστε ιδιαίτερα ανήσυχος για την πορεία του νέου συστήματος… Θεωρείτε ορατό το ενδεχόμενο κατάρρευσής του;

Με την εμπειρία μου και με το γεγονός ότι μιλώ ευρισκόμενος μέσα στο σύστημα, όντως ακόμη έχω τις ανησυχίες μου για την πορεία του. Θεωρώ ότι πρέπει να γίνει παρέμβαση από εκείνους οι οποίοι έχουν και τη σοβαρότερη ευθύνη για την εφαρμογή του συστήματος και μιλώ για την Κυβέρνηση, που πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγή δομής του ΟΑΥ και στελέχωσή του, όπως επίσης να λάβει πρωτοβουλία για ενεργό εμπλοκή των επιστημονικών εταιρειών στην ανάπτυξη του ΓεΣΥ. Στόχος πρέπει να είναι η εξασφάλιση εμπιστοσύνης των γιατρών για το σύστημα όσον αφορά τη σωστή λειτουργία του, για να εμπλουτιστεί τάχιστα από ειδικούς γιατρούς. Γιατί αυτήν τη στιγμή υπάρχει ομάδα ειδικών γιατρών που έχουμε φτάσει στα όριά μας όσον αφορά τον αριθμό των ασθενών που βλέπουμε και τον αριθμό των εξετάσεων που κάνουμε και αν αυτά τα δεδομένα δεν αλλάξουν, τότε θα είναι πέραν των δυνάμεών μας να υποστηρίξουμε το σύστημα.

Είναι πολύ άσχημο σενάριο το να μην καταφέρουμε να προχωρήσει το σχέδιο υγείας και ο στόχος της εντόπισης των αρνητικών στη συνέντευξή μου είναι ακριβώς να προλάβουμε να το βελτιώσουμε και να μη φτάσουμε στο σημείο εκ των υστέρων, εφόσον το καταστρέψουμε, να δικαιολογούμαστε και να ρίχνει ο ένας την ευθύνη στον άλλο. Η ευθύνη για βελτίωση του συστήματος μάς βαραίνει όλους.

Το ΓεΣΥ έχει τις δυνατότητες ν’ αναπτυχθεί σ’ ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα υγείας, όπου θα έχει χώρο η έρευνα και η εκπαίδευση με υψηλού επιπέδου και ποιοτικές υπηρεσίες για τον καθέναν από εμάς. Απλώς χρειάζεται υπομονή και την υποστήριξη όλων μας.