Διεθνή

Αδυναμία επίτευξης συμφωνίας για τη Συρία

Τουρκία, Ρωσία και Ιράν, παρά τις αδιάκοπες προσπάθειές τους να πείσουν ότι συγκροτούν ένα ενιαίο μέτωπο ως προς τον τρόπο επίλυσης της κρίσης στη Συρία, στη συνάντησή τους απλώς επιβεβαίωσαν την απόσταση απόψεων και τις σημαντικές διαφωνίες τους

Στην τελευταία τριμερή σύνοδο στην Άγκυρα οι φιλόδοξοι στόχοι της Τουρκίας, της Ρωσίας και του Ιράν για τερματισμό της πολεμικής διαμάχης στη Συρία γρήγορα έδωσαν τη θέση τους στην αδυναμία συμφωνίας σε ουσιαστικές δράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση στην εμπόλεμη ζώνη της χώρας. Αντίθετα, οι τρεις χώρες, παρά τις αδιάκοπες προσπάθειές τους να πείσουν ότι συγκροτούν ένα ενιαίο μέτωπο ως προς τον τρόπο επίλυσης της κρίσης στη Συρία, στη συνάντησή τους απλώς επιβεβαίωσαν την απόσταση απόψεων και τις σημαντικές διαφωνίες τους. Εξαίρεση στις διαφορετικές προσεγγίσεις επίλυσης της κρίσης αποτέλεσε η συμφωνία για τη δημιουργία μιας συνταγματικής επιτροπής, η οποία θα επιφορτιστεί με τη σύνταξη του Συντάγματος της Συρίας, το οποίο θα ισχύσει με το πέρας του πολέμου. Κυρίαρχο ζήτημα αναδείχθηκε η έκρυθμη κατάσταση στην Ιντλίμπ, η οποία αποτελεί και το σημείο αναφοράς του προέδρου της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, για την προώθηση της περιφερειακής του ατζέντας.

Ακόμα μία νίκη

για τον Πούτιν

Η συμφωνία για τη δημιουργία συνταγματικής επιτροπής, παρά το γεγονός ότι εθεωρείτο ένα από τα κρίσιμα ζητήματα της συνόδου, τελικά δεν έτυχε της αναμενόμενης προσοχής. Η μη ανάδειξή της όμως σε κορυφαίο ζήτημα για πολλούς αναλυτές αποτελεί σημάδι ότι η Ρωσία, το Ιράν και ενδεχομένως η Τουρκία συμφωνούν σε κάποιο βαθμό ως προς τον τρόπο οικοδόμησης της Συρίας μετά τον 8ετή πόλεμο. Αναμφίβολα κερδισμένος από αυτήν την εξέλιξη είναι ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και κατ’ επέκτασιν ο Σύρος Πρόεδρος, Μπασάρ αλ Άσαντ. Η εν λόγω επιτροπή γράφοντας το σύνταγμα θα «εκδημοκρατίσει» μεν τη Συρία αλλά παράλληλα θα προσφέρει διεθνή αναγνώριση στο καθεστώς Άσαντ. Σε επιχειρησιακό επίπεδο όμως η εξέλιξη της συνταγματικής επιτροπής δεν αλλάζει τίποτα παρά μόνο επιβεβαιώνει την κυρίαρχη θέση της Ρωσίας στην περιφέρεια, με το Ιράν να παραμένει ο παρίας και την Τουρκία να βρίσκεται «κολλημένη» ανάμεσα σε Μέση Ανατολή, Ευρώπη, ΗΠΑ και Ρωσία. Η δημιουργία της συνταγματικής επιτροπής πάντως φαίνεται ότι βρίσκει σύμφωνη μερίδα της αντιπολίτευσης, η οποία διαβλέπει να ανοίγεται ένα παράθυρο για πολιτική επίλυση της κρίσης, ενώ θεωρείται το πρώτο βήμα για την εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των Σύριων. Η διασφάλιση όμως των δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι δεν θεωρείται δεδομένη, αφού δεν αναμένεται να δοθούν πλήρως στους πολίτες και ειδικά στην αντιπολίτευση, θέτει τις βάσεις για ένταξη στον διάλογο των εννοιών της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Κυριότερο σημείο

διαφωνίας το Ιντλίμπ

Οι θέσεις της Τουρκίας και της Ρωσίας πάνω στο ζήτημα της Ιντλίμπ, παρά την κοινή τους συμφωνία στο Σότσι, αποτέλεσαν ένα από τα κυριότερα σημεία διαφωνίας κατά τη σύνοδο της Άγκυρας. Από τη μια ο Ερντογάν επιδιώκει να θέσει τέρμα στην επιθετική προσέγγιση της συριακής Κυβέρνησης στην Ιντλίμπ, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος μεγάλος θύλακας των αντικαθεστωτικών, ώστε να αποτρέψει ένα νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία. Από την άλλη οι υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις του Άσαντ επιδιώκουν την ανακατάληψη της περιοχής με κάθε κόστος, αδιαφορώντας για τις ανησυχίες της Τουρκίας. Η θέση της Τουρκίας όμως στη συγκεκριμένη περιοχή θεωρείται επισφαλής, αφού δύσκολα μπορεί να διατηρήσει τη στρατιωτική της παρουσία χωρίς να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τη Ρωσία. Προβλέπεται μάλιστα η αποχώρηση των στρατιωτών της από τα 12 σημεία ελέγχου που έχει εγκαταστήσει μετά τη συμφωνία με τη Ρωσία, αφού δεν μπορεί να ελέγξει τους αντάρτες που βρίσκονται στην περιοχή. Αν και το επιχείρημα της Άγκυρας είναι ότι οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ με αεροπορικές επιθέσεις βάλλουν κατά των άμαχων πληθυσμών της περιοχής, βασική της ανησυχία είναι η αποδυνάμωση της θέσης της στο συριακό ζήτημα στην περίπτωση της πλήρους κυριαρχίας του Άσαντ στην περιοχή. Παράλληλα, βάσει κανενός ρεαλιστικού σεναρίου δεν μπορεί να ισχύσει κατάπαυση πυρός στην Ιντλίμπ. Έτσι εν τη απουσία κοινής συνισταμένης για τη διαχείριση της εντεινόμενης κρίσης στην περιοχή, η Ρωσία και η Τουρκία μετά τη συνάντηση στην Άγκυρα φαίνεται να συμβιβάστηκαν στην υπάρχουσα συμφωνία που είχαν υπογράψει τον περασμένο Σεπτέμβριο. Στη βάση αυτή της συμφωνίας, επαναδιατυπώθηκαν οι διαβεβαιώσεις ότι η δυνάμεις του Άσαντ θα συνεχίσουν να στοχεύουν τις «τρομοκρατικές» οργανώσεις στο Ιντλίμπ αλλά δεν θα αποτελέσουν ξανά στόχο τα σημεία ελέγχου της Άγκυρας. Οι διαβεβαιώσεις αυτές, όπως έχει διαφανεί και στο παρελθόν, είναι εύκολες στα λόγια αλλά δύσκολες στην πράξη, με συνέπεια να εγκλωβίζουν τα δύο εμπλεκόμενα μέρη σε απλή διαχείριση της έντασης και όχι επίλυση της κρίσης.

Δεν βρήκε στόχο

η πρόταση Ερντογάν

Η προσπάθεια του Ερντογάν να συνδέσει το ζήτημα της Ιντλίμπ με τη δημιουργία «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία έπεσε στο κενό, καθώς ούτε ο Πούτιν αλλά ούτε και ο Πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ροχανί, σχολίασαν το φιλόδοξο σχέδιο του Τούρκου Προέδρου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου μετά τη σύνοδο. Ο Ερντογάν δεν έχασε ευκαιρία πάντως να αναπτύξει τις ιδέες του, ξεκαθαρίζοντας ότι 2 εκατομμύρια πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία ή την Ευρώπη θα μπορέσουν να επανεγκατασταθούν στη Συρία, αν οριστικοποιηθεί η «ζώνη ασφαλείας». Πρόσθεσε ωστόσο ότι ο αριθμός τους θα μπορέσει να ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια, αν η ζώνη ασφαλείας επεκταθεί ως την Ντέιρ αλ Ζορ και τη Ράκα, πιο νότια στη Συρία. Την ίδια στιγμή ο ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες δεν συμμετέχουν στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Αστανά αλλά ελέγχουν μεγάλο μέρος της ανατολικής Συρίας με τη βοήθεια που παρέχουν στους Κούρδους, αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα που περιπλέκει την κατάσταση στη Συρία. Η Ρωσία με ξεκάθαρο τρόπο θέλει να απομακρύνει την αμερικανική παρουσία από το συριακό έδαφος, ενώ επιδιώκει παράλληλα να «χαλαρώσει» τους δεσμούς της Τουρκίας με τη Δύση. Αυτή η κατάσταση αναγκάζει την Τουρκία να δέχεται πιέσεις τόσο από τη Ρωσία όσο και από τις ΗΠΑ, υπομένοντας ένα δύσκολο παιχνίδι διατήρησης της ισορροπίας, ώστε να διαφυλάξει τα ζωτικά της συμφέροντα στην περιοχή. Πάντως ο Τούρκος Πρόεδρος δεν δίστασε να απειλήσει την Ουάσιγκτον ότι αν η ζώνη ασφαλείας δεν δημιουργηθεί μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, η Άγκυρα θα θέσει σε εφαρμογή «τα δικά της επιχειρησιακά σχέδια».

Το «ανατολίτικο

παζάρι» του Πούτιν

Λίγα 24ωρα μετά την επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Αράμκο, ο Ρώσος Πρόεδρος έτεινε «χείρα βοηθείας» στη Σαουδική Αραβία, προτείνοντάς της να αγοράσει ρωσικά οπλικά συστήματα αεράμυνας «για να προστατεύσει τον λαό και τα πετρέλαιά της». Η πρόταση του Πούτιν, η οποία έγινε στη διάρκεια της συνόδου στην Άγκυρα, προφανώς είχε αποδέκτη όχι την ίδια τη Σαουδική Αραβία αλλά τις ΗΠΑ. Η αναφορά αυτή, η οποία έγινε υπό μορφή αστείου, ουσιαστικά εξέθετε την αποτυχία των ΗΠΑ να προστατεύσουν την περιοχή, την ανεπάρκεια των πολιτικών του Τραμπ στην περιφέρεια αλλά και την απώλεια της αξιοπιστίας της Ουάσιγκτον ως «ανίκητης» συμμάχου. Ο Ρώσος Πρόεδρος συμβούλευσε τη Σαουδική Αραβία να κάνει σοφές επιλογές, όπως έκανε το Ιράν αγοράζοντας τους S-300 και η Τουρκία, η οποία εξοπλίστηκε πρόσφατα με τους πιο εξελιγμένους S-400. Ο Πούτιν αναφερόμενος ειδικά στους S-300 και S-400 όχι μόνο άφησε αιχμές για την αποτελεσματικότητα των αμερικανικών όπλων, αλλά χλεύασε την αδυναμία των ΗΠΑ να μπλοκάρουν την πώληση ρωσικών όπλων στους συμμάχους τους. Να σημειωθεί ότι η Σαουδική Αραβία είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές όπλων και άλλου στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ, ενώ ο Τραμπ έχει επανειλημμένα καυχηθεί για τις συμφωνίες που είχε κλείσει με το Ριάντ. Μάλιστα, είχε ασκήσει βέτο στην προσπάθεια του Κογκρέσου να εμποδίσει τις πωλήσεις όπλων ως απάντηση στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Αν και η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σταθερά κάτω από την ομπρέλα προστασίας των ΗΠΑ μετά από συμφωνία ασφαλείας για το πετρέλαιο που είχε συναφθεί, το προηγούμενο Σάββατο τα αμερικανικά αμυντικά συστήματα απέτυχαν να αποτρέψουν την επίθεση στην Abqaiq, η οποία αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη μονάδα επεξεργασίας πετρελαίου παγκοσμίως. Τα δισεκατομμύρια δολάρια που δαπάνησε η Σαουδική Αραβία για να αποκτήσει τα αμερικανικά Patriot και τα εξελιγμένα αντιπυραυλικά συστήματα THAAD, κυρίως με σκοπό να αποτρέψει επιθέσεις προερχόμενες από μεγάλο ύψος, αποδείχθηκαν ανεπαρκή απέναντι στα χαμηλού κόστους μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τους πυραύλους «Κρουζ», τα οποία έπληξαν την πετρελαϊκή βιομηχανία της. Την ανησυχία εντείνει μάλιστα το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τα αμερικανικά συστήματα απέτυχαν, αφού ρουκέτες που εκτοξεύθηκαν από την Υεμένη πολλές φορές βρήκαν στόχους μέσα στη Σαουδική Αραβία τα προηγούμενα χρόνια.