Αναλύσεις

Η τουρκική στρατηγική του πειθαναγκασμού

Το «πεδίο της μάχης» είναι ακριβώς όσα η Τουρκία παρανόμως διεκδικεί, στο πλαίσιο του δόγματος της «γαλάζιας πατρίδας» και εντός των «συνόρων της καρδιάς μας», όπως τα προσδιόρισε ο Τούρκος Πρόεδρος με παραλυτική σαφήνεια

Έστω απισχνασμένη, δεν υπάρχει μια εκδήλωση εχεφροσύνης στα πολιτικά μυαλά μας;

Είναι δυνατόν, μετά την παροξυσμική έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας σε όλα τα πεδία, με το δόγμα και τους χάρτες της «γαλάζιας πατρίδας» να μετατρέπονται στη μεγαλύτερη εκδοτική ατραξιόν του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού και… φόντο για τις περιπαθείς πόζες του «Σουλτάνου», και τις… άοκνες παρεμβάσεις της Άγκυρας στις διαβουλεύσεις για τη διαμόρφωση των όρων αναφοράς, που απειλούν με κατάρρευση τη διαδικασία, να αναμένουν σοβαροί πολιτικοί ηγέτες στη Λευκωσία τη διασαφήνιση των τουρκικών προθέσεων;

Είναι δυνατόν, η ίδια η ε/κ πλευρά να αυτο-εγκλωβίζεται στο αφελές διάζευγμα «συνομιλίες τώρα ή παγίωση του στάτους κβο», τη στιγμή που η Άγκυρα διαμορφώνει, διά της χρήσης και απειλής χρήσης στρατιωτικής ισχύος, το υπόβαθρο των νέων τετελεσμένων, με το οποίο επιχειρεί να οροθετήσει το πλαίσιο της περιλάλητης σωτήριας «νέας διαπραγμάτευσης» για λύση του Κυπριακού;

Είναι δυνατόν να «πιστεύει» κανείς ότι, όσο δεν συνομιλούμε, η Τουρκία θα προχωρεί στη δημιουργία νέων τετελεσμένων και γι’ αυτό θα πρέπει, εκόντες άκοντες, να προσέλθουμε στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, έστω με επιβαρυμένο το, διά των απαράδεκτων τουρκικών αξιώσεων, πεδίο των όρων αναφοράς, σ’ ένα εξαιρετικά ζοφώδες διαπραγματευτικό πλαίσιο, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η διπλωματική και η στρατιωτική πρακτική είναι οι δύο αλληλοσυμπληρούμενοι βραχίονες της τουρκικής στρατηγικής.

Ωμή σαφήνεια

Ο Ρ. Τ. Ερντογάν δεν θα μπορούσε να είναι πιο ωμά εύγλωττος: «Είναι καλές οι διπλωματικές διαβουλεύσεις, όμως πρέπει να είμαστε ισχυροί και στο πεδίο της μάχης. Γι’ αυτό θα είναι συνεχής και ισχυρή η στρατιωτική παρουσία μας τόσο στη Συρία, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο».

Το «πεδίο της μάχης» είναι ακριβώς όσα η Τουρκία παρανόμως διεκδικεί, στο πλαίσιο του δόγματος της «γαλάζιας πατρίδας» και εντός των «συνόρων της καρδιάς μας», όπως τα προσδιόρισε ο Τούρκος Πρόεδρος με παραλυτική σαφήνεια.

Η εκχέρσωση του εν λόγω πεδίου, βεβαίως, σύμφωνα με τις τουρκικές βλέψεις, προϋποθέτει την αδιαλείπτως συνεχιζόμενη παραβίαση του διεθνούς δικαίου σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά και την απόρριψη ουκ ευάριθμων διεθνών συνθηκών εκ μέρους της Τουρκίας, που η ίδια υπέγραψε από της ιδρύσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας και εντεύθεν.

Αυτή η δήλωση, που διατυπώνει το ουσιώδες και στοιχειωδώς κατανοήσιμο της στρατηγικής σκέψης, μέσα στην εμπράγματη στοίχισή της προς τα γεγονότα, αποτελεί την πιο εύγλωττη διακήρυξη των τουρκικών προθέσεων, που εμμένουν στην, διά της κλιμακούμενης προβολής στρατιωτικής ισχύος, άσκηση πειθαναγκαστικής πολιτικής εις βάρος του Ελληνισμού.

Οι σκοπεύσεις, οι στόχοι, τα εργαλεία και οι προθέσεις της τουρκικής στρατηγικής είναι πρόδηλα μέσα στην πολύμορφη εκδίπλωσή της, και μόνον εθελοτυφλούντες ή αυτοβούλως παροπλισμένοι διανοητικά και πνευματικά ενώπιον της τουρκικής ισχύος δεν μπορούν να τα δουν και να τα διαγνώσουν.

Η τουρκική ηγεσία, στο ανώτατο επίπεδο, πέρα από τις επιθετικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Καστελόριζο, υποθάλπει, διά συνεχών προκλητικών δηλώσεων, το κλίμα έντασης και αντιπαράθεσης, με στόχο να φέρει στα όριά της την… παροιμιώδη, αλλά στρατηγικά αμφιλεγόμενη, ελληνική «ψυχραιμία».

Ήδη, ο Ταγίπ Ερντογάν, μόλις πριν από τρεις μέρες, σε ομιλία του στην Άγκυρα, αποκάλυψε ότι σχεδιάζει και την αγορά τρίτου γεωτρύπανου, το οποίο θα αποστείλει στην Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου να μην εξαρτώνται οι τουρκικοί ενεργειακοί σχεδιασμοί από ξένες εταιρείες.

Εάν είναι τελεσφόρα, βεβαίως, η τουρκική τακτική, αυτό θα διαφανεί στο πεδίο της πράξης, εάν, δηλαδή, καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, με συγκεκριμένα πολιτικά ανταλλάγματα ή «παράπλευρα» οφέλη, το «μπαράζ» των κλιμακούμενων πιέσεων. Εξέλιξη που συναρτάται, προφανώς, με το… βάθος της ελληνικής υποχωρητικότητας, καθώς και τις έλλογα «πρωθύστερες» διασφαλίσεις στις οποίες έχουν προβεί Αθήνα και Λευκωσία, για την απρόσκοπτη συνέχιση του ενεργειακού τους σχεδιασμού, εντός ή εκτός πλαισίου των συναφθεισών Τριμερών.

Ως προς το τελευταίο, διαφαίνεται πως η πρόσφατη συμφωνία με τη Γαλλία για διεύρυνση της εμπλοκής της TOTAL σε όλα τεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ όπου δραστηριοποιείται η ENI, καθώς και στο επίμαχο τεμάχιο 7, έχει αποθαρρύνει την Άγκυρα, με τον Ρ. Τ. Ερντογάν να μην μπορεί να κρύψει τον εκνευρισμό του, επιτιθέμενος, για άλλη μια φορά προκλητικότατα, εναντίον του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν.

Μη ερμηνεύσιμη… αφέλεια

Το ερώτημα, λοιπόν, που εγείρεται για τις καθ’ ημάς προσεγγίσεις, είναι, κατά πόσον μπορεί, μια επεκτατικά αναθεωρητική δύναμη, με βλέψεις αναβιούντος ηγεμονικού μεγαλοϊδεατισμού, η οποία θέλει να καταστεί, συμφώνως προς το «Στρατηγικό βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου, «κεντρική δύναμη», ισοσθενής των μεγάλων διεθνών δυνάμεων της εποχής, και όχι απλώς μια αναβαθμισμένη, σε ισχύ, υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη, και η οποία θεωρεί τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου ως εκ των ων ουκ άνευ, απροϋπόθετη συνθήκη για να το πετύχει, να συγκατανεύσει σε μια διευθέτηση του Κυπριακού αλλά και των ελληνοτουρκικών θεμάτων απέχουσα από την εκπλήρωση του μείζονος αυτού στόχου.

Κατά δεύτερον, και συναφές προς το πρώτο, είναι πώς μπορεί, η ίδια δύναμη, που δρα και ενεργεί, εξακολουθητικά, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και της έννομης διεθνούς τάξης, μετερχόμενη, μάλιστα, την παραβατική και έκνομη αυτή συμπεριφορά ως μέσο και εργαλείο της στρατηγικής της, να συμπράξει σε μια «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού, συμφώνως προς το διεθνές δίκαιο, τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των ΗΕ, και το ευρωπαϊκό κεκτημένο», την οποία, επιπρόσθετα, να σεβαστεί, εγγυώμενη τα συμφωνηθέντα.

Η τουρκική τακτική του πειθαναγκασμού εκδηλώνεται προσφυώς και στην προκείμενη διαβούλευση για συμφωνία επί των όρων αναφοράς, προκειμένου να διανοιχθεί εκ νέου διαπραγματευτική προσπάθεια στο Κυπριακό.

Τακτική η οποία αποσκοπεί στη λείανση του διαπραγματευτικού εδάφους συμφώνως προς τις τουρκικές θέσεις, ώστε να διαμορφωθεί, εκ των προτέρων, ένα τουρκικών προδιαγραφών πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός του οποίου να είναι αδύνατη η οιαδήποτε διαφυγή...

Πώς είναι ερμηνεύσιμη, λοιπόν, αυτή η αφέλεια;