Αναλύσεις

Η οικονομική αβεβαιότητα επηρεάζει τον δανεισμό και τις επενδύσεις

Οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών σε σχέση με το ποσοστό ύφεσης το 2020 έχουν αναθεωρηθεί προς το καλύτερο, όμως αναγνωρίζεται η ύπαρξη μεγάλων και σοβαρών προκλήσεων, ενώ εφιαλτικό φαντάζει το σενάριο ο τουρισμός να μην μπορέσει να ανακάμψει το 2021

Είναι ξεκάθαρο ότι το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι επιχειρήσεις είναι δύσκολο, εφόσον ο βαθμός αβεβαιότητας τόσο στην Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό έχει αυξηθεί. Και δεν είναι μόνο το ζήτημα της πανδημίας, αλλά και αρκετά άλλα γεγονότα.

Οι διαφωνίες μεταξύ κρατών κορυφώνονται, με πολεμικές συγκρούσεις να βρίσκονται σε εξέλιξη σε πολλές περιοχές του κόσμου, προδιαγράφεται σκηνικό σύγκρουσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρώπης σε σχέση με το Brexit, ενώ είναι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αναμένεται το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Πολλοί αναλυτές περιμένουν τη σημαντική μείωση της αξίας του δολαρίου έναντι άλλων νομισμάτων, ειδικά με την αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Ενδεχομένως να μπούμε σε μια περίοδο «συναλλαγματικού πολέμου», με τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.

Σε περιόδους αβεβαιότητας οι επενδύσεις και η χορήγηση νέων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων μειώνονται, κάτι που καταδεικνύεται και από τα στατιστικά που ανακοινώνονται. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών σε σχέση με το ποσοστό ύφεσης το 2020 έχουν αναθεωρηθεί προς το καλύτερο, όμως αναγνωρίζεται η ύπαρξη μεγάλων και σοβαρών προκλήσεων, ενώ εφιαλτικό φαντάζει το σενάριο ο τουρισμός να μην μπορέσει να ανακάμψει το 2021.

Τα τραπεζικά ιδρύματα στην Κύπρο παρουσιάζουν αυξημένους δείκτες ρευστότητας, κάτι που δυνητικά αποτελεί κόστος γι’ αυτά, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις κεντρικές τράπεζες για τη διατήρησή τους. Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων.

Τα χαμηλά επιτόκια και η πορεία της αξίας των ομολόγων στις διεθνείς αγορές, απόρροια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, που εφαρμόζουν οι Κεντρικές Τράπεζες, πλήττουν τις αποδόσεις τόσο των ασφαλιστικών σχεδίων αλλά και των Ταμείων Προνοίας.

Είναι γνωστό ότι τα κυπριακά νοικοκυριά και oι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά δανεισμού, απόρροια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης κατά την περίοδο πριν από την κρίση και το μνημόνιο.

Πολλά τα παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Άλλωστε πριν μια δεκαετία βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων (ο τρόπος υπολογισμού άλλαξε άρδην τώρα).

Πλέον ο δανειολήπτης θα πρέπει να αποδείξει δυνατότητα αποπληρωμής και να συμπληρώσει με λεπτομέρεια το έντυπο που αφορά τα εισοδήματα και τα αναμενόμενα έξοδα της οικογένειας (όταν αναφερόμαστε σε φυσικά πρόσωπα) ή να προσκομίσει ολοκληρωμένο επιχειρηματικό πλάνο όταν αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις. Η παραχώρηση δανεισμού γίνεται μόνο εάν αποδειχτεί ότι η δόση του δανείου δεν αποτελεί σημαντικό μέρος του αναμενόμενου καθαρού εισοδήματος ή κέρδους.

Επιπλέον η αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής γίνεται με βάση το συνολικό πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη και όχι το συγκεκριμένο ακίνητο ή το συγκεκριμένο έργο.

Ένα σημαντικό στοιχείο στην εξίσωση είναι η δυνατότητα των επιχειρήσεων να αξιολογήσουν σωστά το επιχειρηματικό περιβάλλον και να πάρουν εκείνες τις αποφάσεις που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους, έχοντας υπόψη τις «μεγάλες αποτυχίες του παρελθόντος», με κύριο χαρακτηριστικό την επέκταση χωρίς η εταιρεία να έχει τις απαραίτητες υποδομές και πλάνο για ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων της.

Τα πιο πάνω κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των τραπεζικών ιδρυμάτων να χορηγήσουν νέα δάνεια ακόμη και σε έργα που, σύμφωνα με τις μελέτες, παρουσιάζονται βιώσιμα και κερδοφόρα. Για να υπάρξει δανειοδότηση, οι μέτοχοι / επενδυτές θα πρέπει να καταβάλουν συγκεκριμένο ποσοστό ως ίδια κεφάλαια, κάτι που είναι δύσκολο, εφόσον το πιο πιθανό να είναι δεσμευμένοι με άλλα δάνεια για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητές τους.

Ενδεχόμενη ύπαρξη επενδυτή θα έλυνε το πρόβλημα, αλλά τις πιο πολλές φορές οι αρχικοί μέτοχοι / ιδιοκτήτες δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να χάσουν τον έλεγχο της επένδυσης (από την άλλη ο οποιοσδήποτε επενδυτής θα θέλει να ελέγχει το πώς χρησιμοποιούνται τα χρήματα που έχει επενδύσει).

Το πρόγραμμα επιδότησης του επιτοκίου για στεγαστικά και άλλα δάνεια αναμένεται να αναθερμάνει σταδιακά το ενδιαφέρον για αγορά κατοικίας και ενδεχομένως για κάποιες επενδύσεις, όμως και πάλι η χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης θα βασίζεται στη δυνατότητα αποπληρωμής από τον δανειολήπτη. Σημειώνεται επιπλέον ότι τα χαμηλά καταθετικά επιτόκια οδηγούν αρκετούς συμπολίτες μας σε σκέψεις για αγορά κατοικίας ή για επενδύσεις σε ακίνητα.

Οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια επηρεάζουν σημαντικά τα κεφάλαια των τραπεζών και αποτελούν τη διαφορά μεταξύ του ποσού του δανείου και της αξίας της εμπράγματης, κατά το πλείστον, εξασφάλισης.

Είναι σημαντικό να περιοριστεί στον μεγαλύτερο βαθμό οποιαδήποτε αύξηση στα ΜΕΔ λόγω της κρίσης του ιού, κυρίως μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης από την Κυβέρνηση και του μέτρου αναστολής δόσεων δανείων. Ένα επιπλέον στοίχημα είναι η διασφάλιση των θέσεων εργασίας εφόσον αύξηση στην ανεργία σημαίνει αυτόματα μείωση του οικογενειακού εισοδήματος και δυσκολία στην αποπληρωμή των δόσεων των δανείων.

Την ίδια στιγμή, πολλά τραπεζικά ιδρύματα έχουν συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ακινήτων στους ισολογισμούς τους, «εκμεταλλευόμενα» τη νομοθετική ρύθμιση που υπήρξε για απαλλαγή από φόρους και τέλη των ανακτήσεων των υποθηκών από αυτά, ρύθμιση που αργότερα εφαρμόστηκε και στις πωλήσεις ακινήτων μεταξύ δύο μερών. Οπότε η πορεία του τομέα των ακινήτων θα επηρεάσει τους τραπεζικούς ισολογισμούς τόσο όσον αφορά την αξία των υποθηκών αλλά και την αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

Η διασφάλιση της χρηματοδότησης μιας επιχείρησης είναι απαραίτητο στοιχείο για την επιβίωσή της. Η στήριξη μέσω δανεισμού στις εποχές που υπάρχουν ελλείμματα λόγω κρίσης είναι θεμιτή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά η επιχείρηση πρέπει να αναδιοργανωθεί μέσα στο οικονομικό περιβάλλον που δραστηριοποιείται και να διασφαλίσει τη «ρευστοτική» της επιβίωση. Αυτό σημαίνει σωστή ετοιμασία προϋπολογισμού και διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, ενώ θα πρέπει να διασφαλίσει την ανάλογη ρευστότητα μέσα από το δίκτυο πωλήσεών της.

Η κρίση του ιού σίγουρα θα αφήσει απώλειες και η επιχειρηματική κοινότητα καλείται με τη στήριξη της Πολιτείας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος να τις περιορίσει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

Το ζητούμενο για κάθε οικονομία είναι πόσο προετοιμασμένη είναι στην περίπτωση ύφεσης και η ανθεκτικότητα που έχει σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων. Σε ένα διαφοροποιημένο πολιτικό και οικονομικό διεθνές περιβάλλον, όλες οι οικονομίες αναμένεται να επηρεαστούν από ενδεχόμενη ύφεση, αναλόγως του πόσο εξωγενής είναι. Αν σε αυτό προστεθούν και οι αρνητικές εξελίξεις που έφερε η πανδημία, οι προκλήσεις γίνονται ακόμη μεγαλύτερες.

Στις αρχές του έτους αναλυτές τόνιζαν ότι η καθοδική πορεία ήταν αναπόφευκτη, με το ζητούμενο να ήταν η έντασή της, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί αυτό που έγινε με τα περιοριστικά μέτρα λόγω του κορωνοϊού.