Αναλύσεις

Θεσμική συνέργεια για την πλήρη διαλεύκανση

Η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή προσδίδει στον ανηκέστως βεβαρημένο, από τις σπιλώσεις της διαφθοράς και των σκανδάλων, δημόσιο βίο μας τα χαρακτηριστικά μιας βαθύτατης κρίσης, που διαπερνά τους ίδιους τους θεσμούς και τη λειτουργία τους

Ο πατροπαράδοτος εθισμός στη μετακύλιση, στη συγκάλυψη, αλλά και στην πλειοδοσία περί των ευθυνών... Κάθε σκάνδαλο στην Κυπριακή Δημοκρατία – που και η ίδια υπήρξε ένα αενάως μη αποκαθαρμένο σκάνδαλο με τον τρόπο της – θέτει, σταθερά, σε ενέργεια τα ίδια ανακλαστικά και τους ίδιους μηχανισμούς: τη μετατόπιση από το ουσιώδες, τον άψογα τεχνουργημένο εκμηδενισμό του προφανούς, τη δημόσια φλυαρία περί… ανέμων και υδάτων για να μην πραχθεί εκείνο που επιβάλλεται και πρέπει.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται εξοργιστικά ίδια, για όσους, βεβαίως, έχουν ακόμα ενεργά αντισώματα στην αδιαφορία και στην παραίτηση: Όχι μόνον το ίδιο το σκάνδαλο των «χρυσών διαβατηρίων» – γνωστό εις άπαντες τους παροικούντες στην κυπριακή πολιτική Ιερουσαλήμ από τότε που τα διαβατήρια θεσμοθετήθηκαν ως το ελιξίριο για τη θνήσκουσα κυπριακή οικονομία – αλλά και οι διαδικασίες διερεύνησής του έχουν καταστεί αντικείμενο έντονης και ενίοτε ακραίας κομματικής αντιπαράθεσης.

Αντιμαχίες που, πέρα από την αλληλοεπίρριψη ευθυνών μεταξύ των παικτών του πολιτικού συστήματος, συμβάλλουν στην, σε δεύτερο στάδιο, επανενεργοποίηση των μηχανισμών συγκάλυψης, αποπροσανατολίζοντας από το ουσιώδες επίδικο της διαφθοράς, που είναι η καθολικοποίηση και το ανεκρίζωτο των ερείσεών της.

Είναι προφανές ότι η διαφθορά δεν έχει ιδεολογία, ούτε μία και μόνη κομματική πατρότητα. Αντιθέτως, οριζόντια και αποϊδεολογικοποιημένη, εκπορεύεται από ολόκληρο το φάσμα του πολιτικο-οικονομικού συστήματος, ως ένα εδραίο σύμπτωμά του. Εξ ου και οι επί μακρόν ευδόκιμοι μηχανισμοί συγκάλυψης της αμοιβαίας συνενοχής, που απέκρυπταν, περιτέχνως, την επονείδιστη πραγματικότητα του κυπριακού δημόσιου βίου.

Σύγκρουση θεσμών

Εσχάτως, δε – και ούτε γι’ αυτό είναι η πρώτη φορά – αποτέλεσε αφορμή για μια πρωτοφανή δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ δύο κορυφαίων ανεξάρτητων θεσμών, του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή, όσον αφορά το θέμα - εξαιρετικά «επίμαχο», όπως αποδεικνύεται - των αρμοδιοτήτων και της «πρωτοκαθεδρίας» για τη διερεύνηση.

Αντιπαράθεση που προσδίδει στον ανηκέστως βεβαρημένο, από τις σπιλώσεις της διαφθοράς και των σκανδάλων, δημόσιο βίο μας τα χαρακτηριστικά μιας βαθύτατης κρίσης που διαπερνά τους ίδιους τους θεσμούς και τη λειτουργία τους. Και το δυστύχημα είναι πως πρόκειται για τους θεσμούς τούς περισσότερο ενθυλακωμένους στο έρμα της έξωθεν καλής μαρτυρίας, ανεξάρτητους και απρόσβλητους από τις επιμολύνσεις του πολιτικο-οικονομικού μας σάρματος, που δείχνουν να κλυδωνίζονται κι αυτοί από τη σεισμογόνο αρρυθμία της πολυεπίπεδης κρίσης. Και δημιουργούν, ταυτόχρονα, την αίσθηση πως στο μεγάλο κάδρο της αξιοπιστίας και εγκύρωσης των θεσμών καταρρέουν και αποχρωματίζονται όλα.

Η σύγκρουση αυτή των θεσμών δίνει, δυστυχώς, την εντύπωση πως βρίσκεται σε πλήρη συστοίχιση με το καθεστώς της σήψης και της διαφθοράς, παρέχοντας τη δυνατότητα στους πολίτες να σχηματίσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτές, το εύρος, τις διαδρομές και τις προεκτάσεις της.

Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που καθιστάμεθα μάρτυρες μιας οξείας αντιπαράθεσης μεταξύ θεσμικών αξιωματούχων, που επιτείνει την ήδη βαθυνόμενη κρίση αξιοπιστίας των ίδιων των θεσμών. Ειδικότερα, σε επίπεδο ανεξάρτητων θεσμών, είχαμε, στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, τις συγκρούσεις μεταξύ του Γενικού Ελεγκτή με την Επίτροπο Διοίκησης και με την Επίτροπο Νομοθεσίας, με τον Γενικό Ελεγκτή να ζητά, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ελεγκτικό έλεγχο για θέματα που αφορούν τον θεσμό του Επιτρόπου Διοίκησης και παράλληλα για θέματα που αφορούν την Επίτροπο Νομοθεσίας, ενώ σύγκρουση παρατηρήθηκε, τουλάχιστον δις, μεταξύ του πρώην Γενικού Εισαγγελέα Πέτρου Κληρίδη και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Διερεύνηση χωρίς σκιές

Η σημερινή, ωστόσο, αντιπαράθεση μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Ελεγκτή φανερώνει την αδυναμία των εντεταλμένων θεσμών να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν, συντεταγμένα και συμπράττοντες, ένα μείζον θέμα δημόσιου συμφέροντος, με τεράστιες πολιτικές και, ενδεχομένως, ποινικές προεκτάσεις, δημιουργώντας την καχυποψία ακόμη και για έλλειψη πραγματικής βούλησης για τη διαλεύκανση του σκανδάλου των διαβατηρίων.

Τουναντίον, η αποφασιστικότητα των θεσμών να προχωρήσουν, αταλάντευτα, με όλα τα προβλεπόμενα μέσα και συνεργούσες τις δυνάμεις τους, στη διερεύνηση του σκανδάλου των «χρυσών διαβατηρίων», θα διασφάλιζε πλήρως και χωρίς οιεσδήποτε σκιές το αδιάβλητο της διερεύνησης, ενισχύοντας την ήδη διαταραχθείσα εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς. Επιπρόσθετα, θα επεδείκνυε, έστω κατ’ ελάχιστον, μια στοιχειώδη ευαισθησία εκ μέρους των θεσμών να εγκύψουν, με ειλικρινή διάθεση εξυγίανσης, στα κακώς κείμενα της δημόσιας ζωής, επανορθώνοντας την τρωθείσα και διεθνώς εικόνα της χώρας.

Το κύριο ζητούμενο δεν είναι η αρμοδιότητα της διερεύνησης και ποιος την κατέχει, ή αν μπορούν ή όχι να διενεργούνται παράλληλες έρευνες για το θέμα των πολιτογραφήσεων, αλλά η διερεύνηση/κάθαρση, αφού καταστεί ύψιστη προτεραιότητα, να φτάσει, αυτήν τη φορά, στο κόκκαλο, αποδίδοντας ευθύνες εκεί και όπου υπάρχουν.

Προφανώς, η σπουδή του Γενικού Εισαγγελέα - ο οποίος, προτού αναλάβει τη θέση του επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, ήταν υπουργός της κυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη - να σπεύσει και να τοποθετηθεί δημόσια περί της αρμοδιότητας του Γενικού Ελεγκτή, εγκαλώντας τον ότι λειτουργεί αποδομητικά προς το πρόσωπό του, δεν συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος θεσμικής συνέργειας, που αποτελεί όρον εκ των ουκ άνευ, προκειμένου η έρευνα να αποδώσει πραγματικά αποτελέσματα, τα οποία να παραμείνουν στο απυρόβλητο της όποιας αμφισβήτησης και των μικροπολιτικών αντιπαραθέσεων.

Οφείλουν, στο πλαίσιο αυτό, οι δύο θεσμοί, μετερχόμενοι την παρεχόμενη, συνταγματικώς, κοινή συνισταμένη, ν’ αφήσουν στην άκρη τις δημόσιες αντεγκλήσεις και να συνεργήσουν, συμπληρωματικά, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης διαλεύκανση του σκανδάλου χωρίς «κενά» και «αμφισβητήσεις».

Σ’ αυτήν την προοπτική, θα μπορούσε να λειτουργήσει γεφυρωτικά η πρόταση του νέου Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Χρήστου Κληρίδη, όπως η έρευνα που θα πραγματοποιηθεί από τον Γενικό Ελεγκτή (ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, "δικαιούται να ζητήσει τον οικονομικό έλεγχο του σχεδίου παροχής διαβατηρίων"), υποβληθεί, αν ζητηθεί κάτι τέτοιο, στην Ερευνητική Επιτροπή, ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο της διεξαγόμενης έρευνας.

Έρευνα Κομισιόν

Οι συνέπειες για την Κύπρο που βρέθηκε εκτεθειμένη διεθνώς είναι μεγάλες, με τον κίνδυνο μάλιστα να πληρώσει το κόστος ο Κύπριος φορολογούμενος.

Σύμφωνα με το Economy Today, η έρευνα για το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα εισέρχεται σε επιμέρους θέματα και ένα από αυτά αφορά τον ΦΠΑ.

Ειδικότερα, διερευνάται παραβίαση Ευρωπαϊκής Οδηγίας, η οποία αν στοιχειοθετηθεί ενώπιον δικαστηρίου, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με βαριές κυρώσεις.

Συγκεκριμένα, επίσημες πηγές της Κομισιόν ανέφεραν στο Economy Today ότι «η Επιτροπή εξετάζει προσεκτικά το ζήτημα». Ενώ είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να κινηθεί διαδικασία επί παραβάσει και για συγκεκριμένες πτυχές του ΚΕΠ που σχετίζονται με Ευρωπαϊκή Οδηγία για τον ΦΠΑ. «Σε κάθε περίπτωση, εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι μια χώρα της ΕΕ δεν εφαρμόζει σωστά την Οδηγία για τον ΦΠΑ, η Επιτροπή θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα, όπως μια διαδικασία επί παραβάσει που, ελλείψει διορθωτικών μέτρων από τα κράτη μέλη, μπορεί να οδηγήσει στο Δικαστήριο», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι πηγές της Κομισιόν.

Η όλη υπόθεση για επιβολή χαμηλού συντελεστή 5% ΦΠΑ αντί για 19%, στις αγορές σπιτιών από επενδυτές στο πλαίσιο του ΚΕΠ, έγινε γνωστή από την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή (24/9/2020).

Στην εν λόγω έκθεσή του ο Γενικός Ελεγκτής διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι οι πωλήσεις κατοικιών σε ξένους επενδυτές, στο πλαίσιο του ΚΕΠ, υπάγονταν σε χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ 5% (για τα πρώτα 200τ.μ) και όχι σε 19% που είναι ο κανονικός συντελεστής στην Κύπρο. Αυτό συνέβαινε, βάσει νόμου που αποβλέπει σε κοινωνικές διευκολύνσεις. Ωστόσο, γίνεται σαφές από ερμηνευτική εγκύκλιο (ΦΠΑ 167, 12.06.2012) και κυρίως από Ευρωπαϊκή Οδηγία (2006/112/ΕΚ - Άρθρο 98, παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 10), ότι για επενδυτικούς λόγους (όπως συμβαίνει με το ΚΕΠ) δεν πρέπει να εφαρμόζεται η επιβολή χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ σε αγοραπωλησίες σπιτιών.

Με απλά λόγια, η ερμηνευτική εγκύκλιος αλλά κυρίως η Ευρωπαϊκή Οδηγία αναφέρουν ότι αγοραπωλησίες κατοικιών για επενδυτικούς σκοπούς, όπως γίνονταν δηλαδή στο πλαίσιο του ΚΕΠ, δεν θα έπρεπε να φορολογούνται με 5% ΦΠΑ αλλά με 19%.

Σύμφωνα πάντα με τις πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Δικαστήριο το οποίο εξετάζει ενδεχόμενες παραβάσεις της προαναφερόμενης Ευρωπαϊκής Οδηγίας, «έχει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις».

Νομικοί, εξειδικευμένοι στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, που μίλησαν στο Economy Today, ανέφεραν ότι οι κυρώσεις αυτές μπορεί να είναι πρόστιμα για μη εφαρμογή Ευρωπαϊκής Οδηγίας, όπως επί παραδείγματι έγινε και με τη μη εφαρμογή Οδηγίας που αφορούσε τα σκύβαλα. Κατά πολύ χειρότερο όμως είναι το ενδεχόμενο να ζητηθούν αναδρομικά τα ποσά από τις φορολογικές «παραλείψεις» του 14%, της διαφοράς δηλαδή του 5% που καταβαλλόταν με το 19% που μάλλον έπρεπε να καταβληθεί.

Πρόκειται για ποσά δεκάδων ίσως και εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, αν αναλογιστεί κανείς το ύψος των εισπράξεων από τις αγοραπωλησίες κατοικιών. Εισπράξεις που, αντί να φορολογούνται με 19%, φορολογούνταν με 5%.

Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας

Η Ελεγκτική Υπηρεσία σύμφωνα με πληροφορίες του «Σίγμα» θα δώσει στη δημοσιότητα, εντός 15 ημερών, την έκθεσή της, η οποία, εκτός από τις 18 πολιτογραφήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της επένδυσης για το καζίνο, θα περιλαμβάνει και άλλες 70 πολιτογραφήσεις που αφορούν μετόχους και διευθυντές άλλων μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.

Εκ πρώτης όψεως, η Ελεγκτική Υπηρεσία συμπεραίνει ότι οι προαναφερθείσες πολιτογραφήσεις δόθηκαν εντελώς χαριστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Από την άλλη, είναι θέση της Κυβέρνησης ότι οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβούλιου έγιναν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων.

Το ερώτημα που θέτει η Ελεγκτική Υπηρεσία είναι γιατί δεν δόθηκαν διαβατήρια και σε άλλες περιπτώσεις μεγάλων επενδύσεων. Επιπρόσθετα, η Ελεγκτική Υπηρεσία θα καταγράφει στην έκθεσή της και την πόρτα που της έριξε το Υπουργείο Εσωτερικών σε ό,τι αφορά την προσκόμιση των φακέλων για τις 18 πολιτογραφήσεις, επικαλούμενο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τυχόν πρόσβαση στους φακέλους θα επέτρεπε στην Ελεγκτική Υπηρεσία να έχει πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις ενέργειες και τον ρόλο όλων των εμπλεκομένων, καθώς περιλαμβάνονται στους φακέλους όλα τα σχετικά έντυπα και αλληλογραφία.

Σε αστυνομικό επίπεδο, οι ανακριτές, στη βάση ενταλμάτων έρευνας, μετέβησαν την περασμένη εβδομάδα στις οικίες και στα γραφεία των Δημήτρη Συλλούρη και Χριστάκη Τζιοβάννη και παρέλαβαν υπολογιστές και σκληρούς δίσκους. Στάληκαν στο δικανικό εργαστήριο του Αρχηγείου Αστυνομίας για έλεγχο.