Είναι και φαίνεται τίμια «η γυναίκα του Καίσαρα»;

Η διάσταση θέσεων και απόψεων για τον έλεγχο της παραχώρησης των διαβατηρίων με το πρόγραμμα πολιτογράφησης είναι καθαρά αντιδικία ανάμεσα στον Γ. Ελεγκτή, που έχει δικαίωμα και υποχρέωση να διερευνήσει το θέμα, και στον Γ. Εισαγγελέα, που με γνωμάτευσή του δίνει εντολή να μην του δοθούν τα στοιχεία που χρειάζεται για την έρευνά του, επειδή έρευνα κάνει Επιτροπή που ο ίδιος διόρισε.

Έχω ισχυρή άποψη για το θέμα. Επειδή όμως δεν έχω νομική κατάρτιση, δεν θα την υποστηρίξω εδώ. Θα περιοριστώ να διατυπώσω την άποψη της κοινής λογικής, όπως αντιλαμβάνεται τα γεγονότα κάθε καλόπιστος παρατηρητής. Το δικαστήριο εξετάζει μόνο τα γεγονότα σε σχέση με το γράμμα του νόμου και τις διατάξεις του Συντάγματος. Εμείς, όμως, οι απλοί πολίτες μπορούμε ελεύθερα να κρίνουμε όσα συμβαίνουν και, κυρίως, να λαμβάνουμε υπόψη και όλα όσα συνήθως κρύβονται πίσω από τα γεγονότα. Μπορούμε, δηλαδή, να βλέπουμε τη γυναίκα του Καίσαρα και να μην αμφισβητούμε την τιμιότητά της, αλλά απαιτούμε και να φαίνεται ότι είναι τίμια.

Ο Γενικός Ελεγκτής ήταν για όλους η μεγαλύτερη έκπληξη της δεκαετίας. Είναι ένα λαμπερό διαμάντι μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους της διαφθοράς. Έχει την ικανότητα, την τεχνογνωσία, αλλά και το θάρρος και την τόλμη να φωτίζει τα σκοτεινά μονοπάτια της διαπλοκής και να μην αφήνει σε χλωρό κλαρί τα λαμόγια, που κλέβουν νομότυπα ή ανήθικα. Έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος όσων έχουν να κρύψουν κάτι, ή έχουν κάμει κάποιαν ατασθαλία ή παρανομία και φοβούνται ότι θα την ανακαλύψει και θα τους αποκαλύψει. Για τούτο συγχαίρουμε τον ΠτΔ, επειδή αυτήν τη μοναδική φορά, πράγματι, έχει διορίσει τον άριστο των αρίστων ή για να κάμουμε μια γραμματική παρωδία και να το διατυπώσουμε σαν αγγράμματοι, έχει διορίσει τον αριστότερον των αριστοτέρων. Και την έπαθε, όπως δείχνουν τα γεγονότα. Έτσι ο Γενικός Ελεγκτής έχει την έξωθεν και την πανταχόθεν «καλή μαρτυρίαν»

Ο Γ. Εισαγγελέας, όμως, που μπορεί να είναι ένας πολύ καλός γνώστης της νομικής επιστήμης, έχει συνδέσει το νέο του λειτούργημα με κάποιες διαπιστώσεις, που του αποδίδουν πανταχόθεν ερωτηματικά και γκρίζες ζώνες.

Ο ΠτΔ στερήθηκε δύο πολύ καλούς υπουργούς του, για να τους διορίσει τον έναν Γενικό Εισαγγελέα και τον άλλον Β. Γενικού Εισαγγελέα. Μπορεί η επιλογή του να έγινε με την πρόθεσή του να διορίζει τους άριστους των αρίστων. Όμως, όσο άριστος και να είναι κάποιος, η πολιτική δεοντολογία, η πολιτική πρακτική και η πολιτική ηθική λέει ότι ένας ΠτΔ δεν συνηθίζεται να διορίζει κομματικό ή πολιτικό εν ενεργεία στέλεχος στην ανεξάρτητη θέση του Γ. Εισαγγελέα. Δεν έχει το τεκμήριο, ότι θα ενεργεί και θα γνωματεύει, χωρίς εξαρτήσεις από τον διορίσαντα. Και, κυρίως, δεν θα έχει το τεκμήριο της αμεροληψίας, όταν ενέργειες και γνωματεύσεις του θα επηρεάζουν υποθέσεις, στις οποίες ο ίδιος ως υπουργός, αλλά και ο ίδιος ο ΠτΔ θα βρίσκεται ανάμεσα στους κρινόμενους για παρατυπίες ή παρανομίες.

Η πολιτική δεοντολογία και ευαισθησία δείχνουν ότι ούτε ο ΠτΔ έπρεπε να κάμει αυτούς τους διορισμούς, ούτε οι διορισθέντες να τους αποδεχτούν. Πολλές φορές η άρνηση αποδοχής ενός διορισμού είναι πολύ πιο τιμητική από την αποδοχή από τον διοριζόμενο. Τον εξυψώνουν και του αποδίδουν ηθικά εύσημα.

Αν το θέμα της διαφοράς Γ .Ελεγκτή και Γ. Εισαγγελέα παραπεμφθεί στο Ανώτατο, μπορεί οι δικαστές να αποφανθούν ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. Αυτοί θα κρίνουν μόνο τις πρόνοιες και το γράμμα του νόμου και του συντάγματος. Δεν έχουν δικαίωμα να κρίνουν ή να αποφανθούν με βάση τη δεοντολογία ή σκοπιμότητα των διορισμών ή την έλλειψη πολιτικής ευαισθησίας ή παραβίαση της πολιτικής δεοντολογίας.

Ποιος όμως μπορεί να πείσει κάθε καλοπροαίρετο πολίτη, ότι ο διορισμός δεν έγινε με σκοπιμότητα και ότι η γνωμάτευση για παραμερισμό του Γ. Ελεγκτή δεν είχε το στοιχείο της προσπάθειας συγκάλυψης ενεργειών του Υπουργικού Συμβουλίου, του οποίου ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Β. Γενικού Εισαγγελέα ήταν μέλη, όταν ελαμβάνοντο οι επίμαχες αποφάσεις;

Εδώ ισχύει απόλυτα ότι «μπορεί η γυναίκα του Καίσαρα να είναι τίμια, αλλά δεν φαίνεται ότι ήταν τίμια». Και η λαϊκή σοφία αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται τίμια.