Αναλύσεις

Ρήγμα στους κόλπους της Εκκλησίας της Κύπρου

Το Ουκρανικό ζήτημα διχάζει την ανώτατη ιεραρχία της Εκκλησίας, διαρρηγνύοντας την ήδη διασαλεύθεισα ενότητά της

Απόφαση η οποία αφήνει ανοικτό το… παράθυρο των διαφωνιών στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου αποτέλεσε η συνοδική απόφαση της περασμένης Τρίτης για το ουκρανικό ζήτημα, το οποίο, πέρα από τον Ορθόδοξο Κόσμο στην οικουμενικότητά του, φαίνεται να διχάζει και την κυπριακή Εκκλησία.

Καλά ενημερωμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι, μετά την τελευταία απόφαση, μπορεί να μην ευρισκόμεθα ενώπιον ενός πιθανού σχίσματος, οπωσδήποτε, όμως, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα βαθύ και παρατεταμένο ρήγμα στην ενότητα της ανώτατης εκκλησιαστικής ηγεσίας, του οποίου η σημασία και η ενδεχόμενη δραστικότητα δεν θα πρέπει να παραθεωρείται.

Ήδη, πέρα από την καταγραφείσα διχοστασία εντός της Ιεράς Συνόδου για το ζήτημα του ουκρανικού αυτοκεφάλου, σημαντικές αποκλίσεις εμφανίζονται και ως προς την ερμηνεία της δεσμευτικότητας της απόφασης, την οποία οι δύο «πλευρές» ερμηνεύουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο, γεγονός που προαλείφει και τις ενδεχόμενες κινήσεις τους στο προσεχές διάστημα.

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’, μιλώντας το βράδυ της Πέμπτης σε ενημερωτική εκπομπή του ΡΙΚ, απέρριψε ότι υφίσταται σχίσμα στους κόλπους της Εκκλησίας, αποδίδοντας την υφιστάμενη κρίση στον «ετσιθελισμό» κάποιων, που «θα σβήσει».

Ξεκαθάρισε, δε, ότι οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου είναι δεσμευτικές και δεν μπορεί ο καθένας να πράττει κατά το δοκούν, επισημαίνοντας ότι, πρακτικά, οι διαφωνούντες «δεν μπορούν να κάμουν τίποτα». «Δεν τους πέφτει λόγος. Το πολύ-πολύ, θα πουν, δεν λειτουργούμε μαζί σου (σ.σ τον ίδιο). Λειτουργούμε όλοι μαζί μερικές φορές τον χρόνο, όταν έχουμε πανηγυρικές εκδηλώσεις. Αν τους προσκαλέσω σε συλλείτουργο, δεν μπορούν να μην έρθουν. Όταν θα τους προσκαλέσω, μπορούν να μην παρευρεθούν μόνο αν ασθενούν», εξήγησε. «Εάν επιλέξουν να μην παρευρεθούν, τότε υπάρχουν τιμωρίες. Από επίπληξη, μέχρι και καθαίρεση. Δεν μπορεί ο καθένας να κάμνει ό,τι θέλει μες την Εκκλησία της Κύπρου», τόνισε.

Στο πλαίσιο αυτό, απέρριψε και τη θέση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υφίσταται «θέμα πίστεως», διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.

Ερωτηθείς, εξάλλου, για τους λόγους της διαφωνίας, ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι δεν θέλει να ξύνει παλιές πληγές. «Είναι άλλοι οι λόγοι…», είπε με νόημα.

Ασαφές λεκτικό

Κληθείς από την εφημερίδα μας ο θεολόγος Θεόδωρος Κυριακού να σχολιάσει τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Κύπρου, επισήμανε ότι, μετά και την τελευταία σύγκληση της Ιεράς Συνόδου, «υπάρχει μια απόφαση, το λεκτικό της οποίας, πρέπει να λεχθεί, δεν είναι αρκετά σαφές. Ωστόσο, με δεδομένη τη μη εναντίωση στη μνημόνευση του Επιφάνειου, αυτή η απόφαση παραπέμπει, ουσιαστικά, στην αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας».

Υπάρχει, συνέχισε, ένα αποτέλεσμα το οποίο η πλειοψηφία καλεί τους μειοψηφούντες να σεβαστούν, οι τελευταίοι, όμως, αντιτείνουν ότι δεν τους δεσμεύει η απόφαση, υποστηρίζοντας πως δεν επιθυμούν να συλλειτουργήσουν με επισκόπους της ουκρανικής Εκκλησίας.

Πρόσθεσε, δε, ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην Ιερά Σύνοδο ενδεχομένως να ήταν διαφορετικό, εάν αυτή ήταν μυστική, διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουμε αυτήν τη στιγμή ενώπιόν μας τα συγκεκριμένα δεδομένα.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο σχίσματος στους κόλπους της Εκκλησίας της Κύπρου ο κ. Κυριακού τόνισε ότι τα όργανα της Εκκλησίας συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά, σημείωσε, ωστόσο, ότι η ενότητα της Ιεραρχίας έχει υποστεί σοβαρό ρήγμα, που αναπόφευκτα θα επηρεάσει την περαιτέρω πορεία της, καθώς, οι συγκεκριμένες διαφωνίες «αρύονται από ένα μεγάλο σχίσμα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με την αγεφύρωτη διαμάχη ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Εκκλησία της Μόσχας για το ουκρανικό ζήτημα, το οποίο δεν προβλέπεται να υποχωρήσει σύντομα. Αντίθετα, αυτή η σύγκρουση, όπως διαφαίνεται, θα είναι μακράς διάρκειας και ενδέχεται να διχάσει ακόμη περισσότερο τον ήδη διαρραγέντα ορθόδοξο κόσμο, καθώς, σ’ αυτήν, υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, όπως η πρωτοκαθεδρία, αλλά και πολύμορφες γεωπολιτικές και πολιτικές σκοπιμότητες». Εξέφρασε, δε, την εκτίμηση, ότι, στην παρούσα φάση, μοιάζει αδύνατη οιαδήποτε προσπάθεια διαμεσολάβησης ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Μόσχα, γεγονός που δεν προαλείφει πιθανή εξομάλυνση των σχέσεων στο εγγύς μέλλον».

Για τη στάση των «επτά» ιεραρχών επισήμανε ότι διακηρυγμένη θέση τους είναι πως δεν επιθυμούν να συλλειτουργούν με Ουκρανούς επισκόπους και «δεν μπορεί κανένας να τους υποχρεώσει να πράξουν κάτι τέτοιο», εξηγώντας ότι αυτό είναι και το ουσιαστικό νόημα της επιστολής του Μητροπολίτη Ταμασσού Ησαΐα και των αναφορών του σε «κατάλυση του συνοδικού πολιτεύματος», αλλά και της πιθανής άρνησής του να συμμετέχει σε συλλείτουργο στο οποίο ο Ουκρανίας Επιφάνειος θα μνημονεύεται.

Καταλήγοντας, ο κ. Κυριακού εξέφρασε την άποψη ότι, οι τελευταίες εξελίξεις στους κόλπους της κυπριακής Εκκλησίας, αποτελούν πρόκριμα και για τη διαδοχή για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, όταν και εφόσον αυτή επισυμβεί, διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, «οι παράμετροι που θα ισχύσουν σ’ αυτήν τη διαδικασία θα είναι εντελώς διαφορετικές και τίποτα δεν μπορεί να προεικάσει τα δεδομένα και τους όρους υπό τα οποία αυτή θα συντελεστεί». Μπορεί, τώρα, εξήγησε, να υπάρχει ένα χάσμα, όμως, στη διαδικασία εκλογής νέου Αρχιεπισκόπου, όταν αυτή γίνει, «ο λαός θα ψηφήσει τους τρεις επικρατέστερους, εκ των οποίων η Ιερά Σύνοδος θα εκλέξει τον έναν για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Όπως έδειξε, όμως, και η πρόσφατη εκλογή νέου Μητροπολίτη Κιτίου, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει εκλογή του δευτέρου υποψηφίου, εάν η διαφορά ψήφων από τον πρώτο είναι αρκετά μεγάλη. Δεν μπορεί να υπάρξει, πλέον, αυτή η αναντιστοιχία…», τόνισε.