Αναλύσεις

Άμεση και πλήρης διαλεύκανση του σκανδάλου των πολιτογραφήσεων

Δεν μπορεί, με οιονδήποτε τρόπο ή πρόσχημα, να "αδρανοποιηθεί" ο Γεν. Ελεγκτής στην επιτέλεση του έργου του

Η πάταξη της διαφθοράς, σε όλες τις μορφές, τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις της, αποτελεί αδήριτη εθνική ανάγκη, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προοπτική της ιστορικής επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτελεί όρον εκ των ων ουκ άνευ, για να έχει, εις το διηνεκές, νόημα και λόγο ύπαρξης το κυπριακό κράτος, ως πολιτική έκφραση της κοινωνίας. Δεν αποτελεί απλώς (που απαρασάλευτα, βεβαίως, αποτελεί) θέμα νομιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών, αλλά έναν αδιάλειπτο και επιβαλλόμενο αγώνα για την ίδια την ύπαρξη της πολιτικής κοινωνίας, για τη συνοχή της καθώς και τη νοηματοδότηση της σχέσης μεταξύ των μελών της. Η οποία, μόνον περιβεβλημένη τον κότινο της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου μπορεί να γίνει νοητή.

Η διαφθορά αποτελεί, ταυτόχρονα, μείζονα εχθρό για την ίδια τη δημοκρατία και το δημοκρατικό πολίτευμα και διασαλευτικό παράγοντα για την εφαρμογή και προάσπιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Απειλεί, με άλλα λόγια, εκ βάθρων τα θεμέλια της δημοκρατικής πολιτείας, και, ως εκ τούτου, η πάταξη ή η κατά το δυνατόν εκρίζωσή της αποτελεί απαράβατο όρο για την εδραίωση και ενίσχυση αυτής της τελευταίας.

Στο πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε να αποτελεί, για όλους, ύψιστη πολιτική και ηθική προτεραιότητα, η διαλεύκανση, χωρίς όρους, εκπτώσεις και προϋποθέσεις, όλων των φαινομένων και υποθέσεων διαφθοράς που μαστίζουν την κυπριακή πολιτεία, τα οποία έχουν οδηγήσει στον πλήρη ευτελισμό των θεσμών και των πολιτικών/πολιτειακών φορέων τους, αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα σε μια βαθιά και, ενδεχομένως, ανεπανόρθωτη, κρίση νομιμοποίησης.

Ωστόσο, παρατηρούμε ότι, ακόμα ένα μεγάλο σκάνδαλο – ένα από τα μεγαλύτερα στη σύντομη, πλην πολυκύμαντη, ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας –, αυτό των πολιτογραφήσεων ξένων υπηκόων, καταπίπτει στην αρένα της μικροπολιτικής και των κομματικών σκοπιμοτήτων, με τη διερεύνησή του να καθίσταται, αντί άμεση και επείγουσα μέριμνα σύνολης της Πολιτείας και των θεσμών της, σε αντικείμενο δημόσιας και εν πολλοίς παρελκυστικής αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης, κομμάτων, θεσμικών φορέων και ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους.

Είναι, όπως επισημάναμε ήδη, «ο πατροπαράδοτος εθισμός στη μετακύλιση, στη συγκάλυψη, αλλά και στην πλειοδοσία περί των ευθυνών... Κάθε σκάνδαλο στην Κυπριακή Δημοκρατία – που και η ίδια υπήρξε ένα αενάως μη αποκαθαρμένο σκάνδαλο με τον τρόπο της – θέτει, σταθερά, σε ενέργεια τα ίδια ανακλαστικά και τους ίδιους μηχανισμούς: τη μετατόπιση από το ουσιώδες, τον άψογα τεχνουργημένο εκμηδενισμό του προφανούς, τη δημόσια φλυαρία περί… ανέμων και υδάτων για να μην πραχθεί εκείνο που επιβάλλεται και πρέπει». Είναι παγκοίνως γνωστή, δε, η μοιραία ιστορία ποικιλώνυμων ερευνητικών επιτροπών που λειτούργησαν ως θεραπαινίδες καλά οργανωμένων μηχανισμών συγκάλυψης, έχοντας, στην πραγματικότητα, αποστολή τη συγκάλυψη των φαινομένων διαφθοράς, παρά την ανάδειξή τους.

Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, η αποφασιστικότητα των θεσμών να προχωρήσουν, αταλάντευτα, με όλα τα προβλεπόμενα μέσα και με συνεργείς τις δυνάμεις τους, στη διερεύνηση του σκανδάλου των «χρυσών διαβατηρίων», θα διασφάλιζε πλήρως και χωρίς οιεσδήποτε σκιές το αδιάβλητο της διερεύνησης, ενισχύοντας την ήδη διαταραχθείσα εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς.

Διαλεύκανση χωρίς προσκόμματα και παλινωδίες

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η άμεση και πλήρης διερεύνηση του σκανδάλου, συμφώνως προς τα συνταγματικώς προβλεπόμενα, χωρίς οιουδήποτε είδους προσκόμματα, παλινωδίες, ευλογοφανείς υπεκφυγές και νομικισμούς. Προ πάντων, χωρίς πολιτικούς αταβισμούς με νομικίστικο περιτύλιγμα, που στόχο έχουν να μετατοπίσουν το ζήτημα από την πραγματική βάση του και τις προφανείς του διαστάσεις.

Προς τούτο, επιβάλλεται, ταυτόχρονα, να αφεθεί ο Γενικός Ελεγκτής να επιτελέσει ελεύθερα και απερίσπαστα το έργο του, συμφώνως προς τα εκ του Συντάγματος (που είναι ο υπέρτατος Νόμος του Κράτους) προβλεπόμενα και τους όρους εντολής του. Θα ήταν αδιανόητο, η δική του εντεταλμένη διερευνητική δικαιοδοσία να περισταλεί, να ακρωτηριαστεί ή να απισχνανθεί με οιοδήποτε πρόσχημα ή τρόπο.

Εν προκειμένω, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, το κύριο ζητούμενο δεν είναι η αρμοδιότητα της διερεύνησης και ποιος την κατέχει, ή αν μπορούν ή όχι να διενεργούνται παράλληλες έρευνες για το θέμα των πολιτογραφήσεων, αλλά, η διερεύνηση/κάθαρση, αφού καταστεί ύψιστη προτεραιότητα, να φτάσει, αυτήν τη φορά, στο κόκκαλο, αποδίδοντας ευθύνες εκεί και όπου υπάρχουν. Και αυτή, χωρίς τη δυνατότητα της ελεγκτικής υπηρεσίας να επιτελέσει, πλήρως και χωρίς περιορισμούς, την καθ’ ύλην αρμοδιότητά της, δεν θα είναι ποτέ πλήρης και δεοντολογικώς επικυρωμένη όσον αφορά τη δική της οπτική γωνία και το μέρος που την αφορά, δηλαδή τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης, όπως ασκείται από την εκτελεστική εξουσία.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, ένα μείζον, νομικής και δεοντολογικής σημασίας, ζήτημα που εγείρεται, είναι κατά πόσον μπορεί να αναμένεται, μια ερευνητική επιτροπή, που συστάθηκε βάσει νόμου για τη διαχείριση μιας έκτακτης κατάστασης, να έχει προτεραιότητα έναντι των αρμοδιοτήτων μιας ανεξάρτητης πολιτειακής Αρχής, όπως η Ελεγκτική Υπηρεσία, οι οποίες πηγάζουν απευθείας από το Σύνταγμα.

Συνεκτατικά, δε, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η διορισθείσα ερευνητική επιτροπή υποσκελίζει την Ελεγκτική Υπηρεσία στο έργο της και, παράλληλα, κατά πόσον μπορεί – και σε ποιο βαθμό – μια οιαδήποτε διαδικασία να «αδρανοποιήσει» τον Γενικό Ελεγκτή στην επιτέλεση των καθηκόντων του.

Ήδη, όπως επισημαίνει ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Κώστας Κληρίδης, στη «συγκεραστική εισήγησή» του, προκειμένου να αρθεί η υφιστάμενη διελκυστίνδα, «ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας και η Ελεγκτική Υπηρεσία της οποίας προΐσταται είχαν ήδη αρχίσει έρευνες στο πλαίσιο των δικών τους περιορισμένων αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στο Σύνταγμα και επιδιώκουν να τις συνεχίσουν». Προς τούτο, θα πρέπει να παραδοθεί στην Ελεγκτική Υπηρεσία όλο το προς διερεύνηση υλικό, ώστε η από πλευράς της διερεύνηση να είναι πλήρης και να περιλαμβάνει όλες τις επίμαχες υποθέσεις εν σχέσει προς τις κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις ξένων υπηκόων.

Εκβιασμός και… εκβιασμοί

Διεξάγεται, ταυτόχρονα, έντονη δημόσια αντιπαράθεση περί «εκβιαστικής τακτικής» κόμματος της αντιπολίτευσης (ΔΗΚΟ), το οποίο εμπλέκει το θέμα της ψήφισης των Προϋπολογισμών του Κράτους στη διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου των πολιτογραφήσεων.

Eν προκειμένω, ένα μέρος της αντιπολίτευσης θέτει κάποιες θεσμικές προϋποθέσεις για την ψήφιση των Προϋπολογισμών του Κράτους, καλώντας, στην πράξη, την Κυβέρνηση να εξεύρει τους απαραίτητους συνδιαλλακτικούς όρους, ως όφειλε, ώστε αυτή να καταστεί δυνατή. Οι ευθύνες είναι τεράστιες τόσο της εκτελεστικής, όσο και της νομοθετικής εξουσίας, για να εξευρεθούν εκείνοι οι ελάχιστοι κοινοί όροι συνέργειας και συνλειτουργίας, ώστε, αφενός, να διασφαλιστεί η συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας του κράτους, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί ότι τα θέματα που αφορούν τη χρηστή διοίκηση και την πάταξη της διαφθοράς δεν θα πάρουν τον δρόμο της συγκάλυψης.

Παράλληλα, ανεξαρτήτως τού εάν η διασύνδεση δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους ζητημάτων προς επίτευξη ενός συγκεκριμένου πολιτικού στόχου μπορεί να εκληφθεί, εκ πρώτης, και ως «εκβιασμός», η προσπάθεια παρακώλυσης, με νομιμοφανή ή άλλα μέσα, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας στην επιτέλεση του έργου της, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μια άλλη μορφή εκβιασμού από μέρους της εκτελεστικής εξουσίας επί μιας ανεξάρτητης πολιτειακής Αρχής. Αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να συνεπιφέρει άλλον έναν θεσμικό «κλονισμό», ο οποίος επιτείνει, αφενός, ακόμη περισσότερο την αδυναμία των εντεταλμένων θεσμικών δομών να συνεργήσουν για την πάταξη της διαφοράς, και, αφετέρου, την καχυποψία των πολιτών για τις πραγματικές προθέσεις που υποκρύπτονται.

Παρέμβαση Κληρίδη για λύση στην αντιπαράθεση για πολιτογραφήσεις

Εν τω μεταξύ, παρέμβαση στην αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης, ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους και πολιτικών κομμάτων, αναφορικά με το θέμα της διεξαγωγής ερευνών σε σχέση με τις κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις ξένων υπηκόων, διενήργησε ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Κώστας Κληρίδης, υποβάλλοντας προς εξέταση μία «συγκεραστική» εισήγηση, όπως την χαρακτήρισε.

Σε γραπτή δήλωσή του, ο κ. Κληρίδης σημειώνει, «επειδή δυστυχώς η αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης, ανεξάρτητων αξιωματούχων του κράτους και πολιτικών κομμάτων αναφορικά με το θέμα της διεξαγωγής ερευνών σε σχέση με τις κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις ξένων υπηκόων φαίνεται να οδηγείται στα άκρα, με ενδεχόμενες σοβαρές πολιτειακές και οικονομικές επιπτώσεις και άλλες απρόβλεπτες συνέπειες, υποβάλλω προς εξέταση μία συγκεραστική εισήγηση, αφού ληφθούν υπ’ όψιν τα ακόλουθα δεδομένα:

  1. Υπάρχει σε εξέλιξη η έρευνα από την Ερευνητική Επιτροπή που διόρισε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε επιφυλάξεις που προβάλλονται για νομικούς και / ή δεοντολογικούς λόγους.
  2. Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας και η Ελεγκτική Υπηρεσία της οποίας προΐσταται είχαν ήδη αρχίσει έρευνες στο πλαίσιο των δικών τους περιορισμένων αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στο Σύνταγμα και επιδιώκουν να τις συνεχίσουν.
  3. Η εκτελεστική εξουσία και η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, την οποία επικαλείται, δεν φαίνεται να αμφισβητούν την εξουσία και αρμοδιότητα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας να διερευνήσει αυτά τα θέματα από τη σκοπιά των δικών τους συνταγματικών αρμοδιοτήτων, πλην όμως εγείρουν ενστάσεις που στοχεύουν στην προστασία της αρξαμένης διαδικασίας από την Ερευνητική Επιτροπή και τυχόν ποινικών διαδικασιών που ενδεχόμενα να πρέπει να ακολουθήσουν.
  4. Παρ’ όλον ότι αρμόδιος κριτής επί θέματος σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσίας μεταξύ οργάνων και αρχών στη Δημοκρατία είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, πέραν του ότι δεν διαφαίνεται κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση, δεν είναι καθόλου καθαρό αν μια τέτοια διαδικασία προσφέρεται για επίλυση του συγκεκριμένου θέματος, χωρίς ευθεία αμφισβήτηση ή σύγκρουση εξουσίας ή αρμοδιότητας και με δεδομένη την ύπαρξη αυστηρά εφαρμοζόμενης προθεσμίας 30 ημερών από την πρώτη ημερομηνία έγερσης της διαφοράς».

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, συνεχίζει ο τέως Γεν. Εισαγγελέας, υποβάλλει προς εξέταση τις ακόλουθες εισηγήσεις, οι οποίες κατά την άποψή του «παρέχουν λύση στο εγερθέν θέμα και διασκεδάζουν ενστάσεις, καχυποψίες και επιφυλάξεις των εμπλεκομένων πλευρών:

  1. Να ετοιμασθούν και να δοθούν προς την Ελεγκτική Υπηρεσία προς έρευνα στο πλαίσιο των δικών της συνταγματικών αρμοδιοτήτων, αντίγραφα όσων φακέλων κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεων ήθελε ζητήσει, σε συνεννόηση και σε συνεργασία με την Ερευνητική Επιτροπή, έτσι ώστε να μην παρακωλυθεί με οποιοδήποτε τρόπο το έργο της Επιτροπής.
  2. Η Ελεγκτική Υπηρεσία να αυτοδεσμευθεί δημόσια ότι δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε ενδιάμεση ή τελική έκθεσή της επί οποιωνδήποτε υποθέσεων ήθελε εξετάσει στην πορεία, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών της Ερευνητικής Επιτροπής και έκδοση της τελικής Έκθεσής της.
  3. Σε περίπτωση κατά την οποία η Ερευνητική Επιτροπή, ήθελε εκδώσει και δημοσιοποιήσει οποιανδήποτε ενδιάμεση έκθεση επί οποιασδήποτε υπόθεσης την εξέταση της οποίας θα έχει περατώσει, η Ελεγκτική Υπηρεσία θα δύναται να επιδώσει στην ελεγχόμενη Αρχή και να δημοσιοποιήσει και τη δική της έκθεση επί της ίδιας υπόθεσης, ή επί των ιδίων υποθέσεων.
  4. Οποιαδήποτε δημοσιοποίηση ενδιάμεσης ή τελικής έκθεσης, είτε από την Ερευνητική Επιτροπή είτε από την Ελεγκτική Υπηρεσία, θα πρέπει να γίνεται ασκώντας ιδιαίτερη προσοχή ώστε μόνος κριτής ενδεχόμενης στοιχειοθέτησης αδικημάτων να είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ώστε οποιαδήποτε στοιχεία δημοσιοποιούνται να μην παραβλάπτουν διαδικασίες που ενδεχόμενα να αρχίσουν ως αποτέλεσμα των ευρημάτων στις εκθέσεις, ή τα δικαιώματα εμπλεκομένων προσώπων».

Αμφίπλευρες αντιδράσεις

Ενώ ΔΗΚΟ και Οδυσσέας Μιχαηλίδης αποδέχτηκαν την πρόταση του Κώστα Κληρίδη, ασαφής παραμένει ακόμα η θέση της Κυβέρνησης, καθώς ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Κυρ. Κούσιος, σχολιάζοντας την παρέμβαση του τέως Γ. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, απέφυγε να τοποθετηθεί ευθέως, αρκούμενος να πει ότι διακρίνει θετικά στοιχεία σ’ αυτήν.

Από την πλευρά του, ο κυβερνών ΔΗΣΥ φαίνεται να την απορρίπτει, καθώς ο Πρόεδρος του κόμματος, Αβ. Νεοφύτου, σε δική του παρέμβαση, παρέπεμψε τον Γεν. Ελεγκτή στο Ανώτατο, ως το αρμόδιο όργανο για να ξεκαθαρίσει το θέμα.

Εξάλλου, από πλευράς του, ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, ανέφερε ότι δεν θα τοποθετηθεί αυτήν τη στιγμή επί του θέματος, επισημαίνοντας ότι, για το ευρύτερο θέμα της διαφοράς με τον Γενικό Ελεγκτή, όταν πάρει τις αποφάσεις του θα τις δημοσιοποιήσει.