Αναλύσεις

Δικαίωση «Σημερινής» από το Ανώτατο Δικαστήριο

Δεκτή η έφεση του «Δία» για την υπόθεση Δ. Γεωργιάδη - Μετά την επιτυχία της έφεσης η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και καθορίζεται ότι, τα πρωτόδικα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, και τα έξοδα της έφεσης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000 συν ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου

Με απόφασή του της 24ης Μαρτίου 2020 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την πολιτική έφεση του Εκδοτικού Οίκου Δίας εναντίον πρωτόδικης απόφασης για δυσφήμηση εναντίον του μουσικοσυνθέτη Δώρου Γεωργιάδη.

Η πρωτόδικη απόφαση αφορούσε 13 δημοσιεύματα της εφημερίδας «Σημερινή», δέκα από τα οποία ήταν πρωτοσέλιδα, κατά την περίοδο 2.8.2001 με 17.8.2001, που αφορούσαν διερευνώμενη από την Αστυνομία υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου και άλλου προσώπου, σε σχέση με καταγγελίες νεαρών κοριτσιών για αδικήματα κατά των ηθών.

Με την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των €170.000 ως αποζημιώσεις για δυσφήμηση πλέον έξοδα.

Μετά την επιτυχία της έφεσης η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και καθορίζεται ότι, τα πρωτόδικα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, και τα έξοδα της έφεσης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000 συν ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.

Για τον εφεσείοντα (Εκδοτικός Οίκος Δίας) παρουσιάστηκε στο δικαστήριο το δικηγορικό γραφείο Ανδρέα Αγγελίδη.

Τη σύνθεση του δικαστηρίου αποτελούσαν οι δικαστές Π. Παναγή, Γ. Ν. Γιασεμή και Τ.Θ. Οικονόμου.

Η απόφαση, την οποίαν έδωσε ο δικαστής Π. Παναγή, ήταν ομόφωνη.

Το Εφετείο, τεκμηριώνοντας την απόφασή του, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα περιέχουν γεγονότα και σχόλια, θεωρώντας ότι, έχοντας υπόψη και το πλαίσιο των δημοσιευμάτων, πρόκειται για αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με τις πράξεις και συμπεριφορά που αποδίδονταν στους καταγγελλόμενους με τις καταγγελίες. Σημειώνει, επιπρόσθετα, ότι το ουσιαστικό μέρος των γεγονότων για τα οποία έγινε το σχόλιο είναι αληθές, όχι ως προς την ενοχή του εφεσίβλητου, αλλά ως προς το ότι η Αστυνομία είχε στα χέρια της καταγγελίες και καταθέσεις από νεαρές κοπέλες στις οποίες περιέγραφαν άσεμνες επιθέσεις από τον εφεσίβλητο και άλλο πρόσωπο και ότι στο πλαίσιο της εν λόγω διερεύνησης, η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης του εφεσίβλητου, ο οποίος προφυλακίστηκε από 7.8.2001 έως 11.8.2001 και από 11.8.2001 έως 17.8.2001.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Αναφερόμενος στο ιστορικό της υπόθεσης, ο δικαστής του Ανωτάτου επισημαίνει: Ο εφεσίβλητος, ο οποίος περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ως μουσικοσυνθέτης, γνωστός στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, συνελήφθη από την Αστυνομία την 6.8.2001, προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου και προφυλακίστηκε από 7.8.2001 έως 11.8.2001 και από 11.8.2001 έως 17.8.2001. Ακολούθως, προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο τον καταδίκασε σε πέντε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης. Εν τέλει η καταδίκη του παραμερίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους που αφορούσαν στη μόλυνση της μαρτυρίας εκ της δημοσιότητας που είχε δοθεί στο θέμα (Βλ. Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.).

«Θεωρώντας ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα, κατά τη φυσική και συνηθισμένη τους έννοια και ερμηνεία, αποτελούσαν δυσφήμηση για τον ίδιο και ότι παραβίαζαν τα συνταγματικά του δικαιώματα, ο εφεσίβλητος ενήγαγε τους εφεσείοντες, διεκδικώντας αποζημιώσεις. Αξίωσε, επίσης, την έκδοση διατάγματος όπως οι εφεσείοντες αφαιρέσουν τα δημοσιεύματα από το διαδίκτυο όπου, ισχυρίστηκε, εξακολουθούσαν να ευρίσκονται αναρτημένα, κατά την ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης, αξίωση η οποία δεν φαίνεται να προωθήθηκε μέχρι τέλους. Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των €170.000 ως αποζημιώσεις για δυσφήμηση πλέον έξοδα».

Δηλώσεις, γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις

Ακολούθως, η απόφαση αναφέρει:

«Η διάκριση μεταξύ δηλώσεων, γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη. Έχει χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική και πιο δύσκολη διάκριση στο δίκαιο της δυσφήμησης[1]. Το έργο του Εφετείου στην προκειμένη περίπτωση καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο από τον τρόπο δικογράφησης της αξίωσης του εφεσίβλητου και ειδικότερα τον μη καθορισμό των συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων στα δημοσιεύματα που κατά τον εφεσίβλητο ήταν δυσφημιστικά. Μπορεί, όμως, να λεχθεί ότι τα επίδικα δημοσιεύματα περιέχουν γεγονότα και σχόλια. Ειδικότερα για τις λέξεις και φράσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε, έχοντας υπόψη και το πλαίσιο των δημοσιευμάτων, ότι πρόκειται για αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με τις πράξεις και συμπεριφορά που αποδίδονταν στους καταγγελλόμενους με τις καταγγελίες. Σημειώνουμε επίσης ότι το ουσιαστικό μέρος των γεγονότων για τα οποία έγινε το σχόλιο είναι αληθές, όχι ως προς την ενοχή του εφεσίβλητου αλλά ως προς το ότι η Αστυνομία είχε στα χέρια της καταγγελίες και καταθέσεις από νεαρές κοπέλες στις οποίες περιέγραφαν άσεμνες επιθέσεις από τον εφεσίβλητο και άλλο πρόσωπο και ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω διερεύνησης, η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα σύλληψης του εφεσίβλητου, ο οποίος προφυλακίστηκε από 7.8.2001 έως 11.8.2001 και από 11.8.2001 έως 17.8.2001. Περαιτέρω, ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, για την τεκμηρίωση ύπαρξης εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσίβλητου και του άλλου προσώπου με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Επίσης σημαντικά στοιχεία, που τεκμηρίωναν στον απαιτούμενο βαθμό την ύπαρξη εύλογης υποψίας σύνδεσης του εφεσίβλητου με τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων, ήταν η καταχώρηση κατηγορητηρίου εναντίον των δύο υπόπτων και η παραπομπή τους σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου».

Θέματα δημοσίου συμφέροντος

«Ως προς το ερώτημα κατά πόσον τα θέματα επί των οποίων έγινε σχόλιο ή κριτική ήταν δημόσιου ενδιαφέροντος, η απάντηση είναι καταφατική. Επί του προκειμένου, ισχύει και στα δεδομένα της παρούσας η θεώρηση του Εφετείου στη Γεωργιάδη (ανωτέρω), υπόθεση δυσφήμησης, η οποία αφορούσε δημοσιεύματα άλλης εφημερίδας για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν κατά τον επίδικο χρόνο σε σχέση με τον εφεσίβλητο. Την υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε: «Η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως επώνυμου μουσικού και καλλιτεχνικού παράγοντα και η φύση των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που είχαν σχέση με την επαγγελματική και καλλιτεχνική του δραστηριότητα είναι στοιχεία τα οποία ευλόγως εντάσσουν τα θέματα επί των οποίων έγινε σχόλιο ή κριτική στα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος». Προσθέτουμε την παρατήρηση του Λόρδου Phillips στην απόφαση ορόσημο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, Flood v Times Newspapers Ltd [2012] UKSC 11, ότι δεν υπάρχει γενική αρχή πως η δημοσίευση λεπτομερειών, οι οποίες φαίνονται να υποστηρίζουν καταγγελία για εγκληματική συμπεριφορά η οποία διερευνάται από την Αστυνομία, δεν είναι προς το δημόσιο ενδιαφέρον (βλ. ιδιαίτερα τις παρ. 55-70 της απόφασης). Στην ίδια υπόθεση επισημάνθηκε από τον Λόρδο Dyson η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ ισχυρισμών που προβάλλονται σε σχέση με πρόσωπα που επιτελούν δημόσιο καθήκον και συνηθισμένα πρόσωπα:

«In my view, it is necessary to distinguish between allegations made against ordinary individuals and allegations made against persons who perform public functions (especially where they are about the alleged performance of those functions). I would accept that the danger of trial by press without proper safeguards will often weigh heavily against the publication of the details of an accusation against an ordinary individual. But where the accusation is of crime or professional misconduct by a person in his performance of a public function, I do not think that the danger of trial by press without proper safeguards weighs heavily, still less conclusively, against publication».

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) αναγνωρίζει ότι στη δημοσιογραφική ελευθερία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα προσφυγής σε κάποιο βαθμό υπερβολής, ακόμα και σε πρόκληση[2]. Το ΕΔΑΔ δέχτηκε στην Falzon v Malta (2018) 67 E.H.R.R. 34, ότι παρόλο που οι επίδικες αναφορές ήταν σαρκαστικές, δεν υπερέβαιναν τον αποδεκτό βαθμό στυλιστικής υπερβολής που είχε χρησιμοποιήσει ο αιτητής για να εκφράσει την αξιολογική του κρίση[3].

Σημειώνουμε επίσης ότι σε υποθέσεις που αφορούν στην ελευθερία του Τύπου για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, η σύγχρονη τάση της νομολογίας του ΕΔΑΔ είναι υπέρ μιας ευρείας και φιλελεύθερης ερμηνείας αξιολογικών κρίσεων και σχολίων όταν αντικείμενό τους είναι δημόσια πρόσωπα, ιδιαίτερα πολιτικά πρόσωπα, περιορίζοντας το δικαίωμα στη φήμη προσώπου, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης (βλ. Dlugolecki v Poland, Αίτηση Αρ. 23806/03, 24 Φεβρουαρίου 2009). Το επίδικο δημοσίευμα πρέπει να εξετάζεται με φόντο τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν όταν αυτό δημοσιεύτηκε. Η προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας είναι παρόμοια (βλ. Πετρίδη ν Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά (2013) 1 ΑΑΔ 1464). Σε κάθε υπόθεση, τίθεται το ερώτημα της εξισορρόπησης των δύο δικαιωμάτων.

Κατά το άρθρο 7 του ψηφίσματος 1165 (1998) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, «δημόσια πρόσωπα» είναι τα πρόσωπα που κατέχουν δημόσια θέση ή/και χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα και καλύπτει γενικά όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια ζωή, είτε στον πολιτικό, επιστημονικό, θρησκευτικό, οικονομικό καλλιτεχνικό, κοινωνικό αθλητικό ή άλλο τομέα[4]. {Βλ. και την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Campbell v MGN Ltd [2004] 2 A.C. 457, στην οποία γνωστό μοντέλο θεωρήθηκε ως δημόσιο πρόσωπο και την παρατήρηση του Λόρδου Dyson στην Flood (ανωτέρω)}.

Ο εφεσίβλητος, πολύ γνωστός μουσικός και συνθέτης και διευθυντής του τηλεοπτικού προγράμματος «Αφετηρίες» του ΡΙΚ, ήταν δημόσιο πρόσωπο. Ως δημόσιο πρόσωπο ήταν εκτεθειμένος σε ευρύτερη κριτική και σχολιασμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρά ένας απλός πολίτης. Η συμπεριφορά δε που του καταλογιζόταν φέρεται να ελάμβανεν χώραν κατά την ενάσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς τους παράγοντες, προφανώς λόγω της θεώρησής του ότι «τα περισσότερα και σοβαρότερα» που καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο παρουσιάζονταν ως γεγονότα και όχι ως σχόλια».

Εντός των αποδεκτών ορίων της κριτικής

«Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρούμε ότι παρόλο που η γλώσσα των σχολίων και της κριτικής στα πρώτα δημοσιεύματα, πριν από τη σύνδεση του εφεσίβλητου με αυτά, ήταν οξεία και σκληρή, συνολικά θεωρούμενα τα δημοσιεύματα δεν υπερέβησαν τα αποδεκτά όρια της κριτικής.

Εναγόμενος, βέβαια, δεν μπορεί να στηριχθεί στην υπεράσπιση του εύλογου σχολίου εάν το σχόλιο δεν έγινε καλή τη πίστει. Το βάρος να αποδείξει κακοπιστία ευρίσκεται επί των ώμων του ενάγοντος. Τι συνιστά κακοπιστία ορίζεται επακριβώς στο άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148[5]. Η οξεία και σκληρή κριτική δημόσιου προσώπου δεν θεωρείται κακόβουλη παρά μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Στην υπόθεση Πετρίδη ν Εκδοτικού Οίκου Δίας Λτδ κ.ά (ανωτέρω) στην οποία ο ενάγων-εφεσείων θεωρήθηκε ως δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα, παρατηρήθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

«Η κριτική που ο εφεσίβλητος 4 άσκησε κατά του εφεσείοντα, ήταν, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, οξεία και σκληρή, η οποία όμως μπορεί να γίνει ανεκτή από ένα δημόσιο πρόσωπο με πολιτική δραστηριότητα – όπως ήταν ο εφεσείων – για ένα τέτοιο θέμα υψίστου δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα όρια της αποδεκτής κριτικής, σε περιπτώσεις όπως του εφεσείοντος είναι ευρύτερα από τις περιπτώσεις ιδιωτών, αφού οι πρώτοι αναπόφευκτα και ενσυνείδητα εκθέτουν τον εαυτό τους σε στενό έλεγχο, των λόγων και των πράξεών τους, από δημοσιογράφους και το ευρύτερο κοινό (βλ. Jerusalem v. Austria [2003] 3 E.H.R.R. 25). Ακόμη και αν ο σκοπός του εφεσίβλητου 4 ήταν για να ψέξει την πολιτική ανηθικότητα του εφεσείοντος ή χρησιμοποίησε σκληρές εκφράσεις και επιθετική γλώσσα για τον εφεσείοντα, όπως παραπονείται ο εφεσείων, αυτό δεν καταδεικνύει κακοβουλία στην έννοια που αναφέρεται πιο πάνω και δεν εξουδετερώνει την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγοντας για το ζήτημα, σημειώνει ότι κυρίαρχο κίνητρο του εφεσίβλητου 4 ήταν να σχολιάσει επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος παραθέτοντας την ειλικρινή και γνήσια άποψή του. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε υπόψη μας που να καταδεικνύει ότι δεν ήταν έτσι και πως ο ίδιος δεν πίστευε ότι το σχόλιό του ήταν δικαιολογημένο».

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε με την Απάντησή του ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δημοσιεύτηκαν από τους εφεσείοντες κακόβουλα, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο ενώπιόν μας υλικό που να δείχνει ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν με κακοπιστία. Δημοσίευμα της εφημερίδας ημερομηνίας 5.8.2001, το οποίο κατατέθηκε κατά την επανεξέταση του εφεσίβλητου προς αμφισβήτηση εισήγησης που του έγινε αντεξεταζόμενος, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα έγιναν καλόπιστα, δεν εντάσσει την περίπτωση εντός του άρθρου 21(2) του Κεφ.148. Πρόκειται για δημοσίευμα που έγινε πριν από τη σύνδεση του εφεσίβλητου με τα επίδικα δημοσιεύματα, στο οποίο δεν αναφέρεται το όνομα του, ούτε αποτελεί μέρος των λεπτομερειών της δικογραφημένης θέσης του».

Ουσιωδώς αληθές το πραγματικό βάθρο των δημοσιευμάτων

«Για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι τα σχόλια ήταν κακόπιστα. Το πραγματικό βάθρο των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν ουσιωδώς αληθές. Η κριτική δε που ασκήθηκε σε αυτά, ενίοτε έντονη και σκληρή, ήταν καλόπιστη και επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

»Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν την έφεση σε επιτυχή κατάληξη, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων θεμάτων που εγείρονται με αυτή.

»Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα πρωτόδικα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, και τα έξοδα της έφεσης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000 συν ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου».

[1] G. Robertson and A. Nicol, Media Law, 5th edn (2008)

[2] “Journalistic freedom also covers possible recourse to a degree of exaggeration, or even provocation», (Falzon v Malta (2018) 67 E.H.R.R. 34).

[3] «…the impugned expressions, although sarcastic, remained within the acceptable degree of stylistic exaggeration employed to express the applicant’s value judgment».

[4] «Public figures are persons holding public office and/or using public resources and, more broadly speaking, all those who play a role in public life, whether in politics, the economy, the arts, the social sphere, sport or in any other domain»

[5] «21.- [….]

(2) Η δηµοσίευση δυσφηµιστικού δηµοσιεύµατος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι—

(α) Tο δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή

(β) το δηµοσίευµα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δηµοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή

(γ) προβαίνοντας στη δηµοσίευση, ενήργησε µε σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφηµείται σε βαθµό σηµαντικά µεγαλύτερο ή κατά τρόπο σηµαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συµφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώµατος ή συµφέροντος σε σχέση µε το οποίο αξιώνει προνόµιο.»

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/ΣΓεωργίου