Αναλύσεις

Η Κύπρος του μέλλοντος

«Η χώρα μας μέσα από τις τωρινές συγκυρίες έχει την ευκαιρία να αναδιοργανωθεί και να δημιουργήσει μια πιο ευέλικτη οικονομία, σημαντικά διαφοροποιημένη»

Η περίοδος ενδεχομένως να μην ενδείκνυται για μεγάλες οικονομικές αναλύσεις, όμως όταν «βγαίνεις εκτός του κουτιού» σε διακοπές οι προβληματισμοί είναι πιο παραγωγικοί. Ομολογουμένως το φετινό καλοκαίρι είναι πολύ διαφορετικό, εφόσον από τη μια η εξάπλωση του ιού που έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, όχι μόνο στην Κύπρο, και από την άλλη η Τουρκία, με τις ενέργειές της στη Μεσόγειο, συνθέτουν ένα σκηνικό μεγάλων προκλήσεων.

Η οικονομία της Κύπρου διαχρονικά κατάφερε ν’ αντεπεξέλθει σε πολλές και σημαντικές κρίσεις, ειδικά μετά την εισβολή το 1974 αλλά και πιο πρόσφατα, με την κρίση του 2013 (φυσικά οι δύο περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικές). Το 2003 θεωρείται χρονιά σταθμός, εφόσον είχαμε την τελευταία ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση, με την οποία η Κύπρος έμπαινε στον χάρτη των επαγγελματικών υπηρεσιών, ενός τομέα που από τότε συνεισφέρει σταθερά στην κυπριακή οικονομία.

Το αρνητικό όμως στη συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν η εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα. Είναι ακόμη στη μνήμη μας οι εικόνες από τις εκριζώσεις των αμπελώνων και τις καταστροφές σταφυλιών. Το οξύμωρο είναι ότι σήμερα, με την ενίσχυση της οινοποιίας στην Κύπρο, έχουν αναπτυχθεί πολλές καλλιέργειες με αμπέλια διαφόρων ποικιλιών. Κάποιος εύλογα μπορεί να διερωτηθεί γιατί δεν ενισχύσαμε τον πρωτογενή τομέα και συνάμα να αναπτύσσαμε τον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών.

Υπάρχουν και απόψεις που λένε ότι ως χώρα ήμασταν τυχεροί εφόσον μας «έσωσαν» την πρώτη φορά οι Λιβάνιοι (όταν η χώρα αποτελούσε το «Παρίσι της Mεσογείου») με τις επενδύσεις τους, μετά οι Ρώσοι, μετά τα «διαβατήρια» κ.λπ. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι εφόσον το να εκμεταλλεύεσαι ευκαιρίες που παρουσιάζονται, όπως έλεγε και ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο, είναι τέχνη και δεξιότητα.

Όμως, είμαστε η κοινωνία της υπερβολής, αρεσκόμαστε σε πρακτικές εύκολου και γρήγορου κέρδους, μέσα από, πολλές φορές, κακές πρακτικές που στιγματίζουν τη χώρα μας. Αλόγιστη πιστωτική επέκταση, υπερβολική και χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό πολεοδομικός σχεδιασμός, τραπεζική επέκταση στα Βαλκάνια, αγορά κατοικιών με δανεισμό, ο οποίος ήταν δεδομένο ότι δε θα εξυπηρετείτο, και άλλες πολλές υπερβολές.

Από το «κάθε σπίτι και κάστρο» καταλήξαμε στο κάθε γειτονιά και περίπτερο και κάθε καντούνι και υποκατάστημα τράπεζας. Αυτά, φυσικά, δεν μηδενίζουν σε καμιά περίπτωση τον αγώνα που δίνουν οι επιχειρηματίες και πολλοί άλλοι σε όλες τις άκρες της Γης για προώθηση της Κύπρου.

Ως λαός καταφέραμε πολλά, με τα λάθη μας και τις αστοχίες μας, όμως το ζητούμενο είναι αν υπάρχει ένα πλάνο μακροπρόθεσμο. Ένα πλάνο που να δίνει ευκαιρίες στους νέους να ανελιχθούν, να αναπτύξουν τις ιδέες τους. Ας προβληματιστούμε ως προς το πόσο εύκολο είναι για κάποιον που «δεν έχει πλάτες» να δημιουργήσει και να αναπτύξει τη δική του επιχείρηση και κατά πόσον οι ικανότεροι είναι αυτοί που προάγονται και ανελίσσονται. Ας προβληματιστούμε αν οι γενιές που δημιουργούμε απλώς πάνε με το ρέμα ή έχουν τις δικές τους απόψεις, τα θέλω και τα όνειρά τους. Οτιδήποτε διαφορετικό πολλές φορές αποδοκιμάζεται. Οι νέοι δεν ασχολούνται ούτε με την πολιτική και, απ’ ό,τι φαίνεται ούτε με τα εθνικά ζητήματα, πράγμα επικίνδυνο. Όμως επαναλαμβάνω, όχι όλοι.

Πολλές είναι οι συζητήσεις που γίνονται σχετικά με την ανάγκη εκπόνησης ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για τη δημιουργία του νέου οικονομικού μοντέλου της κυπριακής οικονομίας. Αυτές μάλιστα έγιναν ακόμη εντονότερες μετά το 2013, όταν αρκετοί «μύθοι» της κυπριακής κοινωνίας κατέρρευσαν: ο απλός πολίτης, ο οποίος για δεκαετίες θεωρούσε την τράπεζα του ως τον στενό και προσωπικό οικονομικό του συνεργάτη, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η μια από τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας θα κατέρρεε.

Η συγκέντρωση της κυπριακής οικονομίας σε συγκεκριμένους τομείς αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό μιαν από τις αιτίες της οικονομικής κρίσης. Η ιδιαίτερα υψηλή μόχλευση των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων, κυρίως αυτών που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ακινήτων και του τουρισμού, οδήγησαν στο υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αδυναμία των δανειοληπτών να τηρήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

Όμως, αν κάποιος αναλύσει αυτήν τη στιγμή σε ποιους τομείς οφειλόταν το θετικό ποσοστό ανάπτυξης (πριν από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του ιού), θα διαπιστώσει ότι η ανάπτυξη έχει προέλθει από τους ίδιους, περίπου, παραδοσιακούς τομείς που τροφοδοτούσαν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας και πριν από δέκα χρόνια, με εξαίρεση τον τομέα της εκπαίδευσής (ίσως να εντοπίζεται μια διαφοροποίηση ως προς το μέγεθος συνεισφοράς ανά τομέα).

Η αναπροσαρμογή ενός οικονομικού μοντέλου μπορεί να ακούγεται εύηχα, όμως στην πράξη δεν είναι καθόλου εύκολο εγχείρημα. Κατ’ αρχάς είναι πρωταρχικής σημασίας να αποδεχτεί η κοινωνία την αναγκαιότητα αλλαγής του μοντέλου αυτού και ακολούθως οι κυβερνήσεις να παραμείνουν προσηλωμένες στον στρατηγικό χάρτη που θα καθοριστεί. Η αναδιάρθρωση μιας οικονομίας απαιτεί χρόνο πέραν της μιας πενταετίας. Δυστυχώς, σε περιόδους ανάπτυξης, κατά τις οποίες η αναπροσαρμογή θα ήταν πιο εύκολη, αυτά λησμονούνται και επανέρχονται σε περιόδους κρίσης και ύφεσης.

Υπάρχουν τομείς για τους οποίους γίνεται προσπάθεια ενίσχυσής τους, όπως αυτοί της έρευνας και της καινοτομίας, της οπτικοακουστικής, της εκπαίδευσης, της υγείας, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Στον τομέα της οπτικοακουστικής φαίνεται να έγινε μια εξαιρετική δουλειά, η οποία άρχισε να αποφέρει καρπούς.

Σε ό,τι αφορά τον πρωτογενή τομέα, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία, η προσπάθεια θα πρέπει να εστιαστεί στον εκσυγχρονισμό των μεθόδων παραγωγής, τη δημιουργία συνεργειών και στην ενίσχυση της παραγωγής προϊόντων εξαγωγικού χαρακτήρα. Υπάρχουν πρωτοβουλίες, κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, όμως απαιτείται συγκεκριμένο πλάνο και κοινή αντίληψη, στοιχεία που θα δημιουργήσουν το απαιτούμενο περιβάλλον συγκλίσεων.

Ο πρωτογενής τομέας παλαιότερα συνεισέφερε σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας αλλά σταδιακά βίωσε την παρακμή και την εγκατάλειψη, κυρίως λόγω της μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού σε άλλους τομείς, όπως οι υπηρεσίες, και της χαμηλής κερδοφορίας (ίσως και λόγω της αλλαγής στην κοινωνική δομή της χώρας).

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, η αναδιάρθρωση μιας οικονομίας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί προσήλωση και σχεδιασμό απ’ όλους τους φορείς, καθώς και από την κοινωνία την ίδια. Αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να χωριστεί σε δύο ενότητες. Η μια ενότητα θα πρέπει να αφορά τη διατήρηση και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των παραδοσιακών δομών της οικονομίας (και τη διόρθωση των στρεβλώσεων όπου αυτές εντοπίζονται). Η δεύτερη θα πρέπει να αφορά την προσεκτική επιλογή των νέων τομέων της οικονομίας που ως χώρα θα θέλουμε να αναπτύξουμε και την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου μακροχρόνιου σχεδιασμού για την ανάπτυξή τους, με τη προσήλωση όλων στην εφαρμογή του ανεξαρτήτως διακυβέρνησης.

H Κύπρος μέσα από τις τωρινές συγκυρίες έχει την ευκαιρία να αναδιοργανωθεί και να δημιουργήσει μια πιο ευέλικτη οικονομία, σημαντικά διαφοροποιημένη. Τα πέραν των δύο δισεκατομμυρίων κεφάλαια που έχει στη διάθεσή της η κυπριακή κυβέρνηση μέσα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια τής δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Το ζητούμενο είναι το πλάνο που θα εκπονηθεί να είναι βιώσιμο, πρακτικά εφαρμόσιμο και να είναι πλέγμα ιδεών, διότι το μυαλό των πολλών, αγνά πάντα σκεπτόμενων, είναι πολύ καλύτερο από αυτό του ενός.