Αναλύσεις

Από τον «οδυνηρό συμβιβασμό» στην ουτοπία του «έντιμου συμβιβασμού»

Η αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να οδηγήσει σε έναν συγκροτημένο σχεδιασμό «υψηλής στρατηγικής» ως αντιστάθμισμα στην τουρκική «στρατηγική της εκμηδένισης» και τη «στρατηγική της εξουθένωσης»

Αναντίλεκτα, η εξελικτική πορεία του κυπριακού προβλήματος έχει περάσει μέσα από διάφορες ατραπούς και σίγουρα έχει αποτελέσει αντικείμενο αποσπασματικής ανάγνωσης και λαϊκίστικης συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από τον τρόπο προσέγγισης. Αυτήν τη στιγμή, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε δύσκολα διλήμματα, τα οποία όμως δεν θα πρέπει ούτε πανικό να προκαλέσουν, αλλά κυρίως ούτε επιφανειακές και επικοινωνιακές προσεγγίσεις.

Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό να σημειωθεί πως, επειδή βρισκόμαστε χρονικά πολύ κοντά στις επόμενες εκλογές, η όλη συζήτηση και ο πολιτικός σχεδιασμός για αναχαίτιση των κινδύνων που ελλοχεύουν (όπως είναι η βάση και η μορφή της λύσης, η κυριαρχική οντότητα, το εδαφικό και το περιουσιακό, η άσκηση πίεσης προς την ε/κ πλευρά ανάγοντας το πρόβλημα σε δικοινοτικό και υποβαθμίζοντας τον ρόλο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η επανατοποθέτηση/αναβάθμιση της σχέσης Τουρκίας- Ε.Ε και η μερική αποενοχοποίησή της, σε συνάρτηση με την αναβάθμιση του «θεσμικού» ρόλου του ψευδοκράτους), θα πρέπει να μείνουν μακριά από τη σφαίρα των όποιων καιροσκοπικών και δημαγωγικών τοποθετήσεων.

Γεννιέται, λοιπόν, ένα εύλογο ερώτημα: Μετά την επιλογή ή την επιβολή του «οδυνηρού συμβιβασμού» και την ουτοπία του «έντιμου συμβιβασμού», πώς αναπροσαρμόζονται τα δεδομένα, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική για ουσιαστική και επιτυχή κατάληξη της νέας προσπάθειας;

Όπως διασαφηνίζει ο Θουκυδίδης, ο οποίος αποτελεί και αποτυπώνει τη διαχρονική προσέγγιση του ρεαλισμού, μπορεί ο αδύνατος να υποχωρεί μπροστά στη δύναμη του ισχυρού, αλλά δεν ακολουθεί μοιρολατρικά το «πεπρωμένο» του και προσπαθεί να δημιουργεί τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις ανασύνταξης, μέσα από τις εφικτές και χρήσιμες συμμαχίες. Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του, ενώ η κάθε κρατική οντότητα πρέπει από μόνη της να μεριμνήσει πρώτα απ’ όλα για την επιβίωσή της.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η δυνατότητα αναπροσαρμογής της γεωστρατηγικής πολιτικής, μέσα από την εδραίωση νέων συμμαχιών, με κοινά συμφέροντα, επιβεβαιώνει γι’ ακόμα μια φορά την άποψη αυτή. Η εκλογή Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες (προσέγγιση μακριά όμως από αιθεροβάμονες ψευδαισθήσεις), όπως επίσης και η εκλογή του φιλέλληνα Γερουσιαστή Μενέντεζ στην Προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, δημιουργούν ένα πιο πρόσφορο έδαφος διαχείρισης των θεμάτων που αφορούν τον Ελληνισμό, παρά το γεγονός πως θα πρέπει να συνυπολογίζονται πάντα και τα όποια άλλα συμφέροντα ενδεχομένως να παρεμβάλλονται ή και να επηρεάζουν.

Παράλληλα, θα πρέπει να προβληματίσει έντονα, με κατάθεση άμεσης διαφωνίας και αντίδρασης, ενεργοποιώντας την ίδια την Πρόεδρο της Ε.Ε., το περιεχόμενο της Έκθεσης Γκουτέρες για το Κυπριακό, σε συνάρτηση με την ανιστόρητη παραπομπή στην ανάγκη οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην επιβεβλημένη προϋπόθεση επαναφοράς του καθεστώτος που αφορά τουλάχιστον την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι απειλές σε σχέση με τον ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία σε ό,τι αφορά την απειλή για επιβεβαίωση του Χάντινγκτον, για τη σύγκρουση των πολιτισμών και την πιθανή θρησκευτική αναταραχή που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο (μέρος αυτής της θεωρίας του 1996, είδαμε να υλοποιείται από την έξαρση του ισλαμικού κράτους). Ο φόβος και η ανασφάλεια δημιουργούν την ανάγκη αντιμετώπισης των απειλών, δημιουργώντας ένα τεράστιο κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς, είτε μέσα από την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης ξεπερνώντας τα δεδομένα του αντιπάλου, είτε σταματώντας την ανάπτυξη του αντιπάλου, συνυπολογίζοντας πάντοτε τη σχέση κόστους/οφέλους και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη πως, η αρχή της ηθικής και της δικαιοσύνης, στην πρακτική εφαρμογή των διεθνών σχέσεων, υποτάσσονται στην αρχή της εξυπηρέτησης του συμφέροντος.

Ο Θουκυδίδης αναδεικνύει επίσης την αποφασιστικότητα ως βασική παράμετρο στις διεθνείς σχέσεις, στη βάση πως η υποχώρηση οδηγεί τον εχθρό στην προβολή άλλων και μεγαλύτερων απαιτήσεων, θεωρώντας πως η υπαναχώρηση αποτελεί ένδειξη ενδοτισμού από φόβο. Η εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος οδηγεί, δυστυχώς, στη συνεχή επιβεβαίωση αυτής της θεώρησης.

Αναντίλεκτα, με την αποθράσυνση και την προκλητικότητα της Τουρκίας να έχει ξεπεράσει τα υποφερτά όρια ανοχής και αντοχής, βιώνοντας μια νέα μορφή εισβολής στην Κυπριακή Α.Ο.Ζ. και με έναν ανάλογα στοχευμένο μεταναστευτικό εποικισμό, με συγκεκριμένους κινδύνους να σκιαγραφούνται όλο και πιο ξεκάθαρα στον ορίζοντα, οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στα προστάγματα των καιρών. Να αξιοποιήσουμε, με ομοψυχία και σύνεση, με στόχευση και στρατηγικό προσανατολισμό τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στην περιοχή μας, αξιολογώντας και αναδεικνύοντας ανάλογα, το νέο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον που δημιουργείται γύρω μας.

Σαφώς, η αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να οδηγήσει σε έναν συγκροτημένο σχεδιασμό «υψηλής στρατηγικής» ως αντιστάθμισμα στην τουρκική «στρατηγική της εκμηδένισης» και τη «στρατηγική της εξουθένωσης».

Η αρχή του συμφέροντος

Δυστυχώς, η αρχή της δικαιοσύνης, του δικαίου και της ηθικής, υποτάσσονται στην αρχή της εξυπηρέτησης του συμφέροντος. Διαχρονική και βασική αρχή των διεθνών σχέσεων. Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του.

Ο αμοιβαίος φόβος, όμως, μπορεί να είναι η μόνη ασφαλής βάση μιας συμμαχίας, αλλά ταυτόχρονα, και εξίσου σημαντική, είναι και η μεγιστοποίηση του συμφέροντος που αποτελεί βασικό κίνητρο της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών.

Αυτή η αρχή θα πρέπει να αξιοποιηθεί ακόμα πιο άμεσα σε συνάρτηση με την αποθρασυνόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμίσει περαιτέρω τη «δόση» ισχύος της, καθώς η υπερβολική δύναμη, η «μη σωστή/ ισορροπημένη δόση» ισχύος, μπορεί να συσπειρώσει τα άλλα κράτη εναντίον της. Η σύγκλιση συμφερόντων αποτελεί βασικό άξονα δημιουργίας συμμαχιών, σε μια συνάρτηση οικονομικής, διπλωματικής και στρατιωτικής δύναμης, στη βάση και στο πλαίσιο, βέβαια, των αρχών που διέπουν το διεθνές δίκαιο.

Σήμερα, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά, πολλές φορές και με λανθασμένη επιχειρηματολογία, στην έννοια του πολιτικού ρεαλισμού, σημειώνεται πως οι δύο πιο σημαντικές μορφές πολιτικού ρεαλισμού αφορούν τον παραδοσιακό ρεαλισμό και τον δομικό ή νεορεαλισμό. Και οι δύο μορφές ρεαλισμού αντλούν στοιχεία μέσα από τον βασικό θουκυδίδειο πυρήνα ανάλυσης, αν και διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς ο μεν εστιάζει στην εξέταση της ανθρώπινης φύσης και ο δε στην ανάλυση του διεθνούς συστήματος. Η πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τον θουκυδίδειο ρεαλισμό και η σύνθετη υφή του, στη βάση της ανάλυσης των αιτίων του πολέμου, της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών και του ρόλου της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις, δημιουργεί τις προϋποθέσεις και για τις δύο σχολές ρεαλισμού να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους.

Ανεξάρτητα όμως από την όποια θεώρηση, σημειώνεται πως, επειδή συνήθως αναφερόμαστε στις Θερμοπύλες που κρατά η Κύπρος (υιοθετείται πρόσφατο σχόλιο της Λιάνας Κανέλλη - να μην μιλάμε τόσο εύκολα για Θερμοπύλες, γιατί, όταν φτάσουμε εκεί, θα είναι αργά), ευχόμαστε να μην υπάρξει επανάληψη της ιστορίας με την εμφάνιση του Εφιάλτη, θέτοντας ταυτόχρονα και ένα ρητορικό, πλην όμως άκρως ουσιαστικό ερώτημα, ως προς το κατά πόσο συνεχίζει η Κύπρος να βρίσκεται μέσα στον στρατηγικό σχεδιασμό της μητροπολιτικής Ελλάδας, σε σχέση με τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών θεμάτων.

Αυτό το ερώτημα αποκτά ακόμα πιο επίκαιρη σημασία συνυπολογίζοντας τις προκλήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, τόσο σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όσο και με τα ζητήματα που επιμελώς και με στρατηγική στόχευση αναδεικνύει και συντηρεί η Τουρκία, σε ό,τι αφορά τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.

Η απάντηση, μακριά από συνθήματα και ρητορικές προσεγγίσεις, θα καθορίσει και τα επόμενα βήματα, προδιαγράφοντας τις εξελίξεις. Σε αυτό το πάζλ των εξελίξεων επιβάλλεται να αξιολογηθεί και ο ρόλος, όπως και η στάση του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδιαίτερα μετά την αποχώρησή του από την Ε.Ε., όπως βέβαια και το πολύ πρόσφατο άνοιγμα του Ισραήλ προς την Τουρκία σε ό,τι αφορά τη διέλευση του φυσικού αερίου. Τέλος, επιβάλλεται η επαναξιολόγηση του ρόλου και της σημασίας της Ρωσίας και υπό την ιδιότητά της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Στο μεσοδιάστημα, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να στέλνει σαφή και ξεκάθαρα μηνύματα ως προς την ανάγκη και την προσήλωσή της στην εφαρμογή των αρχών και αξιών της Ε.Ε., αξιοποιώντας την ξεκάθαρη, για ευνόητους λόγους, πολιτική θέση της σχετικά με την αποτροπή του εθνικισμού απόσχισης, όπως βέβαια και των προνοιών του Κοινοτικού Κεκτημένου (το οποίο είναι ομοιόμορφο για όλα τα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, παραμένει αναλλοίωτα υποστηρικτικό προς τη δημοκρατική βάση ύπαρξης της Ένωσης και προς όφελος της διατήρησης της κυριαρχίας και ομαλής λειτουργίας των κρατών μελών), ενισχύοντας την φαρέτρα της ενόψει και της κρίσιμης, ενδεχομένως και καταλυτικής, άτυπης πενταμερούς διάσκεψης. Είναι, δε, ιδιαίτερα σημαντικό και επιβεβλημένο να συνυπολογιστεί πως, στις άτυπες συνήθως συναντήσεις, δημιουργείται το υπόβαθρο και η προδιάθεση για την προώθηση και αποδοχή ή και επιβολή των τελικών αποφάσεων.

Διαπιστώσεις, προβληματισμοί και κάποιες εισηγήσεις που ενδεχομένως να συνδράμουν στην προσπάθεια μεγιστοποίησης των δυνατοτήτων εξισορρόπησης ανάμεσα στους «οδυνηρούς συμβιβασμούς» και στις όποιες ουτοπίες διασυνδέονται με την προοπτική του «έντιμου συμβιβασμού», με υπενθυμητική υποσημείωση για αφύπνιση και εγρήγορση πως το ρήμα στον όρκο των Αρχαίων Αθηναίων νεανιών δεν καθορίζει τον παραλήπτη.

*Γενικός Γραμματέας ΣΕΚ