Αναλύσεις

Η «πράσινη» μάχη για την παγκόσμια ηγεμονία

Αμερικανικός "Φιλελεύθερος Περιβαλλοντισμός" VS Κινέζικος "Οικολογικός Πολιτισμός"

Μια εξαιρετικά κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής από τους ηγέτες των G20 πραγματοποιείται αυτό το Σαββατοκύριακο στην Ιταλία, με την κλιματική αλλαγή να βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας. Η συνεδρίαση στη Ρώμη θα δώσει ουσιαστικά το στίγμα για τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP26), που ξεκινά επίσης σήμερα, Κυριακή, στη Γλασκώβη της Σκωτίας. Αμφότερες οι συναντήσεις κρίνονται ιδιαίτερα κομβικές, καθώς διεξάγονται εν μέσω μιας μεγάλης ενεργειακής και υγειονομικής κρίσης. Η «κληρονομιά» της πανδημίας του κορωνοϊού από τη μια και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής από την άλλη αναμένεται να επιφέρουν τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές και προκλήσεις. Αναλυτές εκτιμούν πως, όποια σχέδια και αν ετοιμάσουν οι ηγέτες του πλανήτη, κανένα δεν μπορεί να επιφέρει δραστικά αποτελέσματα, εκτός εάν υποστηριχθούν από μια «Συμμαχία ΗΠΑ-Κίνας για την Κλιματική Επιβίωση». Ποια τα όρια όμως μιας τέτοιας συνεργασίας όταν και οι δυο υπερδυνάμεις διεκδικούν την παγκόσμια ηγεμονία;

Η διαφορετική ανάγνωση ΗΠΑ-Κίνας

Μετά την ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν επέστρεψε δυναμικά στην παγκόσμια κλιματική κοινότητα, από την οποία είχε προηγουμένως αποχωρήσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Με την είσοδο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, οι ΗΠΑ προσχώρησαν ξανά τον Φεβρουάριο επίσημα στη συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Έκτοτε έχει κλιμακωθεί ο ανταγωνισμός για το ποια χώρα θα «κεφαλαιοποιήσει» τα οφέλη από τη διαχείριση της «κλιματικής κρίσης».

Από την πλευρά της, η Κίνα έχει επισημάνει ότι η ανάληψη της παγκόσμιας ηγεμονίας για το κλίμα είναι βασική της προτεραιότητα, ανεξάρτητα από τις κινήσεις άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Xi επέλεξε συνειδητά να διαχωρίσει την κινεζική προσέγγιση από τις συμβατικές δυτικές αρχές του λεγόμενου «φιλελεύθερου περιβαλλοντισμού». Το 2007, ο τότε Πρόεδρος Χου Τζιντάο είχε αρχικά εισαγάγει τον όρο «οικολογικός πολιτισμός», που αντανακλά το είδος περιβαλλοντισμού της ίδιας της Κίνας. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος Xi τον ενσωμάτωσε στο λεξιλόγιο της Κίνας και τον έκανε θέμα ζωτικής σημασίας για την πρόοδο της χώρας του.

Σε διεθνές επίπεδο το Πεκίνο υποστήριζε πάντοτε τις «κοινές αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες και αντίστοιχες ικανότητες (CBDR–RC)» - μια κατευθυντήρια αρχή στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή, υποστηρίζοντας ότι, ως αναπτυσσόμενη χώρα, δεν πρέπει να υποχρεωθεί να μειώσει τις εκπομπές σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες και βιομηχανικές χώρες, των οποίων οι εκπομπές ήταν ανεμπόδιστες για δεκαετίες.

Η Κίνα φιλοδοξεί να μετατραπεί σε υπερδύναμη του πλανήτη και γνωρίζει ότι, για να το πετύχει αυτό, δεν μπορεί να αποσύρει τη στήριξή της σε σημαντικό αριθμό ενεργειακών υποδομών που χρησιμοποιούν άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών παραγωγής ενέργειας στο πλαίσιο της φιλόδοξης πρωτοβουλίας Belt and Road.

Έκθεση υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ

Πρόσφατα η κοινότητα πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών προέβλεψε ότι οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα οδηγήσουν και σε αυξανόμενες διεθνείς εντάσεις. Πρόκειται για την πρώτη εκτίμηση της «Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για την Κλιματική Αλλαγή» των ΗΠΑ, που κυκλοφόρησε στις 21 Οκτωβρίου και εξετάζει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στη φυσική ασφάλεια μέχρι το έτος 2040. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η 27σέλιδη έκθεση, που αποτελεί ουσιαστικά συλλογική άποψη και των 18 υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, δημοσιεύτηκε λίγο πριν από τη διεθνή διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, Cop26, και παρουσιάζει μια εικόνα ενός κόσμου που αποτυγχάνει να συνεργαστεί για να αντιμετωπίσει μια παγκόσμια απειλή που οδηγεί σε επικίνδυνο ανταγωνισμό και γεωπολιτική αστάθεια.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν επιδιώκει να συνάψει μια διεθνή συμφωνία για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Υπενθυμίζεται ότι οι επιστήμονες γενικά συμφωνούν πως η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν πρέπει να υπερβαίνει, στη χειρότερη περίπτωση, τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα - και κατά προτίμηση να μην υπερβαίνει τον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Φουτουριστικές τεχνολογίες γεωμηχανικής

Η έκθεση προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα προκύψουν εάν αναπτυχθούν φουτουριστικές τεχνολογίες γεωμηχανικής από ορισμένες χώρες που ενεργούν αποκλειστικά προς το συμφέρον τους. «Οι εντεινόμενες φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μέχρι το 2040 και μετά θα γίνουν αισθητές πιο έντονα στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες εκτιμούμε ότι είναι επίσης οι λιγότερο ικανές να προσαρμοστούν σε τέτοιες αλλαγές», αναφέρει η έκθεση. «Αυτές οι φυσικές επιπτώσεις θα αυξήσουν την πιθανότητα αστάθειας και πιθανώς εσωτερικών συγκρούσεων σε αυτές τις χώρες, δημιουργώντας σε ορισμένες περιπτώσεις πρόσθετες απαιτήσεις σε διπλωματικούς, οικονομικούς, ανθρωπιστικούς και στρατιωτικούς πόρους των ΗΠΑ».

Προειδοποιεί, επίσης, ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν σκληρές οικονομικές επιλογές λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι πιθανόν να στραφούν προς την τεχνολογία για τη γρήγορη μείωση των εκπομπών ρύπων τους αργότερα. Η κοινότητα πληροφοριών των ΗΠΑ έχει εντοπίσει συγκεκριμένα 11 χώρες και δύο περιοχές όπου η ενέργεια, τα τρόφιμα, το νερό και η ασφάλεια της υγείας διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο.

Οι κρίσιμες περιοχές του πλανήτη

Οι «χώρες ανησυχίας» είναι το Αφγανιστάν, η Ινδία, το Πακιστάν, η Μιανμάρ, το Ιράκ, η Βόρεια Κορέα, η Γουατεμάλα, η Αϊτή, η Ονδούρα, η Νικαράγουα και η Κολομβία. Η Κεντρική Αφρική και τα μικρά κράτη στον Ειρηνικό βρίσκονται επίσης σε κίνδυνο. Η ζέστη, η ξηρασία, η διαθεσιμότητα νερού και η αναποτελεσματική κυβέρνηση κάνουν το Αφγανιστάν επίσης ιδιαίτερα ευάλωτο, προειδοποιεί η έκθεση.

Η πρόσβαση στο νερό είναι επίσης πιθανό να γίνει μεγαλύτερο πρόβλημα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η έκθεση εντόπισε αρκετές περιοχές υψηλού κινδύνου σε σχέση με την πρόσβαση στο νερό, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Πακιστάν και η Ινδία έχουν μακροχρόνια προβλήματα με το νερό, ενώ η λεκάνη του ποταμού Μεκόνγκ θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα μεταξύ Κίνας, Καμπότζης και Βιετνάμ.