Αναλύσεις

Ο διαχριστιανικός διάλογος σήμερα

Μια ανασκόπηση των απαρχών και της ιστορίας του διαχριστιανικού διαλόγου θα διασαφήνιζε σε αρκετό βαθμό τις συγκεκριμένες πτυχές, αφού, στην πορεία του, αναφύονται και καταγράφονται τόσο τα προβλήματα, τα σημεία αιχμής, οι διαφορές, αλλά και οι συγκλίσεις και οι προσδοκίες

Η επικείμενη, σημαίνουσα από κάθε άποψη, επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Κύπρο, επαναφέρει στην επικαιρότητα το μείζον θέμα του διαχριστιανικού διαλόγου, και δη του διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα, ποια τα προβλήματα και ποιες οι προοπτικές του; Είναι δυνατή, σε βάθος χρόνου, η ένωση των Εκκλησιών, ή αποτελεί, απλώς, έναν ευσεβή πόθο, πρωθύστερα ματαιωμένο από την αμείλικτη ιστορική, πολιτισμική και θεολογική πραγματικότητα; Και, αν ισχύει τούτο το τελευταίο, ποιο το περιεχόμενο και ποιοι οι στόχοι τού σημερινού διαλόγου; Μια ανασκόπηση των απαρχών και της ιστορίας του θα διασαφήνιζε σε αρκετό βαθμό τις συγκεκριμένες πτυχές, αφού, στην πορεία του, αναφύονται και καταγράφονται τόσο τα προβλήματα, τα σημεία αιχμής, οι διαφορές, αλλά και οι συγκλίσεις και οι προσδοκίες.

Το ιστορικό τού Διαλόγου

Ο Διάλογος μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιλεγόμενος και ως «Διάλογος της αγάπης», άρχισε το 1965, με τη λήξη της Β' Βατικανής Συνόδου, της συνάντησης του Πάπα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και της άρσης των αναθεμάτων του 1054 ή της ακοινωνησίας, με ταυτόχρονες εκκλησιαστικές Πράξεις στη Ρώμη και το Φανάρι, κυρίως, όμως, με την επιστροφή λειψάνων, αλλά και μια σειρά άλλων πρωτοβουλιών, αρχής γενομένης από την επιστροφή της κάρας τού Αγίου Ανδρέου στην Πάτρα.

Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής ήταν η έναρξη του «θεολογικού διαλόγου» μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών το 1980. Προηγήθηκε, ένα χρόνο πριν, το έτος 1979, η διακηρυγμένη θέση του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β', πως ο διάλογος θα διεξαχθεί «επί ίσοις όροις». Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, σκιαγραφώντας το πνευματικό πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαγόταν ο διάλογος, επισήμανε, παράλληλα, πως οι δύο Εκκλησίες έχουν αυτοσυνειδησία της ταυτότητάς τους, της εκκλησιολογίας τους και της μυστηριακής δομής τους, καθώς και το γεγονός πως και οι δύο Εκκλησίες διακρίνονται από την αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν αδιακόπως τη ζωή της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, επειδή υπάρχει η ιστορική πραγματικότητα της διαίρεσης, ο διάλογος τοποθετείται μέσα στην προοπτική της αδιαίρετης προσχισματικής Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για διάλογο «εις υπεροχήν» τού ενός επί τού άλλου, αλλά για διάλογο αδελφών Εκκλησιών για αποκατάστασιν της ενότητας. Ως εκ τούτου, ο διάλογος θα έπρεπε να εκκινήσει από τα σημεία που ενώνουν τους Ορθοδόξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς («Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέου - Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβασις, Τεύχος 258, Ιανουαρίου 2018).

Ανάλογη ήταν και η στάση των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ο οποίες ωσαύτως υιοθέτησαν την «επί ίσοις όροις» έναρξη του θεολογικού διαλόγου της Ορθοδοξίας «στο σύνολό της» με τους Ρωμαιοκαθολικούς, με τις Β’ και Γ’ Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Γεγονός που κατοχύρωνε πως καμία Εκκλησία «δεν προβάλλει την υπεροχή, την αποκλειστικότητα και μοναδικότητά της, αντιθέτως η προσέγγιση γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση μεταξύ Εκκλησιών και όχι η επιστροφή μεμονωμένων χριστιανών ή χριστιανικών κοινοτήτων στη μητέρα Εκκλησία».

Η ανακοίνωση της έναρξης του Διαλόγου έγινε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο με κοινή Διακήρυξή τους στο Φανάρι, το 1979.

Θεματολογία και Μεθοδολογία

Τη θεματολογία και τη μεθοδολογία του διαλόγου καθόρισε η Μεικτή Διεθνής Επιτροπή (ΜΔΕ), η οποία στην πρώτη της Ολομέλεια όρισε ότι σκοπός του διαλόγου «είναι η αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου της Εκκλησίας, κοινωνίας θεμελιωμένης στην ενότητα της πίστεως, βάσει του κοινού βιώματος και της κοινής παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας».

Τα κείμενα στα οποία έγινε ο θεολογικός διάλογος είναι τα εξής: α) «Το Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος» (Μόναχον, 1982).

β) «Πίστις, μυστήρια, ενότης της Εκκλησίας» (Μπάρι, 1987). γ) «Το μυστήριο τής Ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής διά τον αγιασμόν και την ενότητα τού Λαού τού Θεού» (Νέο Βάλαμο 1988). δ) «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας. Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία» (Ραβέννα 2007). ε) Βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για τη «Συνοδικότητα και το Πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία» με το κείμενο τού Κιέτι (2016) και επιδιώκεται η αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν την οδό προς την ενότητα εν τη πίστει.

Παρά, ωστόσο, τις αρχικές προσδοκίες και την ευφορία που εκδηλώθηκε με την έκδοση του Κειμένου του Μπάρι (1987), ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν και είναι δυνατή η ένωση των Εκκλησιών, η συνέχεια κατέδειξε πως οι διαφορές, παρά τις σημαντικές προσεγγίσεις που επιτεύχθηκαν, παραμένουν βαθιές και δυσυπέρβλητες.

Κύριος και βασικότερος λόγος είναι το γεγονός ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους, επί αιώνες εχθρικά διακείμενους ο ένας έναντι του άλλου, για έτερες νοοτροπίες, για ξεχωριστές και απομακρυσμένες, στο πέρασμα των αιώνων, ιστορικοπολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις, ενώ οι διαφορές ως προς τα μείζονα θεολογικά σημεία διαφωνίας – Πρωτείο, filioque και actus purus – παραμένουν αγεφύρωτες, με τα δύο τελευταία, μάλιστα, ως θέματα «διαιρούντα», να μην έχουν ακόμη συζητηθεί.

Τούτο επισημαίνει και ο θεολόγος, Θεόδωρος Κυριακού, ο οποίος, μιλώντας στην εφημερίδα μας, τόνισε ότι η προοπτική ένωσης των δύο Εκκλησιών μόνον ως ουτοπική μπορεί να φαντάζει, καθώς «πρόκειται για δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, με διαφορές αιώνων να τους χωρίζουν και να τους φέρουν, συχνά, σε αντιπαλότητα. Διαφορές που δεν είναι μόνον θεολογικές, αλλά και πολιτισμικές και οι οποίες αρύονται ακόμη από τον 4ον αι. μ.Χ.». Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε, «πως το Σχίσμα, το κορυφαίο ιστορικό γεγονός που δημιούργησε την Ευρώπη, ήταν η αφορμή, καθώς υπέφωσκαν μεγάλες πολιτισμικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ Δύσης και Ανατολής ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες».

Για τους λόγους που δεν επήλθε, ούτε μπορεί να επέλθει, η πολυπόθητη «ένωση», ο μ. καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Στυλιανός Παπαδόπουλος, που για 10 χρόνια συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους επισήμους Διαλόγους με Παπικούς και Προτεστάντες, αναφέρει: «Πρώτον, με τη σταθερή εμμονή των διαλεγομένων εταίρων μας στη διδασκαλία και στις απόψεις της Ομολογίας ή της θρησκείας τους. Δεν συνέβη, μέχρι σήμερα, κάποια Ομολογία να δεχτεί να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των θεολογικών συζητήσεων στο πλαίσιο Διαλόγου με Ορθόδοξους. Δεύτερον, η αναποτελεσματικότητα συνδέεται με τον φονταμενταλισμό (θεμελιοκρατία). Αυτός, δηλαδή, ο κάθε φορέας του, ένεκα του φανατισμού, αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να ασκήσει πραγματική θεολογία, από την οποία και μόνο μπορούμε να ελπίσουμε πρόοδο σε θεολογική συζήτηση και, φυσικά, υποχώρηση από κάποια άποψη. Τρίτον, η τυχόν συγκρητιστική διάθεση μελών μιας Ομολογίας (χριστιανικής-προτεσταντικής-αγγλικανικής) οδηγεί επίσης σε αναποτελεσματικότητα».

Προς τι, λοιπόν, ο διάλογος; Όπως σημειώνει περαιτέρω ο κ. Κυριακού, ο διάλογος αναλίσκεται, ως επί το πλείστον, στην προσπάθεια, επιτυχημένη τις περισσότερες φορές, δημιουργίας πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των δύο Εκκλησιών σε θέματα κοινωνικά, όπως η φτώχια, οι κοινωνικές ανισότητες κ.λπ., το περιβάλλον, η ειρήνη και ο πολιτισμός. Προς τούτο, ενδεικτικό είναι πως

το θέμα του Ε’ Φόρουμ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων εν Εὐρώπῃ, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Ιανουάριο 2017 ήταν ‘‘Η Εὐρώπη αντιμέτωπη με τον φόβον της φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας και η αξία του ανθρωπίνου προσώπου και η θρησκευτική ελευθερία’’, ενώ το Δ’ Φόρουμ που πραγματοποιήθηκε στο Μινσκ το 2014 ασχολήθηκε με το θέμα ‘’Θρησκεία και πολιτισμική ποικιλομορφία: Προκλήσεις διά τας εν Ευρώπῃ Χριστιανικάς Εκκλησίας’’.

«Σ’ αυτά τα θέματα, υπάρχει, πράγματι, συντονισμός και συνέργεια των δύο Εκκλησιών», καταλήγει ο κ. Κυριακού, «σε μια προσπάθεια να εξευρεθεί μια κοινή γλώσσα της Χριστιανοσύνης σε μερικά από τα μείζονα προβλήματα που ταλανίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Αλλά, αυτό πόρρω απέχει από το να πούμε ότι, επιτέλους, η Εκκλησία ‘αναπνέει με δύο πνεύμονες’».

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 28/11/2021)