Διεθνή

Ο άξονας συνεργασίας Κίνας - Ρωσίας

Η ασιατική προσέγγιση, που θέτει εν κινδύνω τα θεμέλια της Δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι σχέσεις Κίνας-Ρωσίας έχουν εισέλθει σε ένα πολυεπίπεδο στάδιο επίρρωσης. Ήδη από τα μέσα τις δεκαετίας του 1980 οι δύο χώρες είχαν αρχίσει να έρχονται σε μια συνεννόηση που, ιδιαιτέρως από το 2014 μέχρι και σήμερα, τις έχει φέρει σε στενότατη επαφή. Η συνεργασία τους εκτείνεται σε θέματα που άπτονται πολιτικής, οικονομίας, τεχνολογίας, στρατού και ενέργειας, ενώ το 2019, Πεκίνο και Μόσχα προχώρησαν στην αναβάθμιση των διμερών τους σχέσεων, στο πλαίσιο μιας ‘Περιεκτικής Στρατηγικής Συνεργασίας και Συντονισμού για την Νέα Εποχή’. Η εν λόγω συμφωνία δεσμεύει τα δύο μέρη σε διάφορα ζητήματα διεθνούς φύσεως, όπως επί παραδείγματι άμυνα, ασφάλεια και παγκόσμια διακυβέρνηση. Επιπροσθέτως, οι δύο χώρες έχουν ανανεώσει τον προηγούμενο Ιούνιο τη διμερή ‘Συμφωνία Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας’, υπογραφείσα για πρώτη φορά το 2001.

Η προαναφερθείσα σύμπραξη εδράζεται επί μιας κοινής στρατηγικής λογικής: αμφότερες χώρες αντιλαμβάνονται τις ΗΠΑ ως τον κύριό τους αντίπαλο και την πιο σημαντική απειλή για την ασφάλειά τους. Ως εκ τούτου, και οι δύο χώρες έχουν διακηρύξει ανοικτά την εναντίωσή τους προς Δυτική αρχιτεκτονική επί της οποίας έχει οικοδομηθεί το φιλελεύθερο διεθνές σύστημα, και την επιθυμία τους για την εκ βάθρων ανατροπή της. Πέραν τούτων, η Ρωσία και η Κίνα φαίνεται να συμμερίζονται πολλές αξίες, αλλά και αντιλήψεις όσον αφορά ζωτικής σημασίας θέματα, ήτοι την οικονομία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον κυβερνοχώρο. Συνεπώς, ο υπό διαμόρφωση Ρωσο-Σινικός άξονας θα μπορούσε να αποτελέσει συν τω χρόνω μια πηγή ανησυχίας για την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, και εν γένει για την παρούσα διεθνή τάξη πραγμάτων.

Πολυσχιδής συνεργασία

Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών έχουν εντατικοποιήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες τη στρατιωτική τους συνεργασία, ορθώνοντας τοιουτοτρόπως ένα ευδιάκριτο ανάχωμα μπροστά στη Δύση. Συγκεκριμένα, η Ρωσία έχει ήδη καταστεί ο κορυφαίος εξαγωγέας οπλισμού προς την Κίνα, καθώς η τελευταία αντιμετωπίζει σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά την αγορά οπλικών συστημάτων από το εξωτερικό. Ως εκ τούτου, το κινεζικό κράτος βρίσκεται πλέον σε θέση να καλύπτει σημαντικά κενά στο εξοπλιστικό του πρόγραμμα και να αποκτήσει, μέχρι το 2049, μιας πρώτης τάξεως στρατιωτική δύναμη. Αξίζει να υπογραμμιστεί πως ρωσικά στρατιωτικά συστήματα ήδη ενισχύουν την αεράμυνα και τις υποβρύχιες δυνάμεις του κινεζικού στρατού.

Από την πλευρά της, η Ρωσία αντιλαμβάνεται ως ζωτικής σημασίας τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από τη σύσφιγξη των σχέσεών της με την Κίνα, αφού η τελευταία έχει πλέον καταστεί μια σημαντική πηγή επενδυτικού κεφαλαίου και μια τεραστίων διαστάσεων αγορά για τα ρωσικά οπλικά συστήματα και το σιβηρικό φυσικό αέριο. Όσον αφορά την ενεργειακή διάσταση της συνεργασίας, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως μέσα στο 2021 ο ρωσικός αγωγός «Power of Siberia» έχει προμηθεύσει το κινεζικό κράτος με περίπου 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ενώ προβλέπεται πως η εν λόγω ποσότητα θα αυξηθεί στα 38 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως από το 2024, επί τη βάσει της συμφωνίας που υπογράφτηκε το 2014 μεταξύ της ρωσικής Gazprom και της Κινεζικής Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου. Συνεπώς, το Κρεμλίνο ευελπιστεί πως η εν λόγω προσέγγιση θα απαλύνει τις ζημιές που έχουν προκαλέσει οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις στη ρωσική οικονομία, ως απόρροια της προσάρτησης της Κριμαϊκής χερσονήσου το 2014.

Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως εσχάτως έχουν πληθύνει οι από κοινού στρατιωτικές ασκήσεις και περιπολίες, ιδιαιτέρως στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, στην Ανατολική Κινεζική Θάλασσα και στην Αρκτική, κινήσεις που αποσκοπούν στην βαθμηδόν απομάκρυνση της αμερικανικής παρουσίας και επιρροής από την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, Πεκίνο και Μόσχα συνεργάζονται στενά σε θέματα υβριδικού πολέμου, πληροφόρησης και ελέγχου εξοπλισμών.

Πέραν τούτων, οι δύο χώρες έχουν διαμορφώσει ένα κοινό μέτωπο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, προβάλλοντας προσκόμματα στην υιοθέτηση ψηφισμάτων που αντιτίθενται στα συμφέροντά τους, ενώ έχουν αμφότερες εκφράσει δημοσίως την υποστήριξή τους (ή τουλάχιστον έχουν αποφύγει να σχολιάσουν), σε ευαίσθητα θέματα που τις αφορούν, όπως η Ουκρανία, η Ταϊβάν και οι Ουιγούροι της Xijiang. Εν παραλλήλω, Κίνα και Ρωσία συμμετέχουν σε περιφερειακούς και παγκόσμιους οργανισμούς, όπως στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάη και στους BRICS, γεγονός που τους προσφέρει την ευκαιρία να ευθυγραμμίσουν τα συμφέροντά τους με μεγαλύτερη ευκρίνεια. Η εν λόγω συνεργασία έχει ήδη εισέλθει στα πεδία της επιστήμης και της τεχνολογίας, αφού μέσα στο 2021, Μόσχα και Πεκίνο ανακοίνωσαν σχέδια για την οικοδόμηση ενός κοινού ερευνητικού σταθμού στη Σελήνη, και για εμβάθυνση των σχέσεών τους ως προς την ανάπτυξη και εκμετάλλευση πυρηνικής ενέργειας. Αξίζει να σημειωθεί, προσέτι, πως η Ρωσία επέτρεψε στον κινεζικό τεχνολογικό γίγαντα Huawei να αναπτύξει τα 5G δίκτυά του στη χώρα, παρά τις όποιες ανησυχίες για λογοκλοπές και παράνομες κινεζικές πρακτικές.

Σημεία τριβής

Παρά τη στενή συνεργασία που απολαμβάνουν οι δύο χώρες, πρέπει να τονιστεί πως η Σινο-Ρωσική σχέση δεν συνιστά μια ξεκάθαρη συμμαχία, αλλά μια ευθυγράμμιση συμφερόντων. Σημειώνεται πως το ανισοζύγιο ισχύος μεταξύ των δύο οδεύει προς μεγαλύτερη μεγέθυνση, ελέω της αδιάκοπης κινεζικής οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που δεν περνά απαρατήρητο από τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι φωνές ανησυχίας στη Μόσχα σχετικά με την κινεζική παρουσία σε περιοχές που η ίδια παραδοσιακά αντιλαμβάνεται ως υπό τη δική της σφαίρα επιρροής, ιδιαιτέρως την Αρκτική, την Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια. Περαιτέρω ανησυχία προκαλεί στη Μόσχα η τάση του Πεκίνου να προωθεί τα Μέσα Ενημέρωσής του στο εξωτερικό, περιορίζοντας ταυτοχρόνως την πρόσβαση των αντίστοιχων ρωσικών μέσα στην Κίνα. Η ρωσική δυσαρέσκεια εντείνεται και από την επιθετική στρατολόγηση Ρώσων πολιτών από το Πεκίνο ως κατασκόπων, και την εν παραλλήλω χρησιμοποίηση των Ινστιτούτων «Κομφούκιος» μέσα στο ρωσικό κράτος ως μέσων προπαγάνδας. Συνεπώς, η Ρωσία αντιλαμβάνεται πλήρως τη δυναμική της σχέσης αυτής, και δεν προτίθεται εις ουδεμία των περιπτώσεων να επιτρέψει μια καθ’όλα εξάρτησή της από την Κίνα, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της ως μια παγκόσμια υπερδύναμη που δεν δέχεται διαταγές από άλλους.

Από την πλευρά της, η Κίνα έχει θέσει ως έναν από τους κεντρικούς στρατηγικούς της στόχους την εξάπλωση της επιρροής της στην Κεντρική Ασία, η οποία, όπως ελέχθη, συνιστά έναν παραδοσιακά ρωσικό χώρο επιρροής. Από οικονομικής σκοπιάς, η περιοχή κρίνεται εξέχουσας σημασίας, αφού δι’ αυτής περνά η εν τω γενέσθαι χερσαία διάσταση της κινεζικής γεωοικονομικής πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος», η οποία παρεμπιπτόντως έχει ήδη αρχίσει να επισκιάζει την υπό ρωσική επιρροή «Ευρασιατική Οικονομική Ένωση». Αξίζει, ταυτοχρόνως, να σημειωθεί πως η φύση της κινεζικής επιρροής στην εν λόγω περιοχή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά επίσης στρατιωτική και πολιτισμική. Αφενός, το Πεκίνο προσφέρει ασμένως οπλισμό και στρατιωτική εκπαίδευση στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, ενώ έχει επιπροσθέτως οικοδομήσει μια στρατιωτική βάση στο Τατζικιστάν, προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά του και να επιβάλει με μεγαλύτερη ευκολία την βουλησή του πάνω στην επαρχία της Xinjiang.

Αφετέρου, η Κίνα δεν αγνοεί τη σημασία της ήπιας ισχύος στη διεθνή σκακιέρα και, ως εκ τούτου, έχει επικεντρωθεί στην εξαγωγή της πολιτισμικής της εκπαίδευσης έξω από τη χώρα. Συγκεκριμένα, το Πεκίνο έχει εκκινήσει ένα δεκαετές εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων από τα πέντε κράτη της Κεντρικής Ασίας, επί τη βάσει του οποίου προσφέρονται 30.000 κρατικές υποτροφίες, ενώ 10.000 καθηγητές και μαθητές που απασχολούνται στα Ινστιτούτα Κομφούκιος προσκαλούνται για εργασία στην Κίνα. Παρά ταύτα, το γεγονός πως 35% των κατοίκων της Κιργιζίας και 30% των Καζάκων έχουν υιοθετήσει μια αρνητική στάση απέναντι στην Κίνα επιτρέπει στη Ρωσία να διατηρεί ένα σημαντικό βαθμό επιρροής στην περιοχή, την οποία ευελπιστεί πως θα επανενσωματώσει στη δική της πολιτική σφαίρα στο κοντινό μέλλον.

Πηγές