Αναλύσεις

Βία στην οικογένεια και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων

Lockdown και στατιστική πραγματικότητα - Η "Σημερινή" συναντά τους αστυφύλακες - αγγέλους των τραυματισμένων ψυχών

Τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, συμπεριλαμβανομένων και των σκληρών «λόκνταουν», δημιούργησαν πολλές πεποιθήσεις, απόψεις και αστικούς μύθους. Μια εξ αυτών είναι πως από τον παρατεταμένο εγκλεισμό στο σπίτι «επέλλανεν ο κόσμος», με αποτέλεσμα το ξύλο κατά παιδιών και συζύγων και τη σεξουαλική κακοποίηση. Ισχύει;

Η «Σημερινή» επισκέφθηκε το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια, Εγκλημάτων κατά των Παιδιών, Νεανικής Παραβατικότητας & Καταπολέμησης Διακρίσεων, συνομίλησε με τα στελέχη της και δημοσιεύει επίσημα στατιστικά γι’ αυτής της φύσεως τα εγκλήματα.

Ωστόσο, για να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή προστασία σε θύματα και ευάλωτα πρόσωπα, το ΓΧΘΒΟΚΑΕΠ αποφεύγει τον δημόσιο σχολιασμό συγκεκριμένων υποθέσεων και λειτουργεί αθόρυβα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αν και η επίσκεψη ήταν προγραμματισμένη για την Πέμπτη, 11/02, την ίδια μέρα διαπράχθηκε και το στυγερό έγκλημα στους Εργάτες, όπου πατέρας σκότωσε τη σύζυγο και τον γιο του οδηγώντας σε μιαν ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία, ελκύοντας και πάλι το ενδιαφέρον του κοινού σε τέτοιου είδους εγκλήματα.

«Ξέρεις τι κάνουν; Καταστρέφουν ψυχές!», μας είπαν για τους δράστες τέτοιας φύσεων εγκλημάτων. Υπάρχουν άνθρωποι που υπέστησαν βία ή σεξουαλική κακοποίηση πριν από δεκαετίες και δεν μπόρεσαν ποτέ να το ξεπεράσουν. Όπως διαπιστώνεται, τα στελέχη του Γραφείου και οι ανακριτές έχουν «γερό στομάχι», αφού έρχονται επί καθημερινής βάσεως αντιμέτωποι με περιστατικά των οποίων οι λεπτομέρειες συγκλονίζουν και απομυθοποιούν πρόσωπα, καταστάσεις και αντιλήψεις που έχουμε για το τι συμβαίνει στην αθέατη, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας μας και τις αποκρουστικές πράξεις «καθωσπρέπει» και «υπεράνω υποψίας» πλούσιων και φτωχών ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας.

Αστυφύλακες-Άγγελοι

Το Γραφείο, που στεγάζεται στο «αστυνομικό χωριό» δίπλα στο Αρχηγείο Αστυνομίας, επιλαμβάνεται των ζητημάτων που αφορούν στην αντιμετώπιση, πρόληψη και καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια και της κακοποίησης ανηλίκων. Στα κυριότερα καθήκοντα που επιτελεί περιλαμβάνεται η παρακολούθηση υποθέσεων και περιστατικών βίας στην οικογένεια και κακοποίησης ανηλίκων που καταγγέλλονται στην Αστυνομία σε παγκύπρια κλίμακα.

Κάτω από το τετραμελές ΓΧΘΒΟΚΑΕΠ υπάγονται τρεις υπηρεσίες: 1) Το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια και Κακοποίησης Ανηλίκων & Ελλειπόντων Προσώπων. 2) Το Γραφείο για την Αντιμετώπιση της Νεανικής Παραβατικότητας. 3) Το Γραφείο για Θέματα Ρατσισμού. Κάθε γραφείο έχει τον δικό του υπεύθυνο και από τον Ιανουάριο του 2020 τα τρία γραφεία συντονίζονται και εποπτεύονται από την Αστυνόμο Β’ Κυριακή Λαμπριανίδου.

Όπως μας εξήγησε η κ. Λαμπριανίδου: «Ο ρόλος μας είναι να εποπτεύουμε κατά κάποιον τρόπο τις επαρχίες πως διαχειρίζονται τα θέματα βίας στην οικογένεια, να κάνουμε εισηγήσεις, να μελετούμε τους ποινικούς φακέλους. Όλοι οι φάκελοι περνούν από εδώ πριν καταλήξουν στη Νομική Υπηρεσία. Άρα έχουμε πλήρη εικόνα και εκφέρουμε άποψη. Σε αυτό το πλαίσιο συνεργαζόμαστε με όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους. Είμαστε υπεύθυνοι για θέματα διαφώτισης, ενημέρωσης, εκπαίδευσης των μελών μας στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου για θέματα βίας στην οικογένεια, ρατσισμού, νεανικής παραβατικότητας, σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Αυτά τα γραφεία ασχολούνται με αυτούς τους 4 τομείς».

Στο Γραφείο υπάγεται και η εννεαμελής Ειδική Ανακριτική Ομάδα Διερεύνησης Υποθέσεων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων & Ελλειπόντων Προσώπων, Υπεύθυνος του οποίου είναι ο Υπαστυνόμος Μιχάλης Γαβριηλίδης. Για άλλες μορφές σεξουαλικής κακοποίησης είναι υπεύθυνα άλλα κλιμάκια, όπως και τα ΤΑΕ.

Το ΓΧΘΒΟΚΑΕΠ τηρεί ηλεκτρονικό αρχείο με τις αναφορές και τις καταγγελίες παγκυπρίως (ανεξαρτήτως αν καταλήξουν στο δικαστήριο), ούτως ώστε η Αστυνομία να έχει πλήρη εικόνα για το ιστορικό των δραστών, και εκδίδει τα σχετικά επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Για την ορθή και ολοκληρωμένη διαχείριση συγκεκριμένων περιστατικών υπάρχει συνεργασία, στο πλαίσιο του Σπιτιού του Παιδιού, με κρατικούς και μη-κυβερνητικούς φορείς, όπως το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού & Νεολαίας, τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις ΜΚΟ. Γίνονται πολυθεματικές συναντήσεις για συζήτηση των θεμάτων και το Γραφείο εκπροσωπεί την Αστυνομία Κύπρου σε κοινοβουλευτικές επιτροπές και οπουδήποτε έχει να κάνει με το φάσμα των αρμοδιοτήτων του. Υπό την εποπτεία του βρίσκεται επίσης το θέμα των Ανήλικων Παραβατών.

Στη Λευκωσία έχει λειτουργήσει τον τελευταίο καιρό και το Σπίτι της Γυναίκας, το οποίο βρίσκεται στα πρώιμα στάδιά του. Το Γραφείο συνεργάζεται μαζί του και στο παρόν στάδιο παραπέμπονται μόνο γυναίκες, θύματα βίας στην οικογένεια.

Συμβάλλει επίσης στην υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων στους τομείς αρμοδιότητάς του και εποπτεύει και συντονίζει ενέργειες που αφορούν τη διερεύνηση υποθέσεων ελλειπόντων προσώπων. Στα πλαίσια της συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, και σε συνεργασία με την Υπάτη Αρμοστεία του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, πρόσφατα ειδικοί από τη Σκωτία έκαναν εξειδικευμένα σεμινάρια σε στελέχη (βλ. Σημερινή Online, 19/10/2020).

Εξειδίκευση, αποκέντρωση & evidence-based policing

«Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου κτύπησε το μάτι εδώ ήταν ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και χρειάζεται εξειδίκευση», ανέφερε η κ. Λαμπριανίδου. «Το πρόβλημα το είχαμε εντοπίσει εδώ και καιρό και βλέπαμε τους αριθμούς να πηγαίνουν προς τα πάνω. Όταν βλέπεις ότι κάποια αδικήματα έχουν αυξητική τάση και διερευνώνται είτε από Σταθμούς είτε από τα ΤΑΕ και όταν ένας αστυνομικός σήμερα διερευνά μια διάρρηξη ή μια κλοπή και αύριο του δίνεις και μια υπόθεση βίας στην οικογένεια, δεν υπάρχει η ίδια δυναμική. Χρειάζεται εξειδίκευση σε αυτόν τον τομέα», πρόσθεσε. Εξήγησε πως τέτοια θέματα παλιά τα ερευνούσαν οι τοπικοί Σταθμοί, σημειώνοντας ωστόσο πως υπήρχαν πάντοτε οι έντονες σχετικές οδηγίες των εκάστοτε Αρχηγών Αστυνομίας για την ορθή διαχείριση αυτών των υποθέσεων.

«Έτσι έγινε εισήγηση στην ηγεσία για σύσταση κλιμακίων σε όλες τις επαρχίες. Μετά δυστυχώς ήρθε ο κορωνοϊός και πολλά μέλη της Αστυνομίας αποσπάστηκαν αλλού. Παρά τις δυσκολίες, δημιουργήσαμε το πρώτο μας κλιμάκιο στη Λεμεσό, που ξεκίνησε τη λειτουργία του την 1η Σεπτεμβρίου του 2020. Υπάγεται κάτω από το ΤΑΕ Λεμεσού. Προτιμούμε το κάθε κλιμάκιο να το επιβλέπει ο δικός του Αστυνομικός Διευθυντής για να υπάρχει αρμονία σε θέματα λογοδοσίας και συνεργασίας», εξήγησε.

Ούσα εγκληματολόγος η ίδια, ανέφερε πως «είναι καλύτερα πριν εφαρμόσεις κάτι να το δοκιμάσεις κινούμενος στη φιλοσοφία της “αστυνόμευσης βάσει αποδεικτικών στοιχείων” (“evidence-based policing”), όπου πρώτα δουλεύει κάτι πιλοτικά, βλέπεις αν υπάρχουν ελλείψεις και τι πρέπει να διορθωθεί και με βάση τα τεκμήρια να εξελιχτείς».

image001.png

Η Υπεύθυνη του ΓΧΘΒΟΚΑΕΠ, Αστυνόμος Β’ Κυριακή Λαμπριανίδου.

Με αυτήν τη λογική, που συνάδει με τις βέλτιστες σύγχρονες διεθνείς πρακτικές χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής, επιλέγηκαν άτομα τα οποία είχαν τις γνώσεις και την εκπαίδευση για ανάληψη μόνο υποθέσεων που βάσει νομοθεσίας έχουν να κάνουν με βία στην οικογένεια, έμφυλη βία και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων και να αφοσιωθούν σε αυτά.

«Αφού για 3 μήνες είδαμε πως πέτυχε αυτό στη Λεμεσό, προχωρήσαμε για να το κάνουμε και στη Λευκωσία. Από τα τέλη Νοεμβρίου δούλεψε στη Λευκωσία το δεύτερο κλιμάκιο με το ίδιο καθεστώς και υπάγεται πάλι στο ΤΑΕ της επαρχίας, στα ίδια πρότυπα», ανέφερε η κ. Λαμπριανίδου.

Αποκάλυψε επίσης πως «στις 15 Φεβρουαρίου αναμένεται να λειτουργήσουν σε όλη την Κύπρο επαρχιακά κλιμάκια, πλην της περιοχής Μόρφου».

Λόκνταουν & στατιστικά ενδοοικογενειακής βίας

Το Γραφείο παραχώρησε στη «Σημερινή» τους αριθμούς καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας για την περίοδο 2015-2020. Όπως φαίνεται, τα περιστατικά αυξήθηκαν εντός του 2020, αλλά η αυξητική τάση προϋπήρχε από το 2018-19, καθώς και τους πρώτους μήνες του 2020, δηλαδή πριν τα περιοριστικά διατάγματα.

14-02-20217.jpg

Παρά τις αρνητικές επιδράσεις του λόκνταουν, εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται πως οι περιορισμοί ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που συνέτεινε στην αύξηση των καταγγελιών, χωρίς να αποκλείεται βέβαια η συνεισφορά τους. Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν πως η αύξηση οφείλεται στην αύξηση της αυτοπεποίθησης, της πρωτοβουλίας και του θάρρους όλο και περισσότερων θυμάτων, αλλά και άλλων μαρτύρων που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, να προβούν σε καταγγελίες στην Αστυνομία.

Σύμφωνα με την κ. Λαμπριανίδου: «Από τις προκαταρκτικές αναλύσεις των δεδομένων που έχουμε κάνει, αλλά βέβαια θα χρειαστεί επιπλέον έρευνα, προσέξαμε πως από τον Ιανουάριο του 2020 υπήρχε αύξηση στις καταγγελίες, πριν από το λόκνταουν. Άλλοι στατιστικοί πίνακές μας, που ακόμα δεν είναι δημοσιεύσιμοι, δείχνουν ότι περίπου τα στατιστικά και οι μορφές βίας είναι σταθερές, με μάλιστα μία ελαφρά μείωση καταγγελιών κατά την περίοδο λόκνταουν. Βέβαια, όλοι οι μήνες του 2020 όταν συγκριθούν με το 2019 υπάρχει αύξηση, γενικότερα. Όμως, τους μήνες του λόκνταουν υπάρχει μια μικρή μείωση, η οποία είναι στατιστικά ασήμαντη, είναι μικροί οι αριθμοί. Διότι με αυτά που έχουμε δει εμείς αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλους τους μήνες του 2020 σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες άλλων χρόνων βλέπουμε αύξηση. Όμως, αν συγκρίνουμε τους μήνες του 2020, θα δούμε ότι στις περιόδους του σκληρού λόκνταουν υπήρχε μια ελαφριά μείωση. Πώς το εξηγούμε; Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το εξηγήσουμε. Μπορεί να πούμε ότι είναι απλώς μια σύμπτωση αυτά τα πράγματα, διότι για να γίνουν σωστές αναλύσεις χρειάζεται επιπλέον στατιστική δουλειά. Μπορεί να οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι πάρα πολύς κόσμος, δράστες, τη δεδομένη στιγμή ήταν στο σπίτι και πιθανόν τα θύματα να μην μπορούσαν να φύγουν, να μην μπορούσαν να πάρουν τηλέφωνο, να ένιωθαν την παρουσία εκεί πιο έντονη διότι οι άνθρωποι εκείνον τον καιρό έχασαν τη δουλειά τους, δεν μπορούσαν να παν στο καφενείο τους, στο χωριό τους, στην καφετερία τους, στους φίλους τους, ήταν συνεχώς στο ίδιο περιβάλλον, δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Αυτό το πράγμα πιθανόν να επηρέασε. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος, πιθανόν, δεν είναι ασφαλή συμπεράσματα αυτήν τη στιγμή αλλά θα αποτελέσουν υποθέσεις εργασίας για μια πιο μεγάλη μελέτη όταν περάσουν αυτές οι πρωτόγνωρες συνθήκες».

Στο ερώτημα εάν κάποια άτομα ή οικογένειες που δεν είχαν προβλήματα στο παρελθόν και που δεν είχαν απασχολήσει παλαιότερα την Αστυνομία για τέτοια θέματα εμφάνισαν τέτοιες συμπεριφορές, λόγω εγκλεισμού ή οικονομικών προβλημάτων ή διότι έχασαν τη δουλειά τους, η απάντηση ήταν κατηγορηματική, με το ισχυρότερο στοιχείο για την επικεφαλής του Γραφείου το τι είπαν τα ίδια τα θύματα: «Όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές. Διότι διαβάζουμε τις καταθέσεις των θυμάτων και δεν προκύπτουν τέτοιες ενδείξεις». Εκεί που υπάρχουν καταγγελίες τα προβλήματα φαίνεται να προϋπήρχαν του κορωνοϊού.

Σημειώνεται πως οι καταγγελίες περιλαμβάνουν άνδρες και γυναίκες, Κύπριους πολίτες και αλλοδαπούς. «Μη νομίζετε πως δεν υπάρχουν άνδρες παραπονούμενοι», τόνισε η κ. Λαμπριανίδου. Παρατήρησε επίσης πως «η κουλτούρα και η θρησκεία επηρεάζουν αυτά τα πράγματα. Και ναι, υπάρχουν κουλτούρες που ζουν στην Κύπρο, ή εθνικότητες άλλες, οι οποίες θεωρούν πολλές φορές ότι είναι εντάξει ο άνδρας να κτυπά τη γυναίκα του, που κτυπά τα παιδιά διότι έτσι βάζουμε την πειθαρχία στην οικογένεια. Και μπορεί τα θύματα να μας δικαιολογήσουν τον δράστη. Υπάρχουν τέτοια περιστατικά. Επίσης έχουμε κάποια περιστατικά που συνδέονται με τη χρήση και την κατάχρηση ουσιών, όπως αλκοόλ και ναρκωτικά. Και ταυτίζονται, είναι κομμάτι αυτών των αριθμών».

Επίσης, όπως μας αναφέρθηκε, η υφιστάμενη νομοθεσία δεν καλύπτει ζευγάρια ομοφυλόφιλα, αφού ισχύει ακόμα ο παραδοσιακός ορισμός της οικογένειας (άνδρας και γυναίκα). Άρα, στις περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, λεκτικής ή φυσικής, σε σχέσεις ομοφυλοφίλων, δεν μπορεί να επέμβει το Γραφείο αλλά εκεί εξετάζεται επίθεση με βάση τον Ποινικό Κώδικα και όχι τη ειδική νομοθεσία που καλύπτει την ενδοοικογενειακή βία. Με τις κοινωνικές εξελίξεις της νέας εποχής, αυτό θεωρείται πλέον ως κενό στη νομοθεσία, αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου η βία μεταξύ ομοφυλόφιλων ζευγαριών δεν καταγράφεται στις επίσημες στατιστικές.

14-02-2021.jpg

14-02-20212.jpg

14-02-20213.jpg

14-02-20214.jpg

14-02-20215.jpg

14-02-20216.jpg

Το παγόβουνο της αφανούς εγκληματικότητας

Όπως συμβαίνει με κάθε μορφή εγκληματικής και παραβατικής συμπεριφοράς, υπάρχουν τα επίσημα στατιστικά αλλά υπάρχει η «αφανής ή σκοτεινή εγκληματικότητα» (“dark figure of crime”), δηλαδή εγκλήματα που δεν καταγγέλλονται και που ο πραγματικός τους αριθμός είναι άγνωστος και που μπορεί μόνο να υπολογιστεί, και πάλι όμως υποθετικά.

Για τέτοιου είδους εγκλήματα, ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, που τελούνται πίσω από κλειστές πόρτες και στο ιερό άβατο της οικίας, αυτό το άγνωστο ποσοστό υπολογίζεται πως είναι πάντα μεγαλύτερο του πραγματικού.

Η αύξηση στις καταγγελίες από το 2018, σύμφωνα με την κ. Λαμπριανίδου, ίσως οφείλεται και στο ότι «η Αστυνομία έκανε άνοιγμα προς την κοινωνία και βγήκε προς τα έξω, ήταν πιο έντονη, κάλεσε τα θύματα και είπε ελάτε καταγγείλετε σε μας, είμαστε εδώ, κάναμε τα κλιμάκιά μας, δώσαμε περισσότερες πληροφορίες, δείξαμε ότι ανησυχούμε και καλέσαμε να έρθουν να μας μιλήσουν και να καταγγείλουν».

Υπογράμμισε πως «δεν σημαίνει ότι επειδή αυξήθηκαν οι καταγγελίες, αυξήθηκε το πραγματικό πρόβλημα. Θεωρούμε ότι οι καταγγελίες είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Σίγουρα, σιγά-σιγά, ανεβαίνουν οι αριθμοί γιατί ως επί το πλείστον τα θύματα που έρχονται να καταγγείλουν είχαν ήδη βιώματα. Άρα παίρνει κάποιο χρόνο για να επεξεργαστούν το τι βίωσαν. Την πρώτη φορά μπορεί να δικαιολογήσουν τον θύτη, τη δεύτερη να προβληματιστούν, μετά μπορεί να τηλεφωνήσουν σε κάποια ΜΚΟ, όπως ο ΣΠΑΒΟ ή απευθείας στην Αστυνομία. Υπάρχουν άτομα που τηλεφωνούν απευθείας στο Γραφείο ή στη Γραμμή του Πολίτη και ζητούν ανώνυμα συμβουλές. Εμείς τους συμβουλεύουμε για το πώς θα διαχειριστούν την κατάσταση, τους κινδύνους αν υπάρχουν ανήλικα παιδιά στο σπίτι κ.λπ».

Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να γίνει άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αν κινδυνεύουν παιδιά ή αν διαφανεί ότι κινδυνεύει το ίδιο το άτομο και αρνείται να καταγγείλει επίσημα. «Υπάρχουν περιστατικά όπου κοπέλες έρχονται και καταγγέλλουν αλλά μετά λένε δεν θέλω να πάω στο δικαστήριο ή δεν θέλω να τον συλλάβετε. Φοβούνται το άγνωστο. Προτιμούν να γίνει μια παρατήρηση, αλλά πρέπει να αντιληφθούν πως αν διαπραχθεί ένα ποινικό αδίκημα η Αστυνομία είναι υπόχρεη να διερευνήσει», εξήγησε η κ. Λαμπριανίδου.

Πέρα από τις απευθείας καταγγελίες θυμάτων, από πληροφορίες ΜΚΟ, γειτόνων ή συγγενικών προσώπων, πληροφορίες έρχονται και από το σχολείο ή άλλους επαγγελματίες που έχουν επαφή με θύματα, όπως δασκάλους, νοσοκόμους και άλλους, που είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να ενημερώσουν την Αστυνομία αν υποπέσει κάτι στην αντίληψή τους και είναι ποινικό αδίκημα αν το παραλείψουν.

«Σε αυτές τις περιπτώσεις διότι η αφανής εγκληματικότητα είναι υψηλή, πάρα πολύ υψηλή και πιστεύω ότι θα συνεχίσει αυτή η αυξητική τάση διότι θα σκαλίσουμε περισσότερο το προαναφερθέν παγόβουνο», κάτι το οποίο είναι τελικά καλό διότι θα οδηγήσει σε προστασία περισσότερων θυμάτων και τιμωρία ενόχων.

Ειδική Ανακριτική Ομάδα & σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων

Από το 2017 λειτουργεί η Ειδική Ανακριτική Ομάδα Διερεύνησης Υποθέσεων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων, που δρα παγκυπρίως, υπάγεται στο ΓΧΘΒΟΚΑΕΠ και είναι επιφορτισμένη με τη διερεύνηση των υποθέσεων φυσικής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών κάτω των 18 χρονών σε στενή συνεργασία με το Σπίτι του Παιδιού. Τα μέλη της είναι εξειδικευμένα και έχουν εκπαιδευτεί στο να λαμβάνουν καταθέσεις από παιδιά στη βάση συγκεκριμένων μοντέλων.

14-02-20218.jpg

Η σεξουαλική βία κατά ανηλίκων αρχίζει από τη διευθέτηση ραντεβού από ηλεκτρονικά μέσα και περιλαμβάνει άσεμνο άγγιγμα, διακόρευση και σεξουαλικές πράξεις πάσης φύσεως. Από την αρμοδιότητα του Γραφείου εξαιρείται η παιδική πορνογραφία και οτιδήποτε online παραπέμπεται στον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.

Και σε αυτήν την περίπτωση, υπάρχουν άνδρες και γυναίκες, και δράστες και θύματα. Στους δράστες περιλαμβάνονται και άτομα που μπορεί να συγκάλυψαν άλλους δράστες.

«Οι συνεντεύξεις όλων των παιδιών γίνονται οπτικογραφημένα. Κάθεται ο ανακριτής μαζί με το παιδί και καταγράφεται σε κάμερα. Ο στόχος είναι να μην τα ξαναλένε και έτσι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο δευτερογενούς θυματοποίησης (“secondary victimization”) μέσα από την αφήγηση αυτών των ήδη πολύ τραυματικών εμπειριών», ανέφερε η κ. Λαμπριανίδου και πρόσθεσε: «Με τη συνεργασία μας με το Σπίτι του Παιδιού, ο οικογενειακός λειτουργός έχει το δικαίωμα να παραπέμπει το παιδί. Το προετοιμάζει ψυχολογικά και μετά το αναλαμβάνουμε εμείς, διότι με βάση τη νομοθεσία μόνο ο αστυνομικός ανακριτής έχει την εξουσία. Μετά τα παιδιά μπορεί να μπουν σε πρόγραμμα αξιολόγησης, αφού φυσικά συμφωνήσουν οι γονείς ή τους επιβληθεί, για να αξιολογηθεί και το παιδί να δούμε τι έχει συμβεί, διότι κάποια παιδιά μερικές φορές μπορεί στην πρώτη συνέντευξη να μην τα πουν όλα. Κάποια άλλα δεν δίνουν συνέντευξη και τα βάζουμε σε αξιολόγηση με ψυχολόγους του Σπιτιού για να ετοιμάσουν το παιδί ώστε να μπορέσει να μιλήσει. Εκεί γίνονται επίσης ιατροδικαστικές εξετάσεις διότι για βιασμούς και σεξουαλικές κακοποιήσεις αντιλαμβάνεστε ότι χρειαζόμαστε και αυτό το τεκμήριο».

Αξίζει να αναφερθεί πως λόγω του κλεισίματος των σχολείων κατά το λόκνταουν, είχαν μειωθεί οι καταγγελίες για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών καθώς ένας καλός αγωγός πληροφοριών ήταν τα σχολεία, για παράδειγμα μέσω συμβούλων ή δασκάλων. Ο νόμος υποχρεώνει όλους τους πολίτες, αν μάθουν κάτι να το αναφέρουν, αλλιώς είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος, που προνοεί 15 χρόνια φυλάκιση με την ποινή να αυξάνεται αν κάποιος είναι επαγγελματίας σχετικού κλάδου.

image002.jpg

Η Αστυφύλακας Χρυστάλλα Ιωάννου στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο αναμονής όπου προετοιμάζονται τα παιδιά για να δώσουν καταθέσεις για σωματική, ψυχική, λεκτική και σεξουαλική βία.

αστυφυλακας.jpg

Ο Αστυφύλακας Πανίκος Κωνσταντίνου στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπου λαμβάνονται οι καταθέσεις των παιδιών. Στο διπλανό δωμάτιο άλλος συνάδελφος επικοινωνεί μέσω ακουστικού με τον ανακριτή και χειρίζεται την κάμερα.

Κίνδυνοι & ευκαιρίες του λόκνταουν

Στη «Σημερινή» μίλησε επίσης ο Δρ Γιώργος Γεωργίου, Λέκτορας Κλινικής Ψυχολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και Εγγεγραμμένος Κλινικός Ψυχολόγος. Ο κ. Γεωργίου ανέφερε πως «η ύπαρξη καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, φαίνεται να συνδέεται με αύξηση της βίας, ιδιαίτερα προς τις πιο αδύναμες και ευάλωτες ομάδες. Τα συνεχιζόμενα περιοριστικά μέτρα και η επέκτασή τους, πιθανόν να δημιουργούν συναισθηματικές δυσκολίες αλλά και πρακτικά προβλήματα, όπως η μείωση του εισοδήματος, η απουσία δικτύου κοινωνικής υποστήριξης και πρόσβασης σε υπηρεσίες στήριξης, γεγονότα που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας. Επιπρόσθετα ο υποχρεωτικός περιορισμός στο σπίτι με ένα βίαιο σύντροφο ή γονέα, δυστυχώς μετατρέπει σε ακόμη πιο εύκολη την πρόσβαση του θύτη στο θύμα. Εστιάζοντας στα δεδομένα, ο Π.Ο.Υ. επισημαίνει ότι οι λιγοστές αναφορές που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή καταδεικνύουν μια σχετική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία πιθανόν να συνδέεται με την πανδημία».

Παρόλα αυτά, ο κ. Γεωργίου εξήγησε πως «δεν μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα περιοριστικά μέτρα οδηγούν στην αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά αυτό το οποίο πιθανόν να συμβαίνει είναι να αυξάνονται οι παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι σε ήδη βεβαρημένα περιβάλλοντα οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές. Εστιάζοντας γενικότερα στις επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία, πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο τ. 15(12) του “PLOS One” και η οποία εξέτασε την επίδραση της πανδημίας στα ζητήματα ψυχικής υγείας σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών, κατέδειξε πως σοβαρά προβλήματα (π.χ. έντονο άγχος) παρουσιάζονται στο 10% του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, όπως αυτή που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο “Psychiatry Research” (113429), κατέδειξε πως η επίδραση συνδέεται με διάφορους παράγοντες όπως την προηγούμενη ύπαρξη προβλημάτων ψυχικής υγείας, τις οικονομικές δυσκολίες, την νόσηση και νοσηλεία, ενώ στα παιδιά το αναπτυξιακό στάδιο και η ηλικία αποτελούν έναν επιπρόσθετο παράγοντα (τα μικρότερα παιδιά παρουσιάζουν μια μερικώς αυξημένη ευαλωτότητα σε σχέση με τα μεγαλύτερα). Ως εκ τούτου, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα συμπεραίνουμε ότι η πανδημία είχε και έχει επιδράσεις στην ψυχική υγεία, όχι όμως καθολικά και με την ίδια ένταση».

Καταλήγοντας με μια θετική νότα, ο κ. Γεωργίου είπε πως «εστιάζοντας στο καθαρά προσωπικό βίωμα του καθενός, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η πανδημία μπορεί να αποτέλεσε και μια θετική αφορμή για επαναξιολόγηση των θέλω και αναγκών, του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων αλλά και μια ευκαιρία για αλλαγή. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μειώνει ούτε αναιρεί την υποχρέωση να στηριχθούν οι ευάλωτες ομάδες και να ληφθούν μέτρα για την ψυχολογική ευεξία και στήριξη της κοινωνίας».

*Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 14/02/2021, στήλη «Άμυνας & Ασφάλειας Αφηγήματα»)