Αναλύσεις

Η Φιλική Εταιρεία - «Οράματα και θάματα» μίας επαναστατικής οργάνωσης στην Ευρώπη του 19ου αιώνα

Στον σχεδιασμό της Φιλικής Εταιρείας δεν έλειψε η Κύπρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «Γενικόν Σχέδιον» της Επανάστασης, η σύνταξη του οποίου πιθανότατα ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (σήμερα στην Ουκρανία), αφιερωνόταν ένα άρθρο στην Κύπρο.

Η επέτειος των 200 ετών από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οφείλει να μας οδηγήσει όχι στο συχνά εύκολο ή επιφανειακό εγκώμιο των πρωτεργατών της Παλιγγενεσίας αλλά αντιθέτως στον γόνιμο αναστοχασμό, προσδίδοντας έτσι αληθινό νόημα στην εορτή και ουσιαστικό περιεχόμενο στις ποικίλες εκδηλώσεις μνήμης και τιμής. Το ξανακοίταγμα με κριτικό πνεύμα προσώπων, οργανώσεων και θεσμών που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έδωσαν σάρκα και οστά στο ελληνικό όραμα για την ελευθερία είναι ο καλύτερος τρόπος για να «πλησιάσουμε», να γνωρίσουμε, τον Αγώνα των Ελλήνων κατά την επαναστατική δεκαετία 1821-1831.

Σε αυτήν τη νέα θεώρηση δεν μπορεί να μην «ξαναδιαβάσουμε» τον ρόλο της Φιλικής Εταιρείας στην προετοιμασία του ξεσηκωμού. Ένας ρόλος που εδώ και δεκαετίες έχει γόνιμα απασχολήσει πολλούς ερευνητές, οι οποίοι ξεδιάλυναν διάφορες πτυχές του, και για τον οποίο φυσικά μόνο λίγες σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν εδώ.

Εισαγωγικά θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ίδρυση, το 1814 στην Οδησσό, το μεγάλο λιμάνι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας με την ανθούσα ελληνική παροικία, μίας μυστικής επαναστατικής οργάνωσης από τρεις άσημους νεαρούς Έλληνες εμπόρους και υπαλλήλους συνιστούσε, όπως εύστοχα υπογράμμισε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος «τη σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του υπόδουλου ελληνισμού» [«Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής Επανάστασης», Ιστορία Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 3, Αθήνα 2003, σελ. 9]. Η λειτουργία της Φιλικής Εταιρείας ως μυστικής επαναστατικής οργάνωσης, με κανόνες, ιεραρχία, και σχεδιασμό αποτελούσε για τους υπόδουλους Έλληνες αδιαμφισβήτητη καινοτομία, καθώς εισήγαγε μία μορφή «εταιρισμού», η οποία, παρά τις επιρροές και τις συνάφειες που έχουν επισημανθεί, διαφοροποιείτο ριζικά από άλλες φιλεκπαιδευτικές, πολιτιστικές και φιλανθρωπικές εταιρείες που είχαν συσταθεί νωρίτερα, όπως το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον του Παρισιού (1809), η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών (1813) και εκείνη της Βιέννης (1814).

Η ριζοσπαστικότητα του εγχειρήματος δεν συνίστατο μόνο, ή μάλλον κυρίως, στο ότι οι Φιλικοί έπρεπε να υπερκεράσουν μεγάλα, για πολλούς, ακόμη ενίοτε και για τους ίδιους, ανυπέρβλητα εμπόδια όπως η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σκεπτικισμός που προκαλούσε στους συμπατριώτες τους το παράτολμο της δράσης της. Ακόμη μεγαλύτερο νεωτερισμό συνιστούσε το ότι οι Φιλικοί είδαν την αποκατάσταση της ελευθερίας των Ελλήνων ως καθήκον και υποχρέωση των ίδιων και όχι ως παραπληρωματική δράση στο πλαίσιο της πολιτικής κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης. Παρά το γεγονός ότι η Εταιρεία ιδρύθηκε στη Ρωσία, όπου και «βρήκε» το 1820 τον αρχηγό της στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ενός στρατηγού του ρωσικού στρατού στενά συνδεδεμένου με τον Τσάρο Αλέξανδρο, δεν έχασε ποτέ την αυτοτέλειά της. Οι Φιλικοί δεν δίστασαν να «χρησιμοποιήσουν» το κύρος και την επιρροή της Ρωσίας ανάμεσα στους Έλληνες προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους, αλλά χωρίς ποτέ να εξαρτήσουν την Εταιρεία από τις διακυμάνσεις των ρωσο-οθωμανικών σχέσεων.

Αναζητώντας το πολιτικό όραμα που εξέφραζαν και εκπροσωπούσαν οι Φιλικοί δεν μπορεί να μη «συναντηθούμε» με το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που γνώριζε τότε μιαν από τις κορυφαίες φάσεις του. Η Φιλική θα μπορούσε όντως να θεωρηθεί, όπως έχει υποστηριχθεί, «πρακτική πολιτική εκδήλωση του Διαφωτισμού υπό το κράτος της καταστολής των φιλελεύθερων κινημάτων την εποχή της Παλινόρθωσης» [Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, «Η Φιλική Εταιρεία και η πολιτική γεωγραφία του Διαφωτισμού», στο Όλγα Κατσιαρδή-Hering (επιμ.), Οι πόλεις των Φιλικών: οι αστικές διαδρομές ενός επαναστατικού φαινομένου, Αθήνα, 2016, σελ. 25-26]. Σίγουρα, οι Φιλικοί δεν διατύπωσαν αναλυτικά, σε θεωρητικά κείμενα, την ιδεολογία τους, όπως παλαιότερα ο Ρήγας Βελεστινλής, αλλά η ίδια η στόχευσή της και τα μέσα που πρόκρινε καταδείκνυαν την επαναστατικότητά της. Δεν ήταν τυχαίο που στα κείμενα των Ευρωπαίων διπλωματών, Βρετανών, Αυστριακών και άλλων, η Φιλική Εταιρεία συνδεόταν, ενίοτε και ταυτιζόταν, με τις συνωμοτικές οργανώσεις των Ιταλών Carbonari και άλλων Ευρωπαίων ριζοσπαστών και η δράση της θεωρείτο ως σημαντική απειλή για τα μοναρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης της Παλινόρθωσης. Μία από τις διαστάσεις που επιχειρεί να αναδείξει η σύγχρονη έρευνα γύρω από τη Φιλική είναι το ότι η τελευταία συνιστούσε οργανικά έκφανση των φιλελεύθερων και επαναστατικών κινημάτων της μεταναπολεόντειας Ευρώπης, μέλος μίας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που διαδόθηκε αργότερα, φιλελεύθερης «Διεθνούς».

Αυτό όμως που διαφοροποίησε τη Φιλική Εταιρεία από άλλες παρόμοιες ευρωπαϊκές μυστικές οργανώσεις ήταν η ευρεία διάδοση του μηνύματός της που καταδείκνυε η μύηση σε αυτήν, ιδίως μετά το 1818 και τη μετατόπιση της έδρας της στην Κωνσταντινούπολη, χιλιάδων Ελλήνων. Στηριζόμενοι στους ελλιπείς καταλόγους του Ιωάννη Φιλήμονα, του Βαλέριου Μέξα και άλλων και στην επεξεργασία τους από τον George Frangos, παρατηρούμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των μελών της μυήθηκαν στις Ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά με εκτεταμένη αυτονομία, στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρωσία. Η Φιλική Εταιρεία όμως ξεπέρασε τα όρια των κοινοτήτων της ελληνικής διασποράς ή τα αστικά κέντρα εν γένει και κατόρθωσε να διεισδύσει με επιτυχία στην Πελοπόννησο, περιοχή που σύμφωνα με τον σχεδιασμό της θα αποτελούσε κατ’ εξοχήν τόπο εκδήλωσης της Επανάστασης. Η μύηση στην επαναστατική οργάνωση πολλών Πελοποννήσιων, και μάλιστα από τις αρχηγεσίες, πολιτικές και εκκλησιαστικές, της χερσονήσου συνιστούσε ουσιαστική προϋπόθεση για την τελεσφόρηση του εγχειρήματος. Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ηγέτες των Φιλικών, και ιδίως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, δεν επιδίωξαν την αναμόχλευση των αντιθέσεων που υπήρχαν εντός της ελληνικής κοινωνίας αλλά αντιθέτως στηρίχθηκαν στις ηγετικές της ομάδες (κοτζαμπάσηδες, ανώτεροι κληρικοί, αρματολοί) προκειμένου να παγιώσουν την ενότητα ανάμεσα στους Έλληνες και την κοινή δράση προς το «ποθούμενο».

Παρά το γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία ήταν μία ελληνική επαναστατική οργάνωση και είχε ως στόχο την εθνική απελευθέρωση, η συνεργασία με τους άλλους υπό οθωμανική κυριαρχία βαλκανικούς λαούς ήταν τόσο επιθυμητή όσο και επιδιωκόμενη. Από το 1817, η Εταιρεία αποπειράθηκε να συντονίσει τη δράση της με εκείνην του ηγέτη της πρώτης σερβικής επανάστασης Καραγιώργη (1768-1817), ενώ μετά τη δολοφονία του τελευταίου σημαντικές επαφές υπήρξαν και με τον άλλο ηγέτη των Σέρβων Milos Obrenovich (1780-1860), που απέβησαν όμως άκαρπες. Πιο γόνιμη ήταν η συνεργασία με τον Ρουμάνο Tudor Vladimirescu (1780-1821), ο οποίος βάσει ειδικής συμφωνίας ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο κίνημα των Φιλικών στη Βλαχία. Παρά τις έντονες διαμάχες που ανέκυψαν μεταξύ Ρουμάνων και Φιλικών κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1821, και που κατέληξαν άλλωστε και στην εκτέλεση του Vladimirescu, ήταν αξιοσημείωτη η ένταξη χιλιάδων Βαλκάνιων εθελοντών στις τάξεις του επαναστατικού στρατού και η συμμετοχή τους στις μάχες στο Δραγατσάνι, τη μονή Σέκου και αλλού. Αναρωτιέται κανείς ποια ήταν τα κίνητρα που τους ώθησαν να στρατευθούν σε έναν αγώνα άνισο έναντι υπέρτερων εχθρών. Φαίνεται ότι η κοινή ορθόδοξη πίστη, αλλά και το παμβαλκανικό αντιοθωμανικό και απελευθερωτικό σάλπισμα του Ρήγα Βελεστινλή αποτελούσαν ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς πολύ διαφορετικών Βαλκάνιων αγωνιστών.

Στον σχεδιασμό της Φιλικής Εταιρείας δεν έλειψε η Κύπρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «Γενικόν Σχέδιον» της Επανάστασης, η σύνταξη του οποίου πιθανότατα ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (σήμερα στην Ουκρανία), αφιερωνόταν ένα άρθρο στην Κύπρο. Αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο έτσι όπως μας το διασώζει ο Ιωάννης Φιλήμων [Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Α΄, Αθήνα 1859, σελ. 53-54]:

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. Λοιπόν ο Καλός [=Αλέξανδρος Υψηλάντης] πρέπει να γράψη προς την Μακαριότητά του προτρεπτικά δηλοποιών των πραγμάτων την κατάστασιν, διά να φιλοτιμηθή να βοηθήση αναλόγως τη φήμη της νήσου εκείνης, την οποίαν έχουν το προνόμιον οι Κύπριοι να διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δε τα γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας [Αντώνιος Πελοπίδας, «απόστολος» των Φιλικών], ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, να περάση εις Κύπρον και να εγχειρίση τη αυτού Μακαριότητι, διά να εμβάση τα χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή να στείλη τας τροφάς, όπου διορισθή∙ και τέλος να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς.

Γνωρίζουμε επίσης ότι κάποιοι Κύπριοι είχαν μυηθεί στην Εταιρεία, όπως ενδεικτικά ο Χαράλαμπος Μάλης που υπηρέτησε κατά την Επανάσταση σε πολλές κυβερνητικές θέσεις, ενώ από τις επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη γνωρίζουμε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και άλλοι εκκλησιαστικοί και κοινοτικοί παράγοντες της νήσου είχαν υποσχεθεί, όπως προαναφέρθηκε, οικονομική βοήθεια. Η Κύπρος όμως βρισκόταν μακριά από τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Φιλικών που επικέντρωναν σε περιοχές όπου είχαν καλύτερη προεργασία (Πελοπόννησος) ή θεωρούσαν ότι παρείχαν άλλα πλεονεκτήματα (Ηγεμονίες).

Η συμβολή της Φιλικής Εταιρείας στην προπαρασκευή της Επανάστασης όσο και μετέπειτα ήταν ανυπολόγιστη. Ωστόσο, πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν κατά τις μετεπαναστατικές δεκαετίες στο να παραθεωρηθεί η σημασία της, υποτιμηθεί το έργο της και αποσιωπηθεί η συμμετοχή πολλών Φιλικών στην Παλιγγενεσία. Ήταν τραγικό το ότι ένας από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος έζησε μετά την Επανάσταση για χρόνια στην ανέχεια στη Βλαχία και την Ελλάδα, πέθανε πάμφτωχος και ξεχασμένος, ενώ το μεγάλης αξίας αρχείο του εντοπίστηκε και εκδόθηκε μόλις κατά τα τέλη του 20ού αιώνα [Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου, τ. 1-4, εισαγωγή Τρ. Τσίμπανη-Δάλλα, Αθήνα 1997-2014]. Ας είναι η επέτειος των 200 ετών από το 1821 ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τη Φιλική Εταιρεία και να αξιολογήσουμε δικαιότερα την «κληρονομιά» της.

*Λέκτορας Νεοελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου

(Από το ένθετο «200 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ 1821-2021» που κυκλοφόρησε με τη «Σημερινή της Κυριακής», 21/03/2021)