Διεθνή

Σύσσωμη η Δύση κτυπάει με κάθε τρόπο τη Ρωσία

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι πίσω από την «επιδημία» απελάσεων Ρώσων διπλωματών από τις ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται οι ΗΠΑ, οι οποίες πιέζουν τους συμμάχους τους να δημιουργήσουν, συντονισμένα, ζημιά στη δημόσια εικόνα της Ρωσίας

Τους τελευταίοι μήνες τα σημεία τριβής μεταξύ Ρωσίας και δυτικών χωρών παρουσιάζουν αυξητική τάση, χωρίς να υπάρχει η αναλογική διπλωματική διευθέτηση. Με τις «πληγές» σε πολλά ζητήματα να παραμένουν ανοικτές, δεν προκαλεί έκπληξη ότι με κάθε αφορμή οι σχέσεις των δύο μερών παρουσιάζουν περαιτέρω επιδείνωση. Κεντρικό ρόλο στη διεύρυνση των μετώπων αποτελεί η νέα Κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία με συντονισμένο τρόπο και χωρίς να χάνει καμιά ευκαιρία αυξάνει την πίεση γύρω από τη Μόσχα. Σε αυτήν την προσπάθεια της Ουάσιγκτον πρωτοστατούν κυρίως χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κρατώντας ακόμα ζωντανές τις ψυχροπολεμικές μνήμες. Την ίδια ώρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση της στρατηγικής του «αιφνιδιασμού» που ακολουθεί η Ρωσία ως συντελεστής ισχύος και η δυσκολία αντιμετώπισής της από τους ηγέτες της ΕΕ.

Σύσσωμη η Δύση απέναντι στη Ρωσία

Δεν λέει να κοπάσει η αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία με κάθε ευκαιρία ενισχύεται με πρόσθετη «καύσιμη ύλη» για να παραμένει ζωντανή. Δηλητηριάσεις, περιφερειακές εντάσεις και κατηγορίες για κατασκοπία αποτελούν τους λόγους -και κάποιες φορές τις αφορμές- για την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ τους.

Σημαντικό αγκάθι αποτελεί η υπόθεση Ναβάλνι, η οποία απέκτησε νέα δυναμική μετά την απεργία πείνας τους επικριτή του Κρεμλίνου και της κακής κατάστασης στην οποία περιήλθε στη διάρκεια της κράτησής του. ΕΕ και ΗΠΑ ζητούν από τη Μόσχα να επιτρέψει σε «ανεξάρτητους» γιατρούς να επισκεφθούν τον Ναβάλνι, ενώ η Γαλλία διά στόματος του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών, Ζαν-Ιβ Λεντριάν, έκανε λόγο για «τεράστια ευθύνη» που φέρει ο Ρώσος Πρόεδρος.

Την ίδια ώρα, παρά τα σημάδια αποκλιμάκωσης, οι εξελίξεις στην Κριμαία ρίχνουν περισσότερο λάδι στο φλεγόμενο από το 2014 τοπίο της ρωσοουκρανικής διένεξης. Η ένταση κλιμακώθηκε περαιτέρω τις τελευταίες εβδομάδες. Η Ρωσία είχε αναπτύξει περισσότερους από 100.000 στρατιώτες κοντά στα ουκρανικά σύνορα, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, που θεωρούν ότι η Μόσχα μπορεί να προετοιμάζει πρόσχημα για να εισβάλει στην Ουκρανία, όπως έγινε το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας. Την Πέμπτη διεφάνησαν στον ορίζοντα κάποια σημάδια βελτίωσης, με τη διαταγή επιστροφής των στρατευμάτων στις μόνιμες βάσεις τους στο εσωτερικό της Ρωσίας και το κάλεσμα Πούτιν στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για συνάντηση.

Η κόντρα με τις ΗΠΑ όμως δεν περιορίζεται στα πιο πάνω. Ο νέος πλανητάρχης, Τζο Μπάιντεν, δικαιολογεί τη σκληρή του στάση απέναντι στη Ρωσία βάζοντας μπροστά τις κατηγορίες για ρωσική κατασκοπία, ανάμειξη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 και την μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπίθεση το 2020 κατά των ΗΠΑ. Έτσι, δεν προκάλεσε έκπληξη η ανακοίνωση της νέας δέσμης κυρώσεων κατά της Ρωσίας, μέσα στις οποίες εντάχθηκε η απέλαση Ρώσων διπλωματών και απαγόρευση αγοράς ρωσικών ομολόγων από τις αμερικανικές τράπεζες. Το Κρεμλίνο απάντησε αναλογικά, απελαύνοντας Αμερικανούς διπλωμάτες και απειλώντας μη κυβερνητικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από την Ουάσιγκτον.

Οι ιστορικοί λόγοι πίσω από τη συμπεριφορά της Τσεχίας

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι πίσω από την «επιδημία» απελάσεων Ρώσων διπλωματών από τις ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται οι ΗΠΑ, οι οποίες πιέζουν τους συμμάχους τους να δημιουργήσουν, συντονισμένα, ζημιά στη δημόσια εικόνα της Ρωσίας.

Να σημειωθεί ότι πολλοί Ρώσοι διπλωμάτες, που κατηγορούνται για κατασκοπία, απελάθηκαν τους τελευταίους μήνες από τη Βουλγαρία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Τσεχία και τη Σλοβακία. Ειδικά χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας πρωτοστατούν στο «κάλεσμα» των ΗΠΑ για αντιμετώπιση της Ρωσίας.

Τελευταίο επεισόδιο η διπλωματική κρίση μεταξύ Πράγας και Μόσχας, μετά την ανακοίνωση της τσεχικής Αστυνομίας ότι αναζητεί δύο υπόπτους για την υπόθεση του σαμποτάζ, κατόχους διαβατηρίων που συμπίπτουν με τα διαβατήρια που κατείχαν οι δύο πράκτορες της GRU, οι οποίοι θεωρούνται οι δράστες της επίθεσης με τον νευροτοξικό παράγοντα Novitchok κατά του πρώην διπλού Ρώσου πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στην Αγγλία, το 2018.

Ειδικοί διαπιστώνουν ότι πίσω από τη σκληρή «αντιρωσική» στάση των χωρών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται σύνθετοι ιστορικοί λόγοι που έχουν τις ρίζες τους στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από την πτώση του νοητού «Σιδηρού Παραπετάσματος» πριν από τρεις δεκαετίες, οι Τσέχοι πολιτικοί προσφεύγουν συχνά σε κατηγορίες για κατασκοπία κατά της διπλωματικής αποστολής της Ρωσίας στη χώρα.

Επίσης, οι μυστικές υπηρεσίες της Τσεχίας είχαν προειδοποιήσει πολλές φορές ότι η Ρωσία αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια. Σύμφωνα με το Bloomberg, μετά τις απελάσεις, η τσεχική κυβέρνηση απέκλεισε τη ρωσική εταιρεία Rosatom από τις προετοιμασίες για την προσφορά πυρηνικών αντιδραστήρων ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η διπλωματική αντιπαράθεση μάλιστα έθεσε σε συναγερμό το αρμόδιο τμήμα κυβερνοασφάλειας, το οποίο προετοιμάστηκε για το ενδεχόμενο αύξησης των κυβερνοεπιθέσεων.

Ο αιφνιδιασμός ως συντελεστής ισχύος

Ο αναλυτής Christoph Meyer θεωρεί ότι η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να βρεθεί ξανά προ εκπλήξεως όσον αφορά τα γεωπολιτικά «ανοίγματα» της Ρωσίας, αφού μπορεί να αντλήσει μαθήματα από τον πόλεμο στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Θεωρεί ότι ο παράγοντας του «αιφνιδιασμού» είναι πολλαπλασιαστής ισχύος και είναι καθοριστικός για τη στρατηγική του Κρεμλίνου. Τα τελευταία γεγονότα έχουν επιβεβαιώσει τη δεξιότητα της Μόσχας στην εκμετάλλευση της δυσανάλογης συλλογής πληροφοριών σε σχέση με τους δυτικούς. Ο ειδικός διαπιστώνει ότι είναι αρκετά εύκολο για τη ρωσική κυβέρνηση να συλλέξει ζωτικής σημασίας πληροφορίες σχετικά με τους κύριους Ευρωπαίους ηγέτες από ανοιχτές πηγές και να προβλέψει τα αδύνατά τους σημεία σε σχέση με την κρίση στην ανατολική Ουκρανία. Αντίθετα, οι Ρώσοι αξιωματούχοι λειτουργούν αποτελεσματικά στις «σκιές» και δεν ανιχνεύονται εύκολα οι κινήσεις τους. Η λήψη αποφάσεων επικεντρώνεται γύρω από τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και έναν μικρό κύκλο αξιόπιστων συμβούλων, τον οποίο δεν μπορούν να διαβάσουν εύκολα οι δυτικές Υπηρεσίες Πληροφορίων.

Έτσι η απουσία αξιόπιστων πληροφοριών τούς παγιδεύει σε μια «λογική του καθρέφτη» και σκέφτονται ποια θα ήταν η «λογική» αντίδραση της Κυβέρνησής τους σε αυτήν την κατάσταση. Ο Meyer μάλιστα ισχυρίζεται ότι δυσκολεύονται να φανταστούν ότι κάποιοι ηγέτες, όπως ο Πούτιν, θα τολμούσαν να παραβιάσουν θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης των συνόρων μιας κυρίαρχης χώρας και της προσάρτησης εδάφους ως δικών τους.

Από δυτικής σκοπιάς μια ρωσική εισβολή φαίνεται παράλογη. Μια έρευνα 905 εμπειρογνωμόνων στις διεθνείς σχέσεις έδειξε ότι μόνο το 14% προέβλεπε μια ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία, λίγες μόνο ημέρες πριν από την τελευταία.