Διεθνή

Ένα «θεόσταλτο» όπλο στα χέρια κυβερνήσεων

Στον «πόλεμο» που κήρυξε η Κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν κατά της ελευθεροτυπίας, φαίνεται ότι χρησιμοποίησε το λογισμικό της Pegasus

Οι αποκαλύψεις για το λογισμικό Pegasus, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την παρακολούθηση δημοσιογράφων, πολιτικών, ακτιβιστών, δικηγόρων ή ακόμη επικεφαλής επιχειρήσεων, αν και δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, καταδεικνύουν ότι τα εξειδικευμένα προγράμματα κατασκοπείας δεν αποτελούν πλέον «προνόμιο» μόνο για τα ισχυρά κράτη, αλλά μπορούν να πωληθούν στην ελεύθερη αγορά. Το εν λόγω λογισμικό, το οποίο εμπορεύεται η ισραηλινή εταιρεία NSO, μόλις καταφέρει να εισέλθει σε ένα smartphone, επιτρέπει την ανάκτηση μηνυμάτων, φωτογραφιών, επαφών, ακόμη και την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του κατόχου του. Έτσι, δεν αποτέλεσε έκπληξη η αναζήτηση εξηγήσεων από το Ισραήλ, λαμβάνοντας υπόψη τους ψιθύρους για στενή συνεργασία της κυβέρνησης με αυτές τις εταιρείες για εξασφάλιση διπλωματικών διευκολύνσεων από τους υποψήφιους πελάτες τους. Από τις χώρες που κατηγορούνται για χρήση αυτών των μεθόδων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ουγγαρία, η οποία δεν είναι ξένη προς τις κατηγορίες για παραβίαση των κανόνων του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Από την άλλη, δεν αρκεί μόνο η αποκάλυψη του σκανδάλου, αλλά αντίθετα θεωρείται κρίσιμης σημασίας η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, ίσως μέσω μιας διεθνούς αλληλοκατανόησης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει πιθανόν και στο φρενάρισμα της βιομηχανίας αυτής.

Η ύποπτη δραστηριότητα του Ισραήλ

Το θρίλερ κατασκοπείας, στο οποίο εξελίσσεται η υπόθεση Pegasus, εύλογα έστρεψε τα βλέμματα προς το Ισραήλ, τον παγκόσμιο ηγέτη στην έρευνα και την ανάπτυξη τεχνολογικού και στρατιωτικού εξοπλισμού. Όντας μια χώρα σε «πολιορκία», ανέπτυξε τον τεχνολογικό τομέα ως ανάγκη, ώστε να έχει το συγκεκριμένο πλεονέκτημα έναντι των εχθρών της.

Σύμφωνα με ειδικούς, αυτός είναι ο λόγος που το Ισραήλ έχει δημιουργήσει επιδέξιες μονάδες τεχνολογίας και πληροφοριών στη Mossad, στον στρατό και στο Υπουργείο Άμυνας. Ο ίδιος ο Υπουργός Άμυνας της χώρας, Μπένι Γκαντς, κληθείς να σχολιάσει το σκάνδαλο, υποστήριξε ότι «το Pegasus προορίζεται για χρήση μόνο από κυβερνητικές υπηρεσίες πληροφοριών και υπηρεσίες επιβολής του νόμου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του εγκλήματος. Η πολιτική εξαγωγών του Ισραήλ προορίζεται γι’ αυτούς τους σκοπούς».

Αναλυτές ξεχωρίζουν τη μονάδα 8200, ως το μεγαλύτερο και σημαντικότερο σώμα των Στρατιωτικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (Military Intelligence). Η μονάδα αυτή είναι υπεύθυνη για τη συλλογή δεδομένων και πληροφοριών, την έρευνα, την ανάλυση, την αποκρυπτογράφηση και την επεξεργασία τους, καθώς και την υποστήριξη ειδικών επιχειρήσεων πίσω από τις εχθρικές γραμμές.

Από τις τάξεις της μονάδας 8200 προέρχονται οι Shalev Hulio και Omri Lavie, ιδρυτές της NSO. Και το κοινό τους με άλλους αποφοίτους ανάλογων μονάδων των Υπηρεσιών Πληροφοριών είναι η τάση τους για αξιοποίηση όσων διδάχθηκαν για τη στρατιωτική τεχνολογία, παρέχοντας ανάλογες υπηρεσίες και τεχνογνωσία στην ευρύτερη αγορά.

Σύμφωνα με ειδικούς, οι επιχειρηματικές αυτές ανησυχίες υποστηρίζονται από την αμυντική βιομηχανία του Ισραήλ για την προώθηση και εξαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού (από πυραύλους μέχρι λογισμικά) στο εξωτερικό. Ο στόχος, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο οικονομικός, όσο διπλωματικός. Με την πώληση όπλων ή λογισμικού, το Ισραήλ αποκτά πρόσβαση σε χώρες, οι οποίες προηγουμένως δεν είχαν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ.

Η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz κάνει ειδική μνεία στον πρώην πρωθυπουργό της χώρας, Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον οποίο κατηγορεί ότι ταξίδευε σε χώρες που ήταν υποψήφιοι πελάτες της NSO και χρησιμοποιούσε το λογισμικό ως «διπλωματικό συνάλλαγμα» για να προωθήσει τα συμφέροντα του Ισραήλ.

Το σύστημα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Middle East Eye, δούλευε ως εξής: «Το Υπουργείο Άμυνας ενέκρινε, έδινε άδεια ή ακόμα ενθάρρυνε εταιρείες όπως η NSO και η Cellebrite να πουλήσουν αυτά τα εργαλεία σε δικτάτορες, αστυνομικές Αρχές και υπηρεσίες ασφαλείας. Σε αντάλλαγμα, αυτές οι κυβερνήσεις ήταν έτοιμες να συνάψουν σχέσεις με το Ισραήλ ή να συνεργαστούν μαζί του για να του παρέχουν πληροφορίες». Ως παράδειγμα χρησιμοποιεί το Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο το Ισραήλ πούλησε όπλα και τεχνολογικό εξοπλισμό. Η κυβέρνηση του Μπακού χρησιμοποίησε αυτά τα εργαλεία για να κατασκοπεύει πολιτικούς της αντιπάλους και δημοσιογράφους, αλλά ως αντάλλαγμα επέτρεψε στο Ισραήλ να χρησιμοποιεί το έδαφός της ως εφαλτήριο για ειδικές επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών για το Ιράν.

Ένα «θεόσταλτο» εργαλεία στα χέρια του Όρμπαν

Στον «πόλεμο» που κήρυξε η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν κατά της ελευθεροτυπίας, φαίνεται ότι χρησιμοποίησε το λογισμικό της Pegasus.

Αυτό τουλάχιστον καταδεικνύουν τα δεδομένα που επικαλείται ο γαλλικός μη κερδοσκοπικός δημοσιογραφικός οργανισμός Forbidden Stories, σύμφωνα με τα οποία δεκάδες Ούγγροι πολίτες είχαν επιλεχθεί ως στόχοι πριν από το πιθανό χακάρισμά τους από το εν λόγω λογισμικό. Ενδεικτικό είναι ότι περισσότερα από 300 ουγγρικά τηλέφωνα βρίσκονται στη λίστα με τα 50.000 smartphones που παρακολουθούνται, κάποια από αυτά με το Pegasus.

Αν και η Κυβέρνηση Όρμπαν αρνείται ότι χρησιμοποίησε τέτοιες μεθόδους, πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ο φόβος κάποιων κυβερνητικών στελεχών για συνωμοσίες εναντίον τους από ανεξάρτητους δημοσιογράφους, ίσως τους έσπρωξε προς τον δρόμο των υποκλοπών μέσω του Pegasus. Το κύριο χαρακτηριστικό που εντοπίζουν στην περίπτωση της Ουγγαρίας είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμιά περίπτωση σωματικής βίας εναντίον δημοσιογράφων. Αντίθετα, ο Όρμπαν σε αυτό τον «πόλεμο» χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα, όπως παρενόχληση δημοσιογράφων, άσκηση πίεσης στους ιδιοκτήτες των μέσων, απόσυρση διαφημίσεων και στοχευμένες επιθέσεις κυβερνητικών προσωπικοτήτων εναντίον των «αντιφρονούντων».

Σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian, ο Ούγγρος δημοσιογράφος Szabolcs Panyi παρακολουθώντας τα στοιχεία που προέκυψαν από την ανάλυση έφτασε στο εξής συμπέρασμα: Κάθε φορά που απέστελλε αίτημα για σχόλιο από την Κυβέρνηση πάνω σε σημαντικά ζητήματα, το κινητό του μολυνόταν από το λογισμικό της Pegasus. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει, η κυβέρνηση με αυτό τον τρόπο προλάβαινε την εξέλιξη της είδησης, μάθαινε τι θα δημοσιευόταν, ενώ αποκτούσε γνώση των πηγών του δημοσιογράφου.

Πρώην υπάλληλος της NSO που επικαλείται η Guardian υποστηρίζει ότι η Ουγγαρία είναι μέσα στη λίστα των πελατών της εταιρείας. Φαίνεται ότι απέκτησε το λογισμικό το 2017, μετά την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Νετανιάχου, ο οποίος θεωρείτο από τους στενούς συμμάχους του Όρμπαν.

Από την άλλην, η κυβέρνηση του Όρμπαν διέψευσε τη χρήση του λογισμικού Pegasus από τις ουγγρικές μυστικές υπηρεσίες για να κατασκοπεύουν ακτιβιστές και αντιφρονούντες, καθώς και οποιαδήποτε συνεργασία με το Ισραήλ, όπως την κατηγορούν διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Αν και η είδηση για το σκάνδαλο υποκλοπών βρέθηκε στο πρωτοσέλιδο των περισσοτέρων διεθνών Μέσων, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος της Ουγγαρίας μόλις και μετά βίας ασχολήθηκε με τις εγχώριες ή τις διεθνείς πτυχές της. Από πλευράς κυβέρνησης, πρώτη αναφέρθηκε στην υπόθεση η υπουργός Οικογένειας, Κάταλιν Νόβακ, λέγοντας όμως ότι δεν ασχολείται με φημολογίες των Μέσων Ενημέρωσης.

Πώς μπορεί να μπει φρένο;

Νομικοί και ειδικοί σε θέματα διαδικτύου, μιλώντας στην Washington Post, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να μπει ένα διεθνές φρένο στην βιομηχανία λογισμικών παρακολούθησης, η οποία για χρόνια κινείται στις σκιές και η δράση της ξεσκεπάζεται μόνο από οργανώσεις και δημοσιογραφικές έρευνες.

Υποστηρίζουν ότι εκατοντάδες εταιρείες παγκοσμίως ανταγωνίζονται για ένα κομμάτι της «χρυσής» πίτας του τομέα της ιδιωτικής παρακολούθησης. Οι τομείς που εξειδικεύονται είναι διαφορετικοί. Άλλες επικεντρώνονται στις παρεμβολές σε κινητά ή τάμπλετ, άλλες στις παρακολουθήσεις υπολογιστών, άλλες σε εφαρμογές αναγνώρισης προσώπων ή υποκλοπή δεδομένων από τον χρήστη.

Σε κάθε περίπτωση, πωλούν υπηρεσίες και προϊόντα σε κυβερνήσεις, χωρίς να νοιάζονται για το πώς θα χρησιμοποιηθούν από κάθε πελάτη, ενώ δεν τίθεται καθόλου το ζήτημα της διαφάνειας σε αυτές τις σκοτεινές αγοραπωλησίες.

Γι’ αυτό, θεωρούν ότι θα πρέπει να αναληφθεί δράση σε παγκόσμιο επίπεδο για τον περιορισμό της βιομηχανίας αυτής. Στη βάση αυτής της ιδέας, τάσσονται υπέρ ενός μορατόριουμ στην πώληση και τη μεταφορά τέτοιου είδους λογισμικών, μέχρι να εφαρμοστεί ένα παγκόσμιο καθεστώς επιτήρησης και περιορισμού αυτών των εργαλείων.

Κατά τη διάρκεια αυτού του μορατόριουμ, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διαπραγματευτούν ένα καθεστώς, το οποίο θα ελέγχει ζητήματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαφάνειας. Εάν αποτύχει αυτό το καθεστώς, κρίνεται επιτακτική ανάγκη τα δημοκρατικά κράτη να αποφασίσουν την απαγόρευση της χρήσης και εξαγωγής αυτών των τεχνολογιών.