Συνεντεύξεις

«Το γαϊτανάκι της μνήμης» ξαναζωντανεύει το Βαρώσι

Αρετή Γ. Λόρδου - Ιωνίδου: «Το “γαϊτανάκι της μνήμης” λες και θέλει να κρατήσει ζωντανά και αναλλοίωτα όσα ζήσαμε στο Βαρώσι, στην Καντάρα, στα κατεχόμενα χωριά μας»

Με όσα κατέγραψε στο βιβλίο των παιδικών της αναμνήσεων, γέλασε, νοστάλγησε, πόνεσε, έκλαψε… Όμως άξιζε τον κόπο! Ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν, που έπρεπε να γίνει. Όπως λέει η ίδια το όφειλε στα παιδιά της, στους συμπολίτες της, σε όσους έζησαν παρόμοια με κείνη βιώματα. «Το “γαϊτανάκι της μνήμης” λες και θέλει να κρατήσει ζωντανά και αναλλοίωτα όσα ζήσαμε στο Βαρώσι, στην Καντάρα, στα κατεχόμενα χωριά μας». Αυτό αναφέρει η συγγραφέας του βιβλίου Αρετή Γ. Λόρδου –Ιωνίδου, μιλώντας για την αυτοβιογραφία της. Σε συνέντευξή της στη «Σημερινή», ξεδιπλώνει ακόμα περισσότερο τις σκέψεις της πίσω από τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου. Εξηγεί ποια ήταν η ανάγκη που την ώθησε να το συγγράψει, λέγοντας πως το γράψιμο ήταν για εκείνη θεραπευτικό, ενώ παράλληλα αναφέρεται στα όσα εξιστορεί μέσα από αυτό.

ΑΡΕΤΗ.jpg

Ποια ήταν η ανάγκη που σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Για πολλά χρόνια κατάφερνα να καταπνίγω τον αβάστακτο πόνο και τη θλίψη που έφερνε η ανάμνηση των σκληρών και απάνθρωπων γεγονότων που βιώσαμε όλοι το καλοκαίρι του 1974, με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Τις νύκτες, για να κοιμηθώ, η φαντασία μου ταξίδευε στις γειτονιές του Βαρωσιού. Προσπαθούσα να φέρνω στη σκέψη μου όμορφες εικόνες από την προηγούμενη ευτυχισμένη ζωή μας στο Βαρώσι, στην Καντάρα, στον Άγιο Σέργιο. Οσφραινόμουν με λαχτάρα τις μυρωδιές της φύσης και τις ευωδίες που αναδύονταν από τον φούρνο της αυλής στο χωριάτικο σπίτι του παππού μου. Ήταν δύσκολο να κουμαντάρω τα έντονα συναισθήματά μου. Γι’ αυτό επιβαλλόταν να καταγράψω τις αναμνήσεις μου πριν ξεθωριάσουν. Γιατί ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Το γράψιμο ήταν για μένα θεραπευτικό. Θέλησα να μοιραστώ αυτές τις αναμνήσεις με τους συμπατριώτες μου που είχαν παρόμοια βιώματα με μένα. Να γυρίσουν και αυτοί τον χρόνο πίσω και να ξαναζήσουν μέσα από τις όμορφες αναμνήσεις. Θα ήταν άδικο να χαθεί στο βάθος του χρόνου και να ξεχαστεί η διαφορετική εκείνη ζωή που οι κάτοικοι της πόλης και της επαρχίας Αμμοχώστου έζησαν τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Γιατί φεύγοντας η δική μου γενιά θα χαθούν οι εμπειρίες και οι γνώσεις από μια άλλη εποχή που ο καθένας από εμάς κουβαλά μέσα του. Έτσι δημιουργήθηκε «Το γαϊτανάκι της μνήμης», που γράφτηκε με πολύ μεράκι για να επουλώσει πληγές. Πρώτα τις δικές μου.

Τι εξιστορεί το «γαϊτανάκι της μνήμης»;

Το βιβλίο καταγράφει την ιστορία της οικογένειάς μου από την περίοδο όταν οι παππούδες μου άρχιζαν να φτιάχνουν τη ζωή τους μέχρι την περίοδο που τελείωνε η παιδική μου ηλικία, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η επαγγελματική πορεία του πατέρα μου Γεωργίου Λόρδου κατέχει σημαντική θέση στο βιβλίο. Το βιβλίο δίνει μια καλή εικόνα της εποχής, καθώς περιέχει ιστορικά, λαογραφικά και κοινωνιολογικά στοιχεία. Είναι ένα ταξίδι στη ζωή που όλοι ζήσαμε. Μέσα από τη δική μου βιογραφία αναδύονται στοιχεία για τη ζωή τού τότε, για τα παιγνίδια που παίζαμε παιδιά με τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τα γειτονόπουλα. Για τον τρόπο διασκέδασης των ανθρώπων, τις συνήθειές τους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Περιγράφω ήθη και έθιμα του τόπου μας και τις φυσικές ομορφιές της Κύπρου, όπως ήταν τότε. Σημαντική θέση στο βιβλίο κατέχουν επίσης οι ασχολίες των ανθρώπων της τότε εποχής, όπως η βαμβακοκαλλιέργεια, η μεταξουργία, το επάγγελμα του παπλωματά και του γανωματή∙ επαγγέλματα άγνωστα στους νέους σήμερα.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια στο Βαρώσι;

Πιο έντονα θυμάμαι και νοσταλγώ τους ανθρώπους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Ο κόσμος πιστεύω πως ήταν πιο υπομονετικός. Υπήρχε ευγένεια, αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Με μια χειραψία έκλειναν τις αρχικές τους συμφωνίες. Θυμάμαι επίσης τα ξέγνοιαστα παιδικά μας χρόνια, τις άπειρες τρέλες μας, καθώς και τα ξεσκισμένα κεντητά μαξιλαροντύματα της μάνας μας μετά από τον άγριο μαξιλαροπόλεμο με τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Η αποικιοκρατική διοίκηση άρχισε ύπουλα να σπέρνει τη διχόνοια, που μαζί με τον εθνικισμό κατάφεραν να δηλητηριάσουν τις ζωές μας και να μας οδηγήσουν στα χάλια που είμαστε σήμερα.

Τι είναι αυτό που σας λείπει περισσότερο αυτά τα 47 χρόνια που ζείτε μακριά από το σπίτι σας;

Περισσότερο μού λείπει το Βαρώσι με την όμορφη παραλία του καλυμμένη με την ολόχρυση άμμο. Μου λείπει η κρυσταλλένια θάλασσα με τους λαξευτούς βράχους που στέκονται ακόμα, μοναδικά έργα τέχνης σμιλεμένα από τη φύση μέσα στους αιώνες και που καρτερούν τον γυρισμό μας. Μου λείπει η Καντάρα με τις ομορφιές της. Η Κύπρος τότε ήταν καταπράσινη. Τα δάση πλούσια και πανέμορφα. Καταρράχτες κατέβαιναν από ψηλά και ρυάκια μετέφεραν νερό που πότιζε τα περβόλια στο διάβα του. Με τα θεόρατα πεύκα και το κράμα από τις υπέροχες μυρωδιές που ανέδυαν τα μερσίνια, η σπατζιά και το θρουμπί. Μου λείπει η μυρωδιά του άγριου μιτσικόριδου και τα μοναδικά κυκλάμινα. Μου λείπει το ηλιοβασίλεμα από το «Μπαλκονάκι» και η ανάβαση στο κάστρο της Ρήγαινας, η θέα από τις φαγωμένες από τον χρόνο πολεμίστρες προς τον Δαυλό και το Γεράνι, όπως και προς τον κόλπο της Αμμοχώστου και τη Μεσαρκά.

Όπως αναφέρετε κι εσείς, «σαν από ειρωνεία της τύχης, το βιβλίο βγαίνει στο φως σε μια χρονική στιγμή που βλέπουμε την πόλη μας να χάνεται». Ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτές τις μαύρες εξελίξεις; Πώς βιώνετε εσείς τα όσα συμβαίνουν;

Αισθάνομαι όπως κάθε άνθρωπος που βλέπει την πατρίδα του να χάνεται. Απέραντη λύπη, θυμό, αλλά κυρίως απελπισία για την έλλειψη ηγεσίας με όραμα, ευθυκρισία, αυτοκριτική διάθεση. Χωρίς καμιά ικανότητα για συνδιαλλαγή και λήψη αποφάσεων. Είναι μια κατάσταση που μας αφήνει στάσιμους. Οι πολιτικοί και οι επιτήδειοι πολιτικάντηδες διαχρονικά αναπτέρωναν τις φρούδες ελπίδες μας με λόγια που και μείς θέλαμε να ακούμε. Γλυκά λόγια που μας αποπλανούσαν. Που έθρεφαν τις ψευδαισθήσεις μας όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Τα κερδηθέντα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, το 555 και 789, που απέδιδαν την πόλη στα Ηνωμένα Έθνη, μας γέννησαν την προσδοκία ότι κάτι καλό θα συνέβαινε και ζούσαμε με την ελπίδα της επιστροφής και μιας δίκαιης για όλους τους Κυπρίους λύσης. Τα ψηφίσματα όμως δεν εφαρμόζονται από μόνα τους. Διεκδικείται δυναμικά και επίμονα η εφαρμογή τους. Αλλά οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου ήταν απασχολημένες με πιο «επικερδείς» για τις ίδιες ασχολίες. Δεν θέλησαν να δουν πιο μακριά. Η τουρκική πλευρά ξέρει να περιμένει ώσπου να παγιωθεί μια προσωρινή κατάσταση σε τετελεσμένο γεγονός. Η δική μας πλευρά υπήρξε πάντοτε ουραγός στα γεγονότα. Ποτέ μπροστάρης. Τώρα η ελπίδα μας θάφτηκε στο Βαρώσι. Οι Βαρωσιώτες και όλοι οι Κύπριοι που νοιάζονται για τον τόπο τους και για το μέλλον των παιδιών τους είναι απελπισμένοι. Ενώ χάνεται οριστικά ή πόλη μας, η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της παραμένει απαθής. Μάλλον δεν θέλει αλλά ούτε και έχει την ικανότητα να αντιδράσει δυναμικά. Όλα μάς δόθηκαν πλουσιοπάροχα σε αυτήν τη γη. Αντί να προβάλουμε την ιστορία, τον πολιτισμό, τις φυσικές ομορφιές του τόπου μας, καταφέραμε να επικρατήσουν οι αρνητικές εικόνες της σύγχρονης Κύπρου.

Πού μπορούν οι αναγνώστες μας να βρουν το βιβλίο σας;

Το βιβλίο μου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κύτταρο και που το επιμελήθηκε ο ιστορικός και συγγραφέας Μάριος Θρασυβούλου, διατίθεται από τον εκδοτικό οίκο και στα πιο κάτω βιβλιοπωλεία: Λευκωσία: Πάργα, Σολώνειο, Λεμεσός: Κ. Π. Κυριάκου (Δικαστήρια), Κyriacou Book shops (Άγιος Αθανάσιος) και Βενέλιο, Λάρνακα: Πάργα, Academic & General Bookshop και Πάφος: Πάργα.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 19/09/2021)