Η εμπεδωμένη διαφθορά ξεπλένει το ρουσφέτι
Η φράση της καθαρεύουσας «συνελήφθη κλέπτων οπώρας» δεν αναφέρεται φυσικά σε κάποιον που τον συνέλαβαν, επειδή έκλεπτε φρούτα. Κυρίως αναφέρεται σε ενέργειες που είναι αντίθετες με το πνεύμα και τους όρους της ηθικής, που επικρατούν σε μια κοινωνία και σε κάποια περίοδο. Έτσι, χαρακτηρίζεται ότι «κλέβει οπώρας» κάποιος που ενεργεί με τρόπο ανέντιμο και παραβαίνει τους κανόνες της ηθικής και της δεοντολογίας. Και μάλιστα ενεργεί με τρόπο ύπουλο και πονηρό, για να καλύψει την πράξη του, που δεν είναι αποδεκτή από την κοινωνία και την επικρατούσα ηθική. Αν η πράξη αποκαλυφθεί, τότε λέμε ότι ο δράστης «συνελήφθη κλέπτων οπώρας».
Στην εποχή που ζούμε η δεοντολογία έχει καταργηθεί, οι ηθικοί κανόνες έχουν ξεθωριάσει και έχουν ατονήσει, οι αξίες και οι αρχές έχουν παροπλιστεί και συνήθως κανένας δεν «συλλαμβάνεται κλέπτων οπώρας». Αλλά και να «κλέψει οπώρας», απλώς απολαμβάνει το αντικείμενο της κλοπής. Τα «καλά και συμφέροντα» θεωρούνται ότι είναι νόμιμα και ηθικά.
Στην αλλαγή αυτή συνέβαλε σημαντικά και η διαφθορά, που έχει κατακτήσει όλους τους τομείς της ζωής μας. Η διαφθορά και η διαπλοκή έχουν εμπεδωθεί ως χαρακτηριστικά της εποχής μας και ασκούνται με επιμέλεια σε κάθε εκδήλωση της πολιτικής και της οικονομικής ζωής του τόπου. Ο μέσος Κύπριος έχει εμπεδώσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας. Την έχει αποχαρακτηρίσει από τα κακά της κοινωνίας και την θεωρεί φυσικό επακόλουθο. Το χειρότερο, η πλειοψηφία των πολιτών αναμένουν να έχουν κάποιο πλεονέκτημα ρουσφετιού, ως αποτέλεσμα της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών καταδίκαζε τις εκδηλώσεις διαφθοράς και διαπλοκής και απαιτούσε κάθαρση. Αυτό όμως παρέμεινε μια θεωρητική αντίδραση. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών έδειξαν ότι η διαφθορά είναι ανεκτή για τη μάζα των ψηφοφόρων και των απεχόντων. Αντίθετα, έδειξαν ότι ενοχλούνται από την επίμονη απαίτηση για πάταξη της διαφθοράς.
Το τελευταίο ρουσφέτι με τους πολιτικούς συνεργάτες του ΠτΔ έδειξε ότι η ανοχή της διαφθοράς έχει και την ικανότητα να ξεπλένει το ρουσφέτι. Η μετατροπή των πολιτικών συνεργατών του ΠτΔ με καθορισμένο τερματισμό των υπηρεσιών και η μετατροπή τους σε δημοσίους υπαλλήλους αορίστου χρόνου ήταν ένα καραμπινάτο ρουσφέτι, ένας παράνομος διορισμός σε θέση δημοσίου υπαλλήλου.
Υπάρχει νόμος που έχει καταστήσει το ρουσφέτι παράνομη και αξιόποινη πράξη. Είμαστε υπόχρεοι να εξαιρέσουμε τον ΠτΔ, τον ηθικό δηλαδή αυτουργό αυτού του ρουσφετιού, επειδή το αξίωμά του τού δίνει ασυλία. Υπάρχουν όμως και οι αυτουργοί που εκτέλεσαν το ρουσφέτι, για το οποίο παρέθεσε στοιχεία ο Γ. Ελεγκτής και το οποίο απασχόλησε τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το ρουσφέτι έγινε φωνακτή παρανομία.
Και όμως δεν έγινε καμιά καταγγελία στην Αστυνομία. Ούτε ο Γ. Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία να κάμει ανακρίσεις και να διαπιστώσει αν υπήρξε παράβαση του νόμου. Γιατί, το ρουσφέτι κάποιοι το έκαμαν. Και κάποιοι πιθανόν να έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα.
Αντίθετα. Ο ΠτΔ απειλεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη και απειλεί ότι οι ευεργετηθέντες από το ρουσφέτι θα αποταθούν στη Δικαιοσύνη και να απαιτήσουν τη δικαίωσή τους. Η διαπλοκή και η διαφθορά έκαμαν το θαύμα τους. Ξέπλυναν το ρουσφέτι.
Έτσι, κανένας δεν κινδυνεύει να προσαχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης, όταν «συλληφθεί κλέπτων οπώρας». Αντίθετα, απευθύνεται στη Δικαιοσύνη, κατηγορώντας αυτούς που αποκάλυψαν και ματαίωσαν το ρουσφέτι. Ζητούν δηλαδή και ρέστα. Το ρουσφέτι είναι πια ξεπλυμένο. Ο καθένας μπορεί να το επιδιώκει και μάλιστα να το απαιτεί. Αυτό αποκομίζει ο κάθε πολίτης, που είναι και ψηφοφόρος. Και αυτή η νοοτροπία δικαιολογεί και τα αποτελέσματα των εκλογών.