Αναλύσεις

Πώς ο ελληνικός στρατός σταμάτησε την ιταλική εισβολή

Οι στρατηγικές αποφάσεις των Ελλήνων, η ιταλική πανωλεθρία στην Ήπειρο, η ελληνική αντεπίθεση και το λουτρό αίματος στο ύψωμα 731

Οι επικές μάχες των δυτικών και των ανατολικών μετώπων, όπως και οι ναυμαχίες στον Ειρηνικό Ωκεανό, είναι συχνά στο επίκεντρο και η μεγάλη εικόνα, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο, κάθε μάχη, ακόμη και η πιο μικρή, ήταν κρίσιμη και αποφασιστική. Η εισβολή της Ιταλίας -και μετέπειτα της Γερμανίας- στην Ελλάδα δεν έχει αναλυθεί εις βάθος και επιχειρησιακά, για ν’ αναδειχθεί ο ελληνικός άθλος και η ανδρεία των μαχητών της Πίνδου.

Σημαντικός προ-πολεμικός παράγοντας ήταν ο στρατηγικός προσανατολισμός, για επέκταση του Βασιλείου της Ιταλίας, ώστε να δημιουργήσει μια πανίσχυρη αποικιοκρατική αυτοκρατορία.

Πριν από την εισβολή στην Ελλάδα προηγήθηκε, λοιπόν, η κατάκτηση εδαφών από την Ιταλία, στην αφρικανική ήπειρο, ενώ ήταν έκδηλη η πρόθεση της Ρώμης για κυριαρχία σε όλη τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.

Τα σύννεφα του ελληνοϊταλικού πολέμου ξεκίνησαν να εμφανίζονται όταν η Ρώμη κατέλαβε την Αλβανία, αλλά και από τη διαμόρφωση των τότε γεωπολιτικών συμμαχιών. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πλάνο της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα καθυστέρησε και έμεινε στην άκρη, διότι οι Ιταλοί μάχονταν κατά των Βρετανών, στη Λιβύη, μη μπορώντας να ανοίξουν άλλο μέτωπο.

Ωστόσο ο Ιταλός τότε Υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος πίεζε για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, έπεισε τον Μουσολίνι για στρατιωτική επέμβαση στη Βόρεια Ελλάδα, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1940.

Έτσι, μεγάλες μηχανοκίνητες ιταλικές μονάδες ξεκίνησαν να κατακλύζουν την Αλβανία και, σε συνεργασία με άτακτους σχηματισμούς Αλβανών, απειλούσαν τα ελληνικά σύνορα. Εκείνο το διάστημα, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να προκαλέσουν την Ελλάδα, για να τους δώσει το τέλειο άλλοθι για στρατιωτική εισβολή. Ήδη οι προβοκατόρικες ενέργειες έφτασαν στην κορύφωσή τους από τον Αύγουστο, όταν το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino» τορπίλισε και βύθισε το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη».

Η ελληνική ηγεσία επέδειξε άγνοια για τα αίτια της επίθεσης, αλλά ξεκίνησε τις προετοιμασίες για πόλεμο. Όταν οι δυνάμεις των Ναζί έμπαιναν στη Ρουμανία στις 12 Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι αποφάσισε να δράσει. Στις 28 Οκτωβρίου, τα ξημερώματα, ο Γκαλεάτσο Τσιάνο έστειλε τελεσίγραφο στον Έλληνα τότε Πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά, δίνοντάς του δύο επιλογές: Την κατοχή ή τον πόλεμο.

Η εισβολή…

Μετά το εκκωφαντικό «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά, 140 χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες ξεκίνησαν να εισβάλουν στην Ελλάδα, σε μια γραμμή μετώπου 150 χιλιομέτρων. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι η εισβολή θα ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα, απέναντι σε 36 χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες, απολαμβάνοντας το πλεονέκτημα 3/1 απέναντι στους αμυνόμενους.

Οι πολιτικές ίντριγκες εντός της Ελλάδας, τις πρώτες ώρες της εισβολής, σίγησαν και η επιστράτευση ξεκίνησε. Το αίσθημα εθνικής ενότητας κατέκλυσε τους Έλληνες, οι οποίοι ενστικτωδώς γύρισαν το κεφάλι προς το βόρειο μέτωπο.

Αμέσως σχηματίστηκε η 8η Μεραρχία εφέδρων, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμίτρου, η οποία αναπτύχθηκε στην Ήπειρο. Δεν είχαν άρματα μάχης και διέθεταν λιγοστά πολυβόλα και μέσα πυροβολικού. Παράλληλα, η 9η Μεραρχία Πεζικού αναπτύσσεται στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Αυτές οι δύο Μεραρχίες, υποστηριζόμενες από μικρότερους σχηματισμούς, κλήθηκαν ν’ αποκρούσουν την ιταλική εισβολή, μέχρι να έρθουν περισσότερες ενισχύσεις.

Οι επιτιθέμενοι μοίρασαν το μέτωπο σε τρεις τομείς. Το μέτωπο της Ηπείρου, του οποίου την ευθύνη για την κατάληψη είχε ο Ιταλός Στρατηγός, Κάρλο Ρόσι. Το μέτωπο εκτεινόταν από τη θάλασσα, μέχρι τα Ιωάννινα και οι Ιταλοί επιτέθηκαν με το 25ο Σώμα Στρατού «Τσαμουρία», το οποίο αποτελείτο από την 23η Ορεινή Μεραρχία Πεζικού «Ferrara”, την 51η Μεραρχία «Siena», την Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία «Centauro», την 6η, 7η και 19η Ταξιαρχία Ιππικού και με την υποστήριξη βαρέος Πυροβολικού.

Ο άλλος τομέας ήταν αυτός της Πίνδου, του οποίου την ευθύνη ανέλαβε ο Στρατηγός Μάριο Τζιρότι, με την Μεραρχία «Τζούλια», η οποία αποτελούσε την ελίτ του ιταλικού ορεινού πεζικού.

Ο ανατολικός τομέας, στα σύνορα Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας, είχε απέναντί του το 26ο Σώμα Στρατού της Ιταλίας, υπό τις διαταγές του Γκαμπριέλο Νάσι. Αποτελείτο από την 19η Ταξιαρχία «Venezia», την 29η «Piedmonte» και την 49η «Parma», όλες εξοπλισμένες με βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και πολυβόλα.

Η απόκρουση της επίθεσης…

Οι Έλληνες τα πρώτα 24ωρα οπισθοχώρησαν στο τρίγωνο «Ελαία – Καλπάκι – Καλαμάς», για την υπεράσπιση των Ιωαννίνων, της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Το μυστικό της μετέπειτα επιτυχίας του Ελληνικού Στρατού κρύβεται σε μιαν απόφαση, εκείνα τα 24ωρα, όταν ο Αρχηγός του Ε.Σ., Αλέξανδρος Παπάγος, έδωσε πλήρη ελευθερία των κινήσεων στον Στρατηγό Κατσιμίτρο, με την αποστολή να κρατήσει την ιταλική επίθεση μέχρι την αποστολή ενισχύσεων για αντεπίθεση.

Ο Κατσιμίτρος βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος, να αμυνθεί στο τρίγωνο «Ελαία – Καλπάκι – Καλαμάς», ή να υποχωρήσει στη δεύτερη γραμμή Άμυνας και στην Πρέβεζα, η οποία αποτελούσε την «πύλη» για τη νότια Ελλάδα. Ο Έλληνας στρατηγός αποφάσισε να μην υποχωρήσει και να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα των ελληνικών βουνών, τα οποία χρησιμοποίησε ως φυσικά φρούρια.

Στις 2 Νοεμβρίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση προς την πρώτη αμυντική γραμμή του Ε.Σ.. Μέχρι τις 5 Νοεμβρίου οι Ιταλοί κατέλαβαν το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, με τις ελληνικές δυνάμεις να υποχωρούν εκ νέου, για να διασφαλίσουν τα περάσματα που οδηγούσαν στη Νότια Ελλάδα. Στις 8 Νοεμβρίου, ωστόσο, η Ιταλική επίθεση σταμάτησε για πάντα.

Η αντεπίθεση των Ελλήνων…

Στο μεταξύ, η Μεραρχία «Τζούλια» είχε εδαφικά κέρδη, κατακτώντας την Κόνιτσα, τη Βαβούσα και τη Σαμαρίνα. Ωστόσο ο καλύτερος σύμμαχος των Ελλήνων, ο παγωμένος καιρός, τους σταμάτησε. Ο Παπάγος τότε αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα, στέλνοντας ενισχύσεις.

Έτσι ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση. Με γρήγορους ελιγμούς, ο Ε.Σ. περικύκλωσε τη Μεραρχία «Τζούλια» στη Σαμαρίνα. Η ταλαιπωρημένη «Τζούλια» ηττήθηκε ολοκληρωτικά και έχασε τα εδάφη τα οποία είχε καταλάβει.

Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της ελληνικής αντεπίθεσης έπαιξε ο τοπικός πληθυσμός, ο οποίος ανέλαβε ρόλο λογιστικής υποστήριξης των ελληνικών δυνάμεων, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Οι λογιστική υποστήριξη για τους Ιταλούς ήταν ακόμη πιο δύσκολη, διότι οι προμήθειες από την Ιταλία έφταναν σε δύο μικρά λιμάνια στην Ιταλία.

Οι Ιταλοί στις 8 Νοεμβρίου δημιούργησαν γραμμή άμυνας στην Κόνιτσα, ωστόσο η σταθερή πρόοδος των Ελλήνων την διέλυσε μέσα σε τρεις ημέρες. Ο Μουσολίνι, δυσαρεστημένος, αντικατέστησε τον Γενικό Αρχηγό της εισβολής. Στο μεταξύ, ο ενθουσιασμός και οι μεγάλοι αριθμοί επιστρατευμένων Ελλήνων έδωσαν στον Παπάγο την ευκαιρία να οργανώσει μια νέα, μεγαλύτερη αντεπίθεση.

Τόσο οι Ιταλοί, αλλά και οι Έλληνες, αναδιοργανώθηκαν σε νέους τομείς και γραμμές, ωστόσο ο Παπάγος έπιασε εξ απροόπτου τις Ιταλικές δυνάμεις, όταν στις 14 Νοεμβρίου επιτέθηκε αστραπιαία. Μέχρι το απόγευμα ο Ελληνικός Στρατός πέρασε τα ελληνικά σύνορα προς την Αλβανία, διαλύοντας την ιταλική γραμμή άμυνας, καταλαμβάνοντας την Κορυτσά.

Πλέον, μετά την επιστράτευση, οι ελληνικές δυνάμεις αριθμούσαν 280 χιλιάδες στρατιώτες, με τον Αλέξανδρο Παπάγο να πετυχαίνει αριθμητική υπεροχή. Η ελληνική επίθεση συνεχίστηκε σε όλο το εύρος του μετώπου, με το 1ο και το 2ο Σώμα του Ελληνικού Στρατού να προελαύνουν στην Ήπειρο, καταλαμβάνοντας τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς και το Αργυρόκαστρο ώς τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμάρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Καταλήφθηκε επίσης και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας.

Το Ύψωμα 731

Πολλές μάχες ξεχωρίζουν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στο Ύψωμα 731, τοποθεσία-κλειδί για την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι, διεξήχθη ίσως η σφοδρότερη και πιο αιματηρή, ιταλική επίθεση.

Το ψυχοσάββατο της 8ης Μαρτίου, οι Έλληνες αφού κοινωνούν μετά τη Θεία Λειτουργία, παίρνουν θέσεις μάχης. Ο Μουσολίνι παίρνει θέση σε παρακείμενο ύψωμα για να παρακολουθήσει την ιταλική επέλαση, μια κίνηση που κανένας ηγέτης, μέχρι τότε, δεν είχε κάνει. Ήταν τόσο κοντά, που ήταν στην εμβέλεια του ελληνικού πυροβολικού, θέλοντας να μη χάσει στιγμή από την ιταλική νίκη.

«Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρι εσχάτων…», γράφει στη διαταγή του ο θρυλικός ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς. Το πρωί, το ιταλικό πυροβολικό ξεκινά να βρυχάται. Η ιταλική αεροπορία αφήνει τόνους βομβών, πάνω στις θέσεις των Ελλήνων στο 731. Οι επιτιθέμενοι, βέβαιοι ότι δεν έχει επιζήσει κανένας στο ύψωμα, πραγματοποιούν έφοδο. Οι Έλληνες μαχητές τούς υποδέχονται με την πολεμική ιαχή τους «ΑΕΡΑ». Τα εύστοχα ελληνικά πολυβόλα αποδεκατίζουν τις ορδές των εισβολέων. Η μια επίθεση μετά την άλλη συνθλίβεται. Το 731 δεν έπεσε ποτέ, μέχρι τη γερμανική εισβολή.