Διεθνή

Νίκησε η Μελόνι, φοβούνται ΗΠΑ και ΕΕ

Αν και η ενότητα του δυτικού μετώπου, παρά τις ουγγρικές ρωγμές, διατηρήθηκε όλο αυτό το διάστημα, ο παγωμένος χειμώνας θα δοκιμάσει τις αντοχές των δυτικών κυβερνήσεων και ειδικά των κυβερνήσεων στις οποίες συμμετέχουν πρόσωπα με «φιλοπουτινικά» βιογραφικά

Επιβεβαιώνοντας τις δημοσκοπήσεις η πρόεδρος του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», Τζόρτζια Μελόνι, θριάμβευσε επί αντιπάλων αλλά και συμμάχων στις βουλευτικές εκλογές της χώρας. Ακόμα και αν η επικράτησή της με πάνω από 26% ήταν αναμενόμενη, ο ιταλικός και ο διεθνής Τύπος σκιαγράφησαν με ζοφερά χρώματα την «πιο ακροδεξιά πρωθυπουργό μετά τον Μουσολίνι». Οι λόγοι για τη σαρωτική της νίκη πολλοί. Ίσως ο πιο σημαντικός ήταν η απουσία μιας σοβαρής εναλλακτικής πρότασης, η οποία όμως να μη φέρει τα βαρίδια της συμμετοχής στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτό το τελευταίο στοιχείο φαίνεται να ήταν καθοριστικό για τους ψηφοφόρους εάν δούμε το παράδειγμα της «Λέγκας» του Ματέο Σαλβίνι και του «Κόμματος των Πέντε Αστέρων». Η ανησυχία για την ακροδεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας όμως δεν περιορίστηκε στον ευρωπαϊκό χώρο. ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, παρά τις διαβεβαιώσεις της Μελόνι, τρομάζουν στο ενδεχόμενο αλλαγής στάσης της Ιταλίας απέναντι στη Ρωσία, λαμβάνοντας υπόψη τον δύσκολο χειμώνα που πλησιάζει, αλλά και τους «φιλορώσους» κυβερνητικούς της εταίρους. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πάντως έδωσε δείγματα γραφής προς αυτήν την κατεύθυνση, δίνοντας συγχωροχάρτι στον Βλαντιμίρ Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία.

Ο απολογισμός της εκλογικής διαδικασίας

Ένας από τους λόγους της σαρωτικής νίκης για το κόμμα της Μελόνι ήταν το προφίλ που καλλιέργησε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η αίσθηση που ήθελε να «πουλήσει» στους ψηφοφόρος ήταν ότι πρόκειται για ένα κόμμα «από απ’ έξω», αντισυστημικό, το οποίο δεν ενέδωσε στον πειρασμό για συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Μάριο Ντράγκι.

Αναλυτές παρατηρούν, όμως, ότι, παρά το γεγονός ότι τα «Αδέρφια της Ιταλίας» έχουν νεοφασιστικές ρίζες, η επιτυχία τους οφείλεται κυρίως σε ένα σύγχρονο φαινόμενο, το οποίο ουσιαστικά καθορίζει την ιταλική πολιτική ζωή. Ουσιαστικά, εξαφανίστηκε μια ενδιάμεση εναλλακτική μεταξύ της τεχνοκρατικής επίλυσης της κρίσης και της ακροδεξιάς, με την τελευταία να εμφανίζεται ως ψήφος «διαμαρτυρίας» στα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που βιώνει η χώρα.

Αυτό το χαοτικό κενό εναλλακτικής φάνηκε από τη μεγάλη αποχή από την εκλογική διαδικασία της περασμένης Κυριακής. Ενώ η προσέλευση στις κάλπες ήταν σταθερά πάνω από το 90% μέχρι τη δεκαετία του 1980, στις εκλογές της περ. Κυριακής ήταν κάτω από το 64%, με πιο αισθητή την αποχή στις νότιες περιοχές της Ιταλίας, κυρίως ατόμων της εργατικής τάξης και πιο νεαρών ηλικιών. Γι’ αυτήν την κατάσταση μερίδιο ευθύνης φέρουν τα κόμματα, τα οποία άλλαξαν τον εκλογικό νόμο, επιτρέποντας στους μεγαλύτερους συνασπισμούς να αποκτούν μεγαλύτερη πλειοψηφία εδρών με λιγότερες ψήφους.

Την ίδια ώρα, οι πολιτικοί αντίπαλοι της Μελόνι την έσπρωξαν ακόμα πιο ψηλά, αδυνατώντας να δημιουργήσουν έναν ευρύτερο συνασπισμό, ο οποίος θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εναλλακτική. Ενδεικτικά είναι τα σχετικά χαμηλά ποσοστά που πήραν τα πιο προοδευτικά κόμματα, τα οποία έχασαν την επαφή με την κοινωνία και τα εργατικά στρώματα. Το καλύτερο παράδειγμα ίσως είναι η ξαφνική άνοδος και πτώση του «Κινήματος των Πέντε Αστέρων». Στις εκλογές του 2018 αναδείχθηκαν τα «αστέρια» της κάλπης, κερδίζοντας ποσοστό πέραν του 32%. Μέσα στα επόμενα χρόνια, όμως, άρχισαν να «σβήνουν», συγκροτώντας κυβέρνηση συνεργασίας με την ακροδεξιά «Λέγκα» και στη συνέχεια με τους κεντρώους, ενώ δεν έλειψαν από τον συνασπισμό του Ντράγκι. Ακόμα και αν τελικά τερμάτισαν τρίτοι σε αυτές τις εκλογές, τα ποσοστά τους συρρικνώθηκαν περισσότερα από το μισό μέσα σε τέσσερα χρόνια.

Γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι στην Ιταλία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα κόμματα του κέντρου και της αριστεράς δεν μπορούν να πολώσουν τους ψηφοφόρους με φοβέρες και προειδοποιήσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς. Αυτό επειδή η ρητορική της ακροδεξιάς δεν περιορίζεται στο «ποίημα» της αντισυστημικότητας, αλλά αντίθετα αγγίζει τις ευαίσθητες εθνικές και οικονομικές χορδές των ψηφοφόρων.

Τι φοβίζει τις ΗΠΑ

Δίχως αμφιβολία, η αναμενόμενη νίκης της Μελόνι ταρακούνησε την Ευρώπη εν μέσω φόβων για αλλαγή στάσης στο Ουκρανικό αλλά και εφαρμογή «ακραίων» πολιτικών στο θέμα της οικονομίας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται όμως ότι ο ακροδεξιός σεισμός της Μελόνι άγγιξε και την αμερικανική ήπειρο.

Ενώ σε ρητορικό επίπεδο η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών κινήθηκε στα πλαίσια του καθωσπρεπισμού και επαναλάμβανε τα περί συμμαχιών στο ΝΑΤΟ και στους G7, εντούτοις στο κείμενο δεν έκανε καμιά απολύτως αναφορά στο όνομα της Μελόνι. Πρόκειται για μια διόλου τυχαία «παράλειψη», η οποία αντικατοπτρίζει τη βαθιά ανησυχία της διοίκησης Μπάιντεν για τις αλλαγές που καταγράφονται στη Γηραιά Ήπειρο τους τελευταίους μήνες.

Τον Ιούνιο ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, είδε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή να φεύγει μέσα από τα χέρια του, καταλήγοντας στην πολιτική «επαιτεία» για να περάσει τα νομοσχέδια της κυβέρνησής του. Αρχές του μήνα, το Ηνωμένο Βασίλειο αντικατέστησε τον εκδιωγμένο Μπόρις Τζόνσον με την πολιτικά «άοσμη» Λιζ Τρας. «Τριτώνοντας το κακό», για τις ΗΠΑ τουλάχιστον, ο εκλεκτός των Βρυξελλών, Μάριο Ντράγκι, αντικαταστάθηκε από τη Μελόνι, η οποία προεκλογικά τάχθηκε υπέρ του ΝΑΤΟ, εντούτοις παραμένει μετέωρο εάν μετεκλογικά θα διατηρήσει την ίδια στάση.

Αν και η ενότητα του δυτικού μετώπου, παρά τις ουγγρικές ρωγμές, διατηρήθηκε όλο αυτό το διάστημα, ο παγωμένος χειμώνας θα δοκιμάσει τις αντοχές των δυτικών κυβερνήσεων και ειδικά των κυβερνήσεων στις οποίες συμμετέχουν πρόσωπα με «φιλοπουτινικά» βιογραφικά. Γι’ αυτό ο Μπάιντεν ανησυχεί ότι η κυβέρνηση της Μελόνι ίσως εγκαταλείψει την «τυφλή», για πολλούς, «υποταγή» στο αμερικανικό πρόσταγμα, και αρχίσει να αμφισβητεί τη χρησιμότητα της αποστολής βοήθειας στην Ουκρανία, κρατώντας αυτούς τους πόρους για τους Ιταλούς πολίτες. Την ίδια ώρα, υπάρχουν φόβοι ότι η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας ίσως πιέσει την Ουκρανία να δεχθεί μια συμφωνία με τη Ρωσία, οδηγώντας έτσι στην κατάρρευση του κλοιού πίεσης των Δυτικών προς το Κρεμλίνο και τον Πούτιν.

Με μια κυβέρνηση υπό τον Ντράγκι, δεν υπήρχε αυτή η ανησυχία. Ακόμα και εάν η νικήτρια των ιταλικών εκλογών υποσχέθηκε ότι δεν θα σταματήσει να υποστηρίζει το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία, ο συνασπισμός της θα περιλαμβάνει παλιούς καλούς φίλους του Πούτιν, όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Σαλβίνι. Οι ανησυχίες αυτές αντηχούν στον ιταλικό Τύπο, με αναφορές μέχρι και για «εγγυητή» της νέας κυβέρνησης έναντι στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ για το ζήτημα του δημοσίου χρέους και της στήριξης στην Ουκρανίας. Και ποιος εμφανίζεται να είναι καλύτερος για τη συγκεκριμένη δουλειά από τον απερχόμενο πρωθυπουργός της Ιταλίας και αγαπημένο παιδί των Βρυξελλών, Μάριο Ντράγκι;

Η νεκρανάσταση του Μπερλουσκόνι

Λίγο πριν κλείσει τα 86 του χρόνια ο «Μαθουσάλας» της ιταλικής πολιτικής ζωής, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, επέστρεψε στο ιταλικό κοινοβούλιο μετά από εννέα χρόνια απουσίας. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και αρχηγός του κόμματος Forza Italia εκλέχθηκε από τον πρώτο γύρο στη Μόντσα με ποσοστό πάνω από 50% των ψήφων και μπαίνει θριαμβευτικά στη Γερουσία μετά την αποπομπή του το 2013 λόγω καταδίκης για φορολογική απάτη.

Αν και το κόμμα του έχασε ποσοστά σε σχέση με τις εκλογές του 2018, τα πήγε καλύτερα απ’ όσο αναμενόταν, με τη νίκη αυτή να πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον Μπερλουσκόνι. Ο πολιτικός αναλυτής στο πανεπιστήμιο Mercatorum της Ρώμης, Massimiliano Panarari, θεωρεί ότι «η επιστροφή του στη Γερουσία είναι η καλύτερη εκδίκηση για τον Μπερλουσκόνι μετά από τις νομικές διαδικασίες και την εκδίωξή του από το Σώμα».

Μάλιστα, θεωρεί ότι ο Μπερλουσκόνι είναι σίγουρα μέσα στους νικητές των εκλογών, αφού στάθηκε ισάξια απέναντι στη Λέγκα του Σαλβίνι και με τα ποσοστά που κέρδισε μπορεί να έχει λόγο και ρόλο στη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί. Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι «βρίσκεται στην πολιτική αρένα για να προσφέρει, μαζί με το κόμμα του, μια καθοριστική συμβολή και να είναι ο σκηνοθέτης της επόμενης κυβέρνησης». Πρακτικά αυτό σημαίνει για τους αναλυτές ότι θα επιδιώξει την εκλογή του στην προεδρία της Γερουσίας.

Σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, λίγες ώρες πριν από την ολοκλήρωση της προεκλογικής εκστρατείας στη χώρα του ο Μπερλουσκόνι δικαιολόγησε τον Πούτιν, λέγοντας ότι ωθήθηκε στη σύγκρουση από τον ρωσικό λαό, το κόμμα και τους υπουργούς του. Έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις του, επιχείρησε να τα μαζέψει, ισχυριζόμενος ότι οι απόψεις του είχαν «υπεραπλουστευτεί. Η επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας είναι αδικαιολόγητη και απαράδεκτη, η θέση είναι ξεκάθαρη. Θα είμαστε πάντα με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ»