Αναλύσεις

Κρίση στις κυπρορωσικές και ελληνορωσικές σχέσεις λόγω Ουκρανικού

Ο Δρ Γιώργος Κέντας και ο Δρ Μάνος Καραγιάννης αναλύουν στη «Σ» τις προκλήσεις που δημιουργούνται για Λευκωσία και Αθήνα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τόσο σε οικονομικό, όσο και γεωπολιτικό επίπεδο

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί προκλήσεις για Λευκωσία και Αθήνα, τόσο σε οικονομικό, όσο και γεωπολιτικό επίπεδο. Οι οικονομικές επιπτώσεις άρχισαν ήδη να διαφαίνονται, καθώς η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής δημιουργεί πολλών επιπέδων αλληλεξαρτήσεις και εξουσιαστικά δίκτυα. Αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο. Άλλοτε επιτείνοντας και άλλοτε μειώνοντας τις αντιθέσεις, με τη δυναμική που αποκτάται να επαναορίζει την κατανομή ισχύος και, ως εκ τούτου, την ιεραρχική τοποθέτηση των εθνών - κρατών και των υπερεθνικών οργανισμών, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Το γεωπολιτικό αποτύπωμα των κρατών δεν είναι ανεξάρτητο από την οικονομία, ωστόσο, τα κράτη, ως ενεργοί δρώντες, οφείλουν να κινούνται με τρόπο που θα διασφαλίζουν τα συμφέροντα και την κυριαρχία τους. Γιατί, παρά το ότι πολλοί προέβλεψαν το τέλος των εθνών - κρατών, αυτό δεν συνέβη, τουναντίον. Μάλιστα, η υπερεθνική πλάνη του 21ου αι. λειτούργησε προς όφελος των ηγεμονικών τάσεων συγκεκριμένων κρατών, ακόμη και εντός οργανισμών όπως η Ε.Ε. και τα Η.Ε.

Τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα έκαναν τις επιλογές τους, στη βάση των διαχρονικών τους πολιτικών, αλλά και ταυτιζόμενες με το διεθνές δίκαιο, συναινώντας στην πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Θα επηρεάσει αυτό, όμως, τις σχέσεις με τη Ρωσία; Κινδυνεύει η Κύπρος να χάσει έναν διαχρονικό σύμμαχο εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε;

«Τώρα ενδέχεται να δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες», αναφέρει στη «Σημερινή» ο Δρ Γιώργος Κέντας, Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ενώ εκτιμά πως η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να επιβαρύνει το Κυπριακό.

Ο Δρ Μάνος Καραγιάννης, Reader in International Security στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, αναφέρει ότι η Κύπρος δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από την κοινή ευρωπαϊκή στάση, ωστόσο, δεν πρέπει να πέσει στον πειρασμό να λειτουργήσει ως «βασιλικότερη του βασιλέως έναντι της Ρωσίας». Βλέπει, δε, πιθανή αναθέρμανση του EastMed.

1) Διαχειρίστηκε με ορθό τρόπο η Λευκωσία τις αποφάσεις της Ε.Ε. για κυρώσεις/περιοριστικά μέτρα έναντι της Ρωσίας; Ποιοι κίνδυνοι παρουσιάζονται; Κι αν όχι, τι κάνουμε τώρα;

Γ. Κέντας: Η Λευκωσία προτάσσει ζητήματα αρχής και ακολουθεί τις κυρώσεις που είχαν προαποφασίσει οι εταίροι της στην ΕΕ. Το ερώτημα είναι τι προσδοκά να κερδίσει η Λευκωσία, ή τι αναμένει ότι θα χάσει ή πιο ρίσκο παίρνει; Ποιος είναι ο στόχος; Εδώ και μερικά χρόνια οι διμερείς σχέσεις Ρωσίας - Κύπρου βρίσκονται σε ένα πλαίσιο υποθάλπουσας κρίσης. Τώρα ενδέχεται να δημιουργηθεί χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες.

Μ. Καραγιάννης: Αν και η Λευκωσία παραδοσιακά διατηρεί μια καλή σχέση με τη Μόσχα, η κυπριακή Κυβέρνηση πήρε μια ξεκάθαρη θέση εναντίον της ρωσικής εισβολής, για δύο λόγους: Πρώτον, η έναρξη του πολέμου έχει μειώσει πάρα πολύ τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών για τα μέλη της ΕΕ, ιδιαίτερα τις μικρότερες χώρες. Υπάρχει πλέον μια ενιαία ευρωπαϊκή στάση και δεν μπορεί η Κύπρος να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Δεύτερον, η επιχειρηματολογία του Κρεμλίνου εναντίον της Ουκρανίας θυμίζει ανατριχιαστικά εκείνην που έχει χρησιμοποιήσει η Άγκυρα εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, η Λευκωσία δεν πρέπει να πέσει στον πειρασμό να λειτουργήσει ως «βασιλικότερη του βασιλέως» έναντι της Ρωσίας.

2) Επανερχόμαστε στην εποχή των Μεγάλων Δυνάμεων; Εκτιμάτε ότι η Κύπρος πρέπει να διαλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων κόσμων, στη βάση ενός ψυχροπολεμικού δίπολου; Υπάρχει κι άλλη οδός;

Γ. Κέντας: Υπάρχουν κράτη στην Ευρώπη, όπως φυσικά αυτή είναι και η πρόθεση των ΗΠΑ, να δημιουργηθεί ένα νέο ψυχολογικό ρήγμα ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Υπάρχει εδώ και χρόνια έντονος αντιρωσισμός και ρωσοφοβισμός, που επαναφέρουν την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου. Θυμηθείτε τις εκλογές στις ΗΠΑ, τη διαρκή κρίση στις σχέσεις Ρωσίας-Βρετανίας, τη ρητορική σε μερικά κράτη της Ευρώπης. Από την άλλη, κάποια κράτη στην Ευρώπη έχουν χτίσει ισχυρά συμφέροντα αλληλεξάρτησης με τη Ρωσία. Η Μόσχα, από την πλευρά της, έχει κάνει κινήσεις που δείχνουν ότι δεν φοβάται τη σύγκρουση.

Το κόστος ενός νέου Ψυχρού Πολέμου είναι δυσανάλογο των όποιων οφελών. Δεν μπορεί να προβλεφθεί η συνέχεια. Εκτιμώ ότι στη Δύση δεν υπάρχει συνοχή, ούτε υπάρχει η ηγεμονία που είχαν οι ΗΠΑ το 1945 για να επιβληθεί ένας Ψυχρός Πόλεμος. Θα υπάρξει στροφή σε εξοπλιστικά προγράμματα και έντονη ρητορική αντιπαράθεση, ρήξη στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις. Αυτό θα κρατήσει μεσοπρόθεσμα, με τον ορίζοντα να ανοίγει ευκαιρίες ομαλοποίησης. Η επανακατανομή ισχύος οδηγεί την ιστορία και καθορίζει την πορεία των κρατών.

Μ. Καραγιάννης: Είναι φανερό ότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση. Ένας νέος κόσμος αναδύεται, όπου θα κυριαρχεί η ανασφάλεια και η καχυποψία. Η Κύπρος διάλεξε στρατόπεδο το 2004, όταν εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσοι στήριξαν αυτήν τη στρατηγική επιλογή σήμερα πρέπει να νιώθουν δικαιωμένοι.

3) Θα μπορούσε να «αξιοποιηθεί» η ρωσική εισβολή, με σκοπό να επανατοποθετηθεί το Κυπριακό στη σωστή του βάση; Ή είναι πλέον αργά;

Γ. Κέντας: Κανένας δεν θα πρέπει να αναμένει ότι η κρίση στην Ουκρανία θα ευνοήσει με οποιοδήποτε τρόπο το Κυπριακό. Αντίθετα, μπορεί να το επιβαρύνει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η στάση της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών θα αλλάξει, έτσι ώστε να αλλάξουν και ισορροπίες που υπάρχουν για το Κυπριακό.

Μ. Καραγιάννης: Είναι πολύ σημαντικό ότι η ΕΕ αντίδρασε αστραπιαία στη ρωσική εισβολή και προχωράει στη συγκρότηση μιας Κοινής Αμυντικής Πολιτικής. Η Λευκωσία πρέπει να επιδιώξει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια. Αναφορικά με το Κυπριακό, δεν προβλέπεται να αλλάξει κάτι τους επόμενους μήνες. Το άνοιγμα της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου έχει υπονομεύσει πλήρως την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού.

4) Παρουσιάζονται κι άλλες ευκαιρίες για Κύπρο και Ελλάδα; Ήδη, οι υποστηρικτικές δηλώσεις για τον EastMed από πετρελαϊκές εταιρείες αλλά και διεθνείς αξιωματούχους πληθαίνουν.

Γ. Κέντας: Στο επίπεδο των προθέσεων έχουν γίνει πάρα πολλές δηλώσεις στο παρελθόν. Αυτό που θα κρίνει τον ρόλο της Κύπρου και της Ελλάδας στο πλαίσιο της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης είναι οι πράξεις τους. Δηλαδή ο ρυθμός με τον οποίο θα εξελιχθεί το ενεργειακό τους πρόγραμμα. Μέχρι στιγμής η Κύπρος και η Ελλάδα κινούνται πάρα πολύ αργά σε αυτό το πεδίο.

Μ. Καραγιάννης: Η ρωσική εισβολή προκαλεί τεκτονικές αλλαγές στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της ΕΕ. Αν και το σχέδιο κατασκευής του αγωγού EastMed φάνηκε το προηγούμενο διάστημα να έχει βαλτώσει, είναι αρκετά πιθανό να αναθερμανθεί το ενδιαφέρον της Αμερικής και της Ευρώπης για μια τέτοια προοπτική. Τώρα που συζητιέται η απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό αέριο, οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου μπορούν να προωθήσουν τη δημιουργία ενός νέου διαδρόμου ενεργειακής τροφοδοσίας της ΕΕ με τον αγωγό EastMed.

5) Μπορούσαν Ελλάδα και Κύπρος να επιδιώξουν έναν μεσολαβητικό ρόλο; Φαίνεται πως η Τουρκία ανέλαβε αυτόν τον ρόλο για την περιοχή μας, κρατώντας ίσες αποστάσεις. Ποιος τελικά θα βγει κερδισμένος;

Γ. Κέντας: Η Λευκωσία και η Αθήνα πρέπει να επιδιώξουν να μην κάνουν λάθη σε αυτήν την κρίση. Χρειάζεται ψυχραιμία και, κυρίως, να μπορούν να δουν τα συμφέροντά τους καθαρά και σε ορίζοντα χρόνου. Είναι πολύ λίγα που μπορούν να κάνουν. Είναι προτιμότερο να μην κάνουν κάτι, το οποίο στο τέλος θα επιφέρει μόνο κόστος. Η Αθήνα κινήθηκε με προθέσεις συμμαχικού ενθουσιασμού. Είναι η πρώτη φορά μετά το 1974 που η Ελλάδα αναμειγνύεται ενεργά σε έναν πόλεμο. Διαχρονικά η Αθήνα έχει στηρίξει τους πολέμους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τον Κόλπο. Ποτέ, όμως, από τον πόλεμο της Κορέας, η Ελλάδα δεν είχε εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα σε εμπόλεμες ζώνες. Είναι μία κίνηση, η οποία θα δοκιμάσει τις σχέσεις με τη Ρωσία. Δεν ξέρω τι αναμένει η Αθήνα από αυτήν την κίνηση.

Μ. Καραγιάννης: Η Αθήνα δεν έχει το διπλωματικό κεφάλαιο για να διαδραματίσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στη Δύση και στη Ρωσία. Η εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ μπορεί να ήταν μια ορθή στρατηγική επιλογή, αλλά έχει παράπλευρη απώλεια την ειδική μας σχέση με τη Ρωσία. Έτσι και αλλιώς, το Κρεμλίνο μάς αντιμετωπίζει ως αναπόσπαστο κομμάτι της Δύσης. Η Τουρκία έχει αποφασίσει, εδώ και χρόνια, να λειτουργεί ως επιτήδειος ουδέτερος ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Ναι μεν αποκομίζει βραχυπρόθεσμα ορισμένα οφέλη, αλλά από την άλλη αντιμετωπίζεται πλέον από πολλές δυτικές κυβερνήσεις ως μια μη-φιλική χώρα.