Οικονομικός και συναλλαγματικός «πόλεμος»
Οι κυρώσεις και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη Ρωσία οδήγησαν σε σημαντική υποτίμηση του νομίσματός της και υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, αναγκάζοντας την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να αυξήσει τα επιτόκια από το 9,5% στο 20%
Πέραν των πολεμικών εχθροπραξιών στην Ουκρανία και τη σκληρή διαμάχη που εξελίσσεται, η παγκόσμια κοινότητα βιώνει έναν άνευ προηγουμένου «οικονομικό και συναλλαγματικό πόλεμο». Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι φαίνεται να διαμορφώνονται δύο διεθνή στρατόπεδα, τα οποία θα εκτιμούσε κάποιος ότι είναι το ίδιο δυνατά (αν και με διαφορετικά δομημένες οικονομίες), με πολλές επιρροές στην παγκόσμια οικονομία.
Οι κυρώσεις και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη Ρωσία οδήγησαν σε σημαντική υποτίμηση του νομίσματός της και υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, αναγκάζοντας την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να αυξήσει τα επιτόκια από το 9,5% στο 20%. Την ίδια στιγμή επιβλήθηκε στις εταιρείες να πωλήσουν το 80% των εσόδων τους σε ξένο νόμισμα, ενώ εφαρμόστηκαν συναλλαγματικοί περιορισμοί ως προς τα ποσά που μπορούν να διακινηθούν σε ξένα νομίσματα.
Γίνεται απόλυτα αντιληπτό ότι τα συγκεκριμένα μέτρα, κυρώσεων και αντικυρώσεων, αποτελούν τεχνητές παρεμβάσεις στις αγορές και τις οικονομίες και οι δυνάμεις της αγοράς και της ζήτησης δεν μπορούν να δράσουν σύμφωνα με την οικονομική θεωρία για να φτάσουμε σε ένα ισοζύγιο.
Οι κυρώσεις που επιβάλλονται προκαλούν ασφυξία στη Ρωσία και στον λαό της, αλλά την ίδια ώρα δημιουργούν σημαντικά προβλήματα και στις χώρες που τα επιβάλλουν, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Πέρα από τον πληθωρισμό που αναμένεται να ενισχυθεί και να επηρεάσει την κοινωνία οριζόντια στο σύνολό της, προκύπτουν και ζητήματα σε άλλους τομείς όπως ο τουρισμός, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, το λιανεμπόριο, αλλά και η βαριά βιομηχανία.
Χαρακτηριστική είναι και η απόφαση της Ρωσίας να επιβάλει την πληρωμή των τιμολογίων που αφορούν τον τομέα της ενέργειας σε ρούβλια. Με τα αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας στο εξωτερικό, να είναι μπλοκαρισμένα, η Ρωσία αναζητεί τρόπους ενίσχυσης της ζήτησης για το εγχώριο νόμισμά της.
Με την απόφασή της αυτή οι χώρες που λαμβάνουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία θα πρέπει να αγοράζουν ρούβλια και να πωλούν το εγχώριο νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να ξοφλήσουν τα οφειλόμενα ποσά.
Από τη μέχρι τώρα στάση του Δυτικού Κόσμου και κυρίως των ευρωπαϊκών κρατών είναι ξεκάθαρο ότι παρουσιάζονται ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να μη διαταράξουν τις ισορροπίες στον ενεργειακό χάρτη. Για παράδειγμα η Γερμανία ενδεχομένως να αντιμετωπίσει σημαντικά οικονομικά ζητήματα αν εμποδιστεί ή σταματήσει η ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς τη χώρα.
Παρόμοια συζήτηση είχε αναπτυχθεί και για την πληρωμή τόκων και την αποπληρωμή ομολόγων που έληγαν αυτήν την περίοδο. Αρκετά από τα ομόλογα έχουν εκδοθεί σε ξένο νόμισμα, με μόνο κάποια να έχουν τη δυνατότητα οι πληρωμές που αντιστοιχούν να μπορούν να γίνουν και με ρούβλια.
Αν λοιπόν γίνονταν πληρωμές σε ρούβλια (η ρωσική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να πληρώσει σε ρούβλια ανεξάρτητα από τους όρους αν τελικά οι πληρωμές στο νόμισμα που εκδόθηκαν τα ομόλογα δε μπορούσαν να διεκπεραιωθούν λόγω κυρώσεων) για ομόλογα που δεν το επέτρεπαν οι όροι έκδοσης, τότε η χώρα ενδεχομένως να έμπαινε σε «τεχνητή χρεοκοπία» λόγω αθέτησης όρων του ομολόγου που έχει εκδώσει.
H «τεχνητή χρεοκοπία»
H «τεχνητή χρεοκοπία» θα οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν δε θα μπορούσε να κάνει τα εμβάσματα των τόκων και των ποσών αποπληρωμής των ομολόγων, λόγω των περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές που επιβλήθηκαν και όχι επειδή η χώρα δεν είχε τα κεφάλαια να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της (η Ρωσία είναι μια χώρα με χαμηλό δημόσιο χρέος).
Την ίδια στιγμή μεγάλη συζήτηση αναπτύσσεται για την ημερομηνία ορόσημο για το ρωσικό χρέος, την 25η Μαΐου 2022. Σημειώνεται ότι μέχρι αυτήν την ημέρα το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), το λεγόμενο OFAC, έχει δώσει εξαίρεση σε άτομα των ΗΠΑ να λαμβάνουν τόκους από ρωσικούς τίτλους, τα οποία αποπληρώνονται από την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα της χώρας που τώρα βρίσκονται στον κατάλογο των κυρώσεων.
Ενδεχόμενη μη επέκταση της εξαίρεσης θα καταστήσει αδύνατη την πληρωμή τόκων και κεφαλαίων που σχετίζονται με ρωσικά ομόλογα σε άτομα από τις ΗΠΑ και θα οδηγήσει σε αθέτηση των όρων τους και την τεχνική οικονομία.
Θα πρέπει να σημειωθεί, αν και κάποιοι μπορούν να σκεφτούν ότι μια τέτοια κατάληξη θα είναι τιμωρία για τη Ρωσία, ένα τέτοιο γεγονός θα ενισχύσει την αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία και θα υπάρξουν αλυσιδωτές αρνητικές εξελίξεις.
Ενδεχομένως αυτό που ζούμε τώρα να είναι το αποτέλεσμα μιας υποβόσκουσας αντιπαλότητας Ανατολής και Δύσης και μια προσπάθειας αμφισβήτησης της κυριαρχίας του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές (αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες χρησιμοποιούν, για παράδειγμα, το δολάριο ως μέσο συναλλαγής).
Χαρακτηριστική είναι η προ δεκαετίας συμφωνία των αναπτυσσόμενων χωρών, Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Αφρικής (οι λεγόμενες BRICS) για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας με δυνατότητα επενδύσεων μέχρι 50 δις δολαρίων και οργανισμού διατήρησης συναλλαγματικών αποθεμάτων μέχρι 100 δις δολαρίων, που όπως γράφτηκε στα διεθνή δημοσιογραφικά μέσα, θα λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σημειώνεται ότι με την ίδια απόφαση οι αναπτυξιακές τράπεζες των πιο πάνω χωρών συμφώνησαν για τη δημιουργία αμοιβαίων πιστωτικών γραμμών, που η ονομαστική τους αξία θα ήταν στα εγχώρια νομίσματα και όχι σε δολάρια, ενώ ετοιμάστηκε το έδαφος για τη δημιουργία ενός νέου συστήματος πληρωμών και μεταφοράς κεφαλαίων παρόμοιου με το swift.
Δημιουργείται προηγούμενο
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που ενδεχομένως να υποτιμάται αυτήν τη στιγμή είναι ότι οι κυρώσεις και οι αντικυρώσεις δημιουργούν προηγούμενο στη διεθνή οικοδομική σκακιέρα. Δεσμεύσεις ακινήτων και αεροσκαφών ιδιωτών και ιδιωτικών εταιριών, διατάγματα που καταπατούν τα διεθνώς καταχωρημένα σήματα και την πνευματική περιουσία είναι κάποια από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν με ιδιαίτερη ευκολία, με τον καθένα να κάνει συνειρμούς ότι μπορεί να συμβεί ξανά.
Η τωρινή κατάσταση αποτελεί και μια σύγκρουση δύο κόσμων με διαφορετικές φιλοσοφίες και ιδεολογίες, ειδικά μετά την ανάδειξη των Δημοκρατικών στην εξουσία. Από τη μια οι ΗΠΑ υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης (φυσικά με την προϋπόθεση οι συναλλαγές να γίνονται σε δολάρια) και από την άλλη πολιτικές «ελέγχου» του χώρου οικονομικής δράσης και των εμπορικών δραστηριοτήτων με τον υπόλοιπο κόσμο.
Το μεγάλο ερωτηματικό, το οποίο θα απαντηθεί μέσα στο χρόνο, είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ, αν δηλαδή καταφέρουν να είναι πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι.
Μέσα σε όλο αυτό το δύσκολο περιβάλλον οι εθνικές οικονομίες καλούνται να λειτουργήσουν, με τις εξωγενείς να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις. Όπως συμβαίνει σε παρόμοιες καταστάσεις, θα υπάρχουν νικητές και χαμένοι.