Αναλύσεις

Η ομοσπονδία ως η προτεινόμενη… λύση ενός εισβολέα

Τα σενάρια ομοσπονδοποίησης της Ουκρανίας και οι εν Κύπρω ζηλωτές της ομοσπονδίας

Η συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει προκαλέσει έντονους διαφορισμούς στην ελληνική και την κυπριακή κοινωνία, μ’ ένα μεγάλο μέρος να καταδικάζει αναφανδόν τις ρωσικές ενέργειες κατά ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους και μ’ ένα άλλο να τάσσεται, σιωπηρά ή ευκρινέστερα, υπέρ του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, «κατανοώντας» τους λόγους που τον εξώθησαν να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των όπλων, εισβάλλοντας στο ουκρανικό έδαφος. Αυτή η διαφοροποιημένη στάση εξηγείται, ασφαλώς, από πολλούς λόγους, οι οποίοι, όμως, δεν είναι του παρόντος.

Σε επίπεδο, ωστόσο, πολιτικής και διευθυντικής ελίτ, οι άρχουσες ομάδες τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα τάσσονται - με διαβαθμίσεις, έστω, όσον αφορά την ένταση της συμπαράταξης -, υπέρ της Ουκρανίας και του αγώνα της κυβέρνησης και του λαού της να αποκρούσουν τη ρωσική επίθεση. Προφανώς, για λόγους που άπτονται της ιστορικής πραγματικότητας του Κυπριακού και των εν γένει αναθεωρητικών διεκδικήσεων της Τουρκίας έναντι του Eλληνισμού, αλλά και για λόγους αδιαπραγμάτευτης υποστήριξης του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Σπεύδουν, μάλιστα, Αθήνα και Λευκωσία, παρότι σε χαμηλούς τόνους, προσώρας, να κάνουν λόγο για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της Δύσης έναντι της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και των συνεχιζόμενων παραβιάσεων της κυπριακής και ελληνικής κρατικής κυριαρχίας σε σχέση με τη ρωσική επιθετικότητα, υπομιμνήσκοντας τις ιστορικές αναλογίες ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις.

Μάλιστα, η ελληνική Kυβέρνηση δεν «ορρώδησε» να αποστείλει και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, πέραν της διπλωματικής και ανθρωπιστικής στήριξης, στοχοποιούμενη ως εχθρική χώρα από τη Μόσχα - με ό,τι αυτό συνεπάγεται -, ενώ κατήγγειλε με άλλες 36 χώρες τη Ρωσία στο Δικαστήριο της Χάγης για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Η δε κυπριακή Βουλή, με πρωτοβουλία του ΔΗΣΥ, ενέκρινε ψήφισμα καταδίκης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τις εξελίξεις στην Ουκρανία και την αναγνώριση των αποσχισθεισών δημοκρατιών του Ντονμπάς.

Ενόσω ο πόλεμος μαίνεται αδιάπτωτος, προκαλώντας έντονη ανησυχία για ενδεχόμενη κλιμάκωση μεταξύ ΝΑΤΟ-ΗΠΑ και Μόσχας, αλλά και για περαιτέρω επίταση της ανθρωπιστικής κρίσης, όλοι σκέφτονται την «επόμενη μέρα» και τις πιθανές μορφές διευθέτησης του προβλήματος. Αν και είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τι διαμείβεται επακριβώς στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών για επίτευξη συμφωνίας - πέρα από τις δημοσιογραφικές διαρροές εκατέρωθεν -, ένα σενάριο που φαίνεται να προωθείται από ρωσικής πλευράς είναι η ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας και η μετατροπή της χώρας σε «ουδέτερο κράτος» κατά το πρότυπο της Αυστρίας. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, προτείνονται συνταγματικές αλλαγές που θα περιλαμβάνουν την ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας, προκειμένου να δοθεί περισσότερη εξουσία στις περιφερειακές κυβερνήσεις που επηρεάζονται από τη Μόσχα, εγγυήσεις για το καθεστώς της ρωσικής γλώσσας στη χώρα, καθώς και προσάρτηση της Κριμαίας.

Η εξέλιξη του πολέμου, βεβαίως, δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο προσάρτησης των ρωσόφωνων περιοχών στη Ρωσική Ομοσπονδία, έπειτα από τη διενέργεια δημοψηφίσματος, όπως ανέφερε πρόσφατα ο τοπικός ηγέτης του Λουγκάνσκ, Λεονίντ Πασετσνίκ.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, που αφορά άμεσα και στα καθ’ ημάς, είναι ότι, γι’ ακόμη μια φορά, προτείνεται ή ευνοείται από κάποιον επιτιθέμενο-εισβολέα στα εδάφη μιας ανεξάρτητης κυρίαρχης χώρας η διαχωριστική λύση μιας μορφής ομοσπονδίας, όπως έγινε ακριβώς και στην Κύπρο. Μια διαχωριστική λύση, με βάση εθνοτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που σπερματικά εμφανίζεται, κιόλας, από το 1956, βρίσκει μια πρώτη «θεσμική» εφαρμογή με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τη δημιουργία ενός πολιτειακού μορφώματος που είχε ως θεμέλιο τον «συνεταιρισμό» των «δύο κοινοτήτων», προωθείται έτι περαιτέρω το 1964, με τη γνωστή πρόταση του Ραούφ Ντενκτάς για «γεωγραφική ομοσπονδία», καθίσταται, υπό μορφήν ομοσπονδίας, ο έσχατος τουρκικός εκβιασμός κατά τις παράνομες πολεμικές επιχειρήσεις της Άγκυρας το 1974 (τον οποίο η ελληνική πλευρά δεν αποδέχθηκε), «κατοχυρώνεται» ως βάση λύσης του Κυπριακού με τις λεγόμενες «συμφωνίες κορυφής» του 1977 και του 1979, μετατρέπεται, εφεξής, διά των ψηφισμάτων του ΣΑ των ΗΕ το 1989 ως η «προσδοκώμενη» στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων, και επισημοποιείται οριστικά ως μορφή λύσης του Κυπριακού με τις περιβόητες «Ιδέες Γκάλι», όπου γίνεται επίσημη και ρητή χρήση της ΔΔΟ.

Έκτοτε, η λύση Ομοσπονδίας έχει καταστεί για το κυπριακό πολιτικό και κομματικό κατεστημένο το λάβαρο του αγώνα για «επανένωση της Κύπρου» και η μεγάλη «εθνική ιδέα» για το μέλλον, παρά το εμπράγματο ανέφικτο της εφαρμογής της. Χρησιμοποιείται, δε, από τους υποστηρικτές της, ως ανάχωμα στις προσπάθειες της Τουρκίας για οριστική διχοτόμηση της Κύπρου ή για επιβολή λύσης δύο κρατών. Την ίδια ώρα, ωστόσο, η Κυβέρνηση της ΚΔ και οι υποστηρίζουσες αυτήν δυνάμεις όσον αφορά την προσέγγιση του Κυπριακού σπεύδουν, εν μέσω της ουκρανικής κρίσης, στο πλαίσιο μιας εντελώς αφελούς και ασυλλόγιστης πολιτικής εξευμενισμού της Τουρκίας, να προτείνουν και ΜΟΕ, διά των οποίων, στην ουσία, θα διανοιχθεί ο δρόμος για την αναγνώριση του παράνομου μορφώματος των κατεχομένων.

Αφού, όμως, εμφανώς Ουκρανικό και Κυπριακό, σημειολογικά, ως προβλήματα, συνδέονται, αποτελώντας δύο παρόμοιες περιπτώσεις κατάλυσης του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει να συνεξεταστούν και ως προς τις μορφές λύσης που προτείνονται και από ποίους. Και το ερώτημα που εγείρεται, το οποίο θα πρέπει να απαντήσουν ευθαρσώς οι θιασώτες εν Κύπρω της ομοσπονδιακής λύσης, είναι εάν θα πρότειναν στην ουκρανική πολιτική ηγεσία την αποδοχή μιας λύσης ομοσπονδίας στη χώρα, όπως την έχουν κάνει… παντιέρα για την κατεχόμενη, από την Τουρκία, δική τους - την οποία φαίνεται να ευνοεί η εισβολέας Ρωσία -, ή τη θεωρούν ως λύση που παραβιάζει την προτέρα, κατά το διεθνές δίκαιο, έννομη πολιτική τάξη. Δηλαδή, την ώρα που διαπρυσίως καταδικάζουν τη Ρωσία για τις παράνομες ενέργειές της, συμπράττοντας μετά της ΕΕ και των ΗΠΑ για την επιβολή σκληρών κυρώσεων, θα ήταν ενδιαφέρον να πουν, εάν αποδέχονται και τη λύση που φαίνεται να προωθεί η Μόσχα (μια μορφή ομοσπονδοποίησης), ως θεσμικό επιγενόμενο διευθέτησης της κατάστασης που θα επέλθει ως αποτέλεσμα των παράνομων στρατιωτικών της επιχειρήσεων. Ή θα διαμηνύουν μέχρις τέλους ότι μια τέτοια λύση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού αίρει την προτέρα συνταγματική τάξη στη χώρα, η οποία ανατράπηκε δι’ ενός παράνομου πολέμου; Βεβαίως, το αυτονόητο ερώτημα που εγείρεται συνακολούθως, είναι γιατί να μην υποστηρίξουν μια ενδεχόμενη λύση που προβλέπει την ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας, αφού μια τέτοια λύση έχει καταστεί η σημαία για την… απελευθέρωση της δικής τους κατεχόμενης πατρίδας. Τη στιγμή, μάλιστα, που και στις δύο περιπτώσεις, ο εμπνευστής και εισηγητής της είναι ο ίδιος ο εισβολέας! Ίσως, τελικά, να ήταν και μια… δικαίωση της πολιτικής τους!