Αναλύσεις

Αλλαγές στις αγορές συναλλάγματος

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις αγορές συναλλάγματος είναι αρκετοί, όμως δύο είναι οι βασικοί, το ύψος των επιτοκίων και οι πορείες των οικονομιών

Την περασμένη εβδομάδα αποτέλεσε είδηση η υποχώρηση του ευρώ κάτω του ενός δολαρίου, κάτι που έχει να συμβεί εδώ και μια εικοσαετία. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις αγορές συναλλάγματος είναι αρκετοί, όμως δύο είναι οι βασικοί, το ύψος των επιτοκίων και οι πορείες των οικονομιών. Οι παράγοντες αυτοί ρυθμίζουν τη ζήτηση ενός νομίσματος, ενώ τροφοδοτούν και τις κινήσεις των επενδυτών στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.

Η υποχώρηση του ευρώ είναι αποτέλεσμα των εκτιμήσεων των αναλυτών και των επενδυτών για τη σημαντική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα, απόρροια κυρίως των κυρώσεων και αντικυρώσεων που εφαρμόζονται μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιουργούν ανησυχίες για την πορεία μεγάλων οικονομιών όπως αυτή της Γερμανίας.

Στην Ουγγαρία η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, εφόσον βρίσκεται στο χείλος μιας οικονομικής και ενεργειακής κρίσης, ενώ τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω και από άλλες χώρες όσο τα αποθέματα μειώνονται δραστικά και πλησιάζει ο χειμώνας. Η ρωσική κρατική εταιρεία διαχείρισης φυσικού αερίου αφήνει να νοηθεί με ανακοινώσεις της ότι είναι αμφίβολο αν θα εξομαλυνθεί η χορήγηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη στο σύντομο μέλλον, κάτι που εντείνει τις ανησυχίες που υπάρχουν.

Όπως συζητείται εδώ και καιρό, η Ευρώπη, λόγω της γειτνίασης με την περιοχή όπου διεξάγονται οι εχθροπραξίες και της εξάρτησής της από το φυσικό αέριο, φαίνεται να αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα.

Μπορεί η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα να καταγράφει θετικά στοιχεία για την πορεία των οικονομιών, με συγκεκριμένες αναφορές για την κυπριακή οικονομία, θα πρέπει να διευκρινιστεί όμως ότι αφορά το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι τα προβλήματα θα γίνουν εντονότερα το τελευταίο τρίμηνο του 2022.

Αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που το ρούβλι ενισχύεται και η Ρωσία επωφελείται από τις υψηλές τιμές όσον αφορά το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Είναι ξεκάθαρον ότι η χώρα ήταν προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο των κυρώσεων, ενώ όπως διαφαίνεται δείχνει αντοχές όσον αφορά τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι ξεκάθαρο ότι η παρατεταμένη περίοδος στρατιωτικών και πολιτικών συγκρούσεων πλήττει τις οικονομίες.

Η αύξηση των επιτοκίων

Όσον αφορά τα επιτόκια, η τελευταία ανακοίνωση του ποσοστού πληθωρισμού στις ΗΠΑ (ο υψηλότερος των τελευταίων σαράντα χρόνων), πυροδότησε τις συζητήσεις για μια πιο «επιθετική» πολιτική αύξησης των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), που ενδεχομένως να φτάσει το 1%. Αυτό είχε ως συνέπεια την πτώση των τιμών των μετοχών στα χρηματιστήρια, αντικατοπτρίζοντας τις ανησυχίες των επενδυτών από τις εξελίξεις.

Η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει το νόμισμα μιας χώρας / περιοχής, όμως επιδρά αρνητικά στην πορεία ανάκαμψης της οικονομίας. Το γεγονός ότι η FED αυξάνει τα επιτόκια με γρηγορότερο ρυθμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα που οδηγεί στην πτώση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Σε διεθνές επίπεδο, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες δέχονται κριτική ότι με τις πολιτικές τους τροφοδότησαν το φαινόμενο του υψηλού πληθωρισμού. Υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές για τις ΗΠΑ όπου η FED τροφοδότησε την αγορά με απεριόριστη ρευστότητα, αστόχευτα, και η κυβέρνηση προχώρησε σε υπερδανεισμό στέλνοντας επιταγές / χορηγήσεις σε όλους σχεδόν τους πολίτες.

Μπορεί οι ΗΠΑ να είχαν προχωρήσει σε αυξημένο δανεισμό και παλαιότερα, αλλά τα χρήματα χρησιμοποιούνταν στοχευμένα, όπως για παράδειγμα το σχέδιο Μάρσαλ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που σκοπό είχε την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.

Αυτήν τη φορά, η ρευστότητα διοχετεύτηκε στους πολίτες με οριζόντιο τρόπο, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ζήτηση και οι τιμές των προϊόντων καθώς και των χρηματοοικονομικών στοιχείων στις αγορές, εφόσον πολλοί είδαν την επιπλέον ρευστότητα ως την ευκαιρία για να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Παρόμοια θα πρέπει να πούμε ότι είναι και η κατάσταση στην Ευρώπη, εφόσον η ΕΚΤ υιοθέτησε παρόμοιες πολιτικές με τη FED όσον αφορά τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Το ζητούμενο είναι πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι αυξήσεις των επιτοκίων όσον αφορά την τιθάσευση του πληθωρισμού. Στην οικονομική θεωρία τέτοιες αυξήσεις μειώνουν τη ζήτηση στην αγορά και τις τιμές, νοουμένου ότι αφήνονται οι δυνάμεις της αγοράς και της ζήτησης να δράσουν.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι πολιτικές κυρώσεων και αντικυρώσεων δημιουργούν στρεβλώσεις στις αγορές, και ειδικά στον τομέα της ενέργειας που αποτελεί κινητήριο δύναμη των οικονομιών και βασικό κόστος για προϊόντα και υπηρεσίες, οπότε ενδεχομένως η αύξηση των επιτοκίων να μην επιφέρει άμεσα τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Επιπλέον σημειώνεται ότι εντείνονται οι ανησυχίες ότι το περιβάλλον που δημιουργείται ενισχύει τις υφεσιογόνες πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Μπορεί η συμφωνία Ρωσίας και Ουκρανίας στην Τουρκία (βρήκε πάλι τον τρόπο να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο) για την εξαγωγή σιτηρών να αποτελεί μια χαραμάδα ελπίδας για το συγκεκριμένο προϊόν, όμως απέχουμε πολύ από την εξομάλυνση της κατάστασης.

Η πτώση του ευρώ από την άλλη έχει και τη θετική της πλευρά, ειδικά για ευρωπαϊκές χώρες που έχουν εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ ή συναλλάσσονται σε δολάριο. Τα εξαγωγικά προϊόντα, για παράδειγμα, της Γερμανίας προς τις ΗΠΑ έχουν γίνει λόγω της ισοτιμίας φθηνότερα και πιο ανταγωνιστικά (φθηνότερα σε σχέση με άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα εφόσον ο πληθωρισμός οδήγησε όλες τις τιμές προς τα πάνω), κάτι που ενδεχομένως να ενισχύσει τις εξαγωγές της χώρας. Φυσικά, ζητήματα προκύπτουν για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας να στηρίξει αυξημένη βιομηχανική παραγωγή.

Η κατάσταση που δημιουργείται αναδεικνύει γι’ ακόμη μια φορά τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, εφόσον πέρα από τις αποφάσεις για στήριξη των οικονομιών και το Ταμείο Ανασυγκρότησης, αναδεικνύονται οι ανομοιομορφίες των οικονομιών που την αποτελούν και η αδυναμία ύπαρξης ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Κάθε κυβέρνηση και οικονομία καλείται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον προκλήσεων, με τις αποφάσεις να εξαρτώνται, κυρίως για χώρες όπως την Κύπρο, από το ευρωπαϊκό και διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Ο πληθωρισμός είναι σοβαρό πρόβλημα για την καθημερινότητα των πολιτών αλλά και τις οικονομίες στο σύνολό τους, ενώ αναμένεται να δούμε αυξήσεις επιτοκίων με γρηγορότερο ρυθμό από αυτόν που αναμενόταν.