Αναλύσεις

Πολιτικές και οικονομικές αλλαγές λόγω της ενέργειας

Ο τομέας της ενέργειας παραμένει και θα συνεχίσει να είναι, πέρα από το οικονομικό μέρος, ένα δυνατό πολιτικό χαρτί για τις χώρες που διαθέτουν τα αποθέματα, αλλά και μια πηγή ενδεχομένων συγκρούσεων

Από αρχαιοτάτων χρόνων πολλές πολεμικές συγκρούσεις έχουν τροφοδοτηθεί από την προσπάθεια κυβερνήσεων και ηγετών να ελέγξουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πηγών ενέργειας. Η διασφάλισή τους ενισχύει σίγουρα την οικονομική θέση ενός κράτους αλλά και την πολιτική / διαπραγματευτική του δύναμη.

Ο πολυετής πόλεμος Ιράν - Ιράκ, με τις εικόνες των χτυπημένων από τορπίλες τάνκερς, η σύγκρουση στον Κόλπο με την επέμβαση των Δυτικών καθώς και πολλές συγκρούσεις σε αφρικανικές χώρες είναι παραδείγματα εντάσεων που δημιουργήθηκαν με σκοπό τον έλεγχο των πηγών ενέργειας.

Η ενέργεια χρησιμοποιείται και ως «όπλο» στη σύγκρουση Ρωσίας - Ουκρανίας και σε σχέση με τις κυρώσεις που επιβάλλονται. Η Ρωσία χρησιμοποιεί ως απειλή τη διακοπή παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη το φθινόπωρο και τον χειμώνα, κάτι το οποίο θα επηρεάσει σοβαρά την οικονομία της Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας. Αυτή η εξάρτηση δεν επέτρεψε την επιβολή σκληρών κυρώσεων στη Ρωσία αναφορικά με προϊόντα ενέργειας.

Eίναι ξεκάθαρο ότι η παγκόσμια κοινότητα δεν είναι προετοιμασμένη για ένα ενεργειακό σοκ και δεν μπορεί να αναδείξει εναλλακτικές επιλογές στις υπάρχουσες πηγές ενέργειας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Το υψηλό κόστος της ενέργειας τροφοδοτεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πληθωριστικές πιέσεις εφόσον αυξάνει το κατασκευαστικό κόστος, τα έξοδα μεταφοράς και γενικότερα την καθημερινότητα των πολιτών που βλέπουν την αγοραστική αξία των χρημάτων τους να μειώνεται.

Οι διεθνείς συμμαχίες όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις κυβερνήσεις και τις συνθήκες της αγοράς. Ο ΟΠΕΚ, στον οποίο συμμετέχουν οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου, αποτελεί τον κύριο «παίκτη» όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών, εφόσον μπορεί να ρυθμίσει τη διεθνή παραγωγή / προσφορά.

Άμεση ήταν η αντίδραση των αγορών (ανοδική) μετά τις δηλώσεις εκ μέρους της Σαουδικής Αραβίας για το ενδεχόμενο ο ΟΠΕΚ να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου. Η δήλωση φαίνεται να μην ήταν τροφοδοτούμενη από οικονομικές αναλύσεις, αλλά αποτελούσε περισσότερο μια πολιτική προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Μπάιντεν βρίσκονται σε συνομιλίες με το Ιράν όσον αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα, κάτι που θα επιτρέψει την άρση της οικονομικής του απομόνωσης. Εξάλλου, η προηγούμενη συμφωνία υπογράφτηκε την εποχή που πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα και αντιπρόεδρος ο Μπάιντεν. Φυσικά ο διάδοχός τους Τραμπ ακύρωσε τη συγκεκριμένη συμφωνία, φέρνοντας πιο κοντά τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία.

Ο Μπάιντεν προσπαθεί να βρει τρόπους ενίσχυσης της προσφοράς πετρελαίου στις αγορές και ενδεχόμενη συμφωνία με το Ιράν θα αποδεσμεύσει σημαντικές ποσότητες στις διεθνείς αγορές. Κάτι τέτοιο, όπως είναι φυσικό, δεν αρέσει καθόλου στη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της.

Αυτήν την περίοδο τα συμφέροντα Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας φαίνεται να ευθυγραμμίζονται, εφόσον οι υψηλές τιμές των προϊόντων ενέργειας ενισχύουν τα δημόσια οικονομικά τους. Η Ρωσία, λόγω των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί, αναγκάζεται να εξάγει το πετρέλαιο που παράγει σε χώρες κυρίως της Ασίας, με δέλεαρ σημαντικές εκπτώσεις που μπορεί να ξεπερνούν τα τριάντα δολάρια το βαρέλι. Οπότε, η διατήρηση των τιμών πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα τής διασφαλίζει το πελατολόγιο και την κερδοφορία.

Η ρωσική οικονομία, η οποία είναι κτισμένη σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον τομέα της ενέργειας, κάτι που αποτελεί σημείο κριτικής προς τη διοίκησή της εφόσον η πορεία της οικονομίας της εξαρτάται από τη ζήτηση και τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, επωφελείται από τις αυξημένες τιμές ενέργειας.

Την ίδια στιγμή, η αύξηση στα ναύλα και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, ενώ είναι σημαντικό να εξεταστούν τα δρομολόγια των τάνκερς που μεταφέρουν πετρέλαιο, εφόσον φαίνεται ότι πολλές χώρες προσπαθούν να αυξήσουν τα αποθέματα σε πετρέλαιο όσο μειώνονται αυτά του φυσικού αερίου.

Η πράσινη ανάπτυξη

Η πράσινη ανάπτυξη και η χρήση του ήλιου, του αέρα αλλά και του νερού για την παραγωγή ενέργειας, αν και ανακτά σημαντική δυναμική, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις συμβατικές πηγές ενέργειας. Την ίδια στιγμή, χώρες πλούσιες σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και είναι ξεκάθαρο ότι η αύξηση των τιμών έχει ενισχύσει τα έσοδά τους.

Ο τομέας της ενέργειας αλλά και ο έλεγχος των παραγωγικών πόρων και της εφοδιαστικής αλυσίδας αποτελούσε και αποτελεί αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων, που αρκετές φορές οδήγησε σε πολεμικές συρράξεις, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος του Κόλπου.

Οι αναλύσεις καταδεικνύουν ότι οι τιμές σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα τους επόμενους μήνες, λόγω της αυξημένης ζήτησης από τη μια και από την άλλη λόγω των προβλημάτων στην προσφορά και στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, είτε αυτά αφορούν νοικοκυριά είτε επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος αναμένεται να βοηθήσει στη μείωση του κόστους, αλλά όχι άμεσα. Η Κύπρος διαθέτει ηλιοφάνεια και ενδεχομένως κάποιος να ανέμενε χρήση συστημάτων παραγωγής ενέργειας μέσω του ήλιου.

Πέραν της νέας παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας που βιώνουμε, σημαντικό παράγοντα στις οποιεσδήποτε εξελίξεις θα αποτελέσει και ο τομέας της ενέργειας, κύριο συστατικό για τη λειτουργία των οικονομιών.

Δηλώσεις από αξιωματούχους ότι, κυρίως οι ευρωπαϊκές χώρες, θα απεξαρτηθούν ενεργειακά από τη Ρωσία ακούγονται εύηχα, αλλά σταθμοί αποϋγροποίησης φυσικού αερίου και αγωγοί δεν χτίζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Όσο επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις για μια παρατεταμένη περίοδο συγκρούσεων το ενεργειακό κόστος θα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας αλυσιδωτά προβλήματα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

H Ευρώπη βρίσκεται ενδεχομένως στη δυσχερέστερη θέση. Πέραν του γεγονότος ότι οι εχθροπραξίες γίνονται σε ευρωπαϊκό έδαφος, είναι η περιοχή που επηρεάζεται πιο πολύ όσον αφορά την οικονομία λαμβάνοντας υπόψη την εγγύτητα προς τη Ρωσία.

Τις συνέπειες των πιο πάνω τις βιώνει ο καταναλωτής, που βλέπει το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος να αυξάνεται σε δυσβάστακτα για πολλούς επίπεδα, την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης επίσης να αυξάνεται, οπότε το τζάκι θα έχει την τιμητική του τον χειμώνα, και γενικά την αύξηση των τιμών σε προϊόντα και αγαθά. Επιπλέον το κόστος όσον αφορά τα κατασκευαστικά υλικά αλλά και άλλες πρώτες ύλες έχουν φτάσει σε υψηλά επίπεδα, πράγμα που διαφαίνεται και στις τιμές των τελικών προϊόντων.

Ο τομέας της ενέργειας παραμένει και θα συνεχίσει να είναι, πέρα από το οικονομικό μέρος, ένα δυνατό πολιτικό χαρτί για τις χώρες που διαθέτουν τα αποθέματα, αλλά και μια πηγή ενδεχομένων συγκρούσεων.