Αναλύσεις

Αναδιαμόρφωση του φορολογικού συστήματος

Ποιες παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ετοιμασία της μεταρρύθμισης

Αρχίζει σταδιακά η μελέτη που αφορά τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος της χώρας, ώστε να μετουσιωθεί σε νομοσχέδια για να κατατεθούν προς ψήφιση στη Βουλή. Είναι αντιληπτό ότι πολλές είναι οι παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Η Κύπρος, ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να εφαρμόζει με απόλυτο τρόπο τις ευρωπαϊκές οδηγίες, ενώ την ίδια στιγμή να βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις οδηγίες και τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ. Πέραν αυτών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί έναν από τους σημαντικούς αιμοδότες του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας και το φορολογικό σύστημα αποτελεί εργαλείο (πλέον όχι το μόνο, καθώς είναι πολλοί οι παράγοντες τους οποίους αξιολογεί ένας οργανισμός για δραστηριοποίηση στην Κύπρο) προσέλκυσης επενδύσεων.

Η δημιουργία πραγματικής έδρας (substance) αποτελεί αναγκαιότητα για να μπορέσει ένας οργανισμός να «εκμεταλλευθεί» τα πλεονεκτήματα ενός φορολογικού μοντέλου. Οπότε η δημιουργία γραφείων, η μεταφορά προσωπικού και εμπειρογνωμοσύνης έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία. Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο που αξιολογείται είναι η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.

Επιπλέον οι φορολογίες, άμεσες και έμμεσες, αποτελούν την πρώτη πηγή εσόδων για κάθε κρατικό προϋπολογισμό και μηχανισμό ανακατανομής του πλούτου και προώθηση της δημοσιονομικής / κοινωνικής πολιτικής αλλά και άλλων πολιτικών της εκάστοτε κυβέρνησης. Η αύξηση των φόρων που αφορούν ρυπογόνα αγαθά και υπηρεσίες και η μείωση σε προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον ενισχύουν την προσπάθεια για τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση.

Τα έσοδα από τους φόρους

Αν αξιολογηθούν τα έσοδα της Κυβέρνησης από του φόρους όπως καταγράφονται στην παρουσίαση του Υπουργείου Οικονομικών για τον προϋπολογισμό του 2024, για την επταμηνία του 2023 σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, εντοπίζονται τρία σημαντικά στοιχεία:

Σε απόλυτους αριθμούς οι έμμεσοι φόροι, λόγω της φύσης τους, εφόσον εφαρμόζονται οριζόντια και αφορούν στην κατανάλωση, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κράτους (1,48 δισεκατομμύρια ευρώ) με την ετήσια αύξηση σε ποσοστό να ανέρχεται σε 18% (ενδεχομένως κάποιος να περίμενε την ποσοστιαία αύξηση μεγαλύτερη λόγω πληθωρισμού, όμως η ακρίβεια οδήγησε σε περιορισμό της κατανάλωσης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις).

Σημαντική ποσοστιαία αύξηση, που φθάνει στο 49%, για την πρώτη επταμηνία (122 εκατομμύρια ευρώ), καταγράφουν τα έσοδα από τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. Αυτό βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τη σημαντική αύξηση της ζήτησης στη δευτερογενή αγορά ακινήτων και αυτών προς ενοικίαση (οι επιχειρήσεις ανάπτυξης γης καταβάλλουν εταιρικό φόρο εφόσον η πώληση των ακινήτων αποτελεί την κύριά τους δραστηριότητα). Σημαντική άνοδο καταγράφουν επίσης τα έσοδα που αφορούν τον εταιρικό φόρο κατά 28,6%.

Εύκολα συμπεραίνεται ότι η ενίσχυση της επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας ενισχύει τα φορολογικά έσοδα, ενώ σε περιόδους επιβράδυνσης η πορεία τους θα είναι αντίθετη. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι αύξηση των φόρων δεν σημαίνει απαραίτητα και αύξηση των εσόδων.

Υπήρξαν στο παρελθόν υπεραπλουστευμένες αριθμητικές πράξεις που οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα (π.χ. αρχικά μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα) και οι αυξήσεις των φόρων οδήγησαν σε σχεδόν διάλυση των παραγωγικών μονάδων, έξοδο πολλών επιχειρήσεων, μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τέλος σε ύφεση.

Να αξιολογηθούν βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι, κατά τη διάρκεια της μελέτης για τη φορολογική μεταρρύθμιση, θα πρέπει να αξιολογηθούν τα συστήματα άλλων χωρών και οι βέλτιστες πρακτικές, ενδεχομένως κατά προτίμηση άλλων ευρωπαϊκών χωρών, εφόσον οι αλλαγές θα πρέπει να είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ένα φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι κατανοητό προς τους πολίτες και εύκολο στην εφαρμογή. Η νομοθεσία που αφορά στην επιβολή φορολογίας τροποποιήθηκε πολλές φορές, υπάρχουν π.χ. διάσπαρτα πολλά πρόστιμα που ενδεχομένως δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν, οπότε και ως κείμενο απαιτείται η επαναδιατύπωσή της.

Η τεχνολογική αναβάθμιση των συστημάτων του Τμήματος Φορολογίας και η διασύνδεσή του με άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Για παράδειγμα, για μια μεταβίβαση ακινήτου θα πρέπει να εκδοθούν τα απαλλακτικά από το Τμήμα Φορολογίας, τις τοπικές Αρχές και τα Συμβούλια Αποχετεύσεων σε έντυπη μορφή, να κατατεθούν στο Τμήμα Κτηματολογίου, να αξιολογηθούν και μετά να οριστεί η ημερομηνία μεταβίβασης. Αν τα συστήματα όλων των πιο πάνω τμημάτων/οργανισμών ήταν ενοποιημένα, τότε εύκολα θα μπορούσαν να ανταλλάσσονται οι πληροφορίες και η διαδικασία να ολοκληρώνεται (digitalization, επειδή συμβαίνει σε κάποια τμήματα, δεν σημαίνει να καταχωρείς την αίτηση και για να προχωρήσει η διαδικασία αξιολόγησης αυτή να πρέπει να τυπωθεί).

Απ’ εκεί και πέρα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προάγεται η κουλτούρα της φορολογικής συμμόρφωσης (ο πολίτης πρέπει να «νιώθει» ότι τα ποσά που καταβάλλονται ως φόροι χρησιμοποιούνται π.χ. για τη δημιουργία υποδομών, σχολείων και ιατρικών κέντρων), αλλά και η υιοθέτηση ασφαλιστικών δικλίδων που να αποτρέπουν φαινόμενα φοροδιαφυγής (ενδεχομένως να ήταν καλό να δούμε κάποια από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, όπως οι ηλεκτρονικές πληρωμές, η διεκπεραίωση της αγοραπωλησίας ακινήτων ηλεκτρονικά).

Για παράδειγμα, θα μπορούσε στις φορολογικές δηλώσεις, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, να ζητείται ανάλυση των περιουσιακών στοιχείων των φορολογουμένων και το σύστημα (μηχανογραφικό) να σημειώνει προς έλεγχο περιπτώσεις που τα εισοδήματα που δηλώνονται δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την αύξηση του πλούτου.

Η αναγκαιότητα για μια φορολογική μεταρρύθμιση πηγάζει από την προσπάθεια να γίνει το φορολογικό πλαίσιο πιο εύκολο στην εφαρμογή του, να ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας και της κοινωνίας και να διατηρεί την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε υψηλά επίπεδα. Ένα φορολογικό σύστημα πρέπει από τη μια να είναι φορολογικά δίκαιο, αλλά από την άλλη να προάγει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.

Κάθε κυβέρνηση, μέσω της φορολογίας, μπορεί να χαράζει την κοινωνική της πολιτική, να διαμορφώνει τον αναπτυξιακό της σχεδιασμό και να προωθεί συγκεκριμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα πράσινες πολιτικές. Οπότε η φορολογική μεταρρύθμιση δεν είναι απλώς αλλαγή των φορολογικών συντελεστών, αλλά ένας συνδυασμός αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο, στον τρόπο εφαρμογής του αλλά και της αντίληψης των πολιτών.