Αναλύσεις

Το έγκλημα πολέμου του εποικισμού και τα τέκνα των «μεικτών» γάμων

Η Δημοκρατία στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, αλλά και του Νόμου, ορθώς δεν αποδίδει υπηκοότητα σε τέκνα «μεικτών γάμων»

Στις 26 Οκτωβρίου 2022, ο Τουρκοκύπριος ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ και της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς, κ. Niyazi Kızılyürek, απευθύνθηκε με κοινοβουλευτική ερώτηση (E-003513/2022) προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ερωτώντας την ποια μέτρα θα λάβει για να τερματιστεί η «κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χιλιάδων Τουρκοκυπρίων» (sic) από την Κυπριακή Δημοκρατία, ένεκα του γεγονότος ότι η τελευταία δεν αποδίδει υπηκοότητα σε χιλιάδες Τουρκοκυπρίους, κατά τη γέννηση των οποίων, ο ένας γονέας τους κατείχε την υπηκοότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εμμέσως, πλην σαφώς, ο κ. Kızılyürek επίσης κακίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και για το γεγονός ότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1997, το άρθρο 6(1) της οποίας επικαλείται στην κοινοβουλευτική του ερώτηση για να υποστηρίξει τη θέση του. Σημειώνεται ότι μόλις 13 εκ των 27 κρατών μελών της Ε.Ε. έχουν υπογράψει και επικυρώσει την εν λόγω Σύμβαση.

Αναμφίβολα, δε, η εισδοχή σε μια διεθνή σύμβαση με σκοπό την ανάληψη των νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτής, αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα εκάστου κράτους και δεν μπορεί να επιβληθεί έξωθεν σε οποιοδήποτε κράτος από τον οποιονδήποτε.

Βεβαίως, η μη παραχώρηση της υπηκοότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τέκνα Τουρκοκυπρίων οφείλεται στο γεγονός ότι ο άλλος γονέας των εν λόγω ατόμων είναι έποικος εκ Τουρκίας, κάτι το οποίο σκοπίμως παρέλειψε να αναφέρει ο κ. Kızılyürek στη σχετική ερώτησή του προς την Ευρ. Επιτροπή.

Έγκλημα πολέμου ο εποικισμός

Ως γνωστόν, ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα πολέμου και αντίκειται στο διεθνές δίκαιο. Ειδικότερα, το Άρθρο 49 (6) της 4ης Συνθήκης της Γενεύης του 1949 σχετικά με τους Αμάχους εν Καιρώ Πολέμου, απαγορεύει τη μεταφορά από την κατοχική δύναμη του δικού της πληθυσμού στην περιοχή που κατέχει. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνει ότι «η Κατοχική Δύναμη δεν θα απελάσει ή μεταφέρει μέρος του δικού της αμάχου πληθυσμού στο έδαφος που κατέχει». Η υπό αναφορά πρόνοια στοχεύει στην απαγόρευση της δημογραφικής χειραγώγησης από μια κατοχική δύναμη που είτε μεταφέρει ενεργά τον δικό της πληθυσμό στα κατεχόμενα εδάφη είτε τους επιτρέπει να εγκατασταθούν εκεί εθελοντικά.

Οι Συνθήκες της Γενεύης και η υπόθεση του Τείχους στα Παλαιστινιακά Εδάφη

Στη Συμβουλευτική Γνωμοδότησή του στην υπόθεση Wall της 9ης Ιουλίου 2004 («Οι νομικές συνέπειες από την κατασκευή Τείχους στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη»), το Διεθνές Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Άρθρο 49 (6) απαγορεύει όχι μόνο τις βίαιες μεταφορές «αλλά και οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται από μια κατοχική Δύναμη για την οργάνωση ή ενθάρρυνση μεταφορών τμημάτων του ιδίου του πληθυσμού της στην κατεχόμενη περιοχή» (παράγραφος 120).

Η παραβίαση του Άρθρου 49 αποτελεί σοβαρή αθέτηση των Συνθηκών της Γενεύης και επιφέρει ποινικές κυρώσεις (Άρθρα 146, 147). Το δε Άρθρο 85 (4)(α) του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι του 1977 θεωρεί τη μεταφορά από την κατοχική δύναμη τμημάτων του δικού της άμαχου πληθυσμού στο έδαφος που κατέχει ως «σοβαρή παραβίαση» της Συνθήκης.

Οι παράγραφοι 158-9 της Συμβουλευτικής Γνωμοδότησης του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Wall προνοούν επίσης ότι όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη στις Συνθήκες της Γενεύης τελούν υπό τη νομική υποχρέωση να διασφαλίσουν συμμόρφωση της κατοχικής δύναμης με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο όπως ενσωματώνεται στην Τέταρτη Συνθήκη της Γενεύης του 1949.

Επιπρόσθετα, το Άρθρο 7 (1) (δ) καθορίζει την απέλαση ή βίαιη μεταφορά πληθυσμού ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», όπου «απέλαση ή βίαιη μεταφορά πληθυσμού» σημαίνει τον βίαιο εκτοπισμό των προσώπων που επηρεάζει η εκδίωξη ή άλλες καταναγκαστικές πράξεις από την περιοχή όπου βρίσκονται νόμιμα, χωρίς λόγους που επιτρέπει το διεθνές δίκαιο. Η παρουσία των εποίκων προφανώς επηρεάζει και την εφαρμογή του δικαιώματος των προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους, σε αντίθεση με τα πολυάριθμα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και η περίπτωση της Κύπρου

Το δε Άρθρο 8 (2) (β) (viii) του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναφέρει τη «μεταφορά άμεσα ή έμμεσα από την Κατοχική Δύναμη τμημάτων του άμαχου πληθυσμού της στο έδαφος που κατέχει ως ‘‘έγκλημα πολέμου’’».

Το έγκλημα του εποικισμού που συντελείται στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο ξεκίνησε από την Τουρκία το 1974 και συστηματικά από το καλοκαίρι του 1975, ενέχει συνεχιζόμενο χαρακτήρα ένεκα του μακροπρόθεσμου στόχου της δημογραφικής αλλοίωσης που επιχειρείται από την Τουρκία και ως εκ τούτου δύναται να εξεταστεί από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), το οποίο έχει δικαιοδοσία να διώξει ποινικά εγκλήματα τα οποία τελέστηκαν από την 1 Ιουλίου 2002 και εντεύθεν. Τούτο δε καθίσταται ακόμη πιο προφανές στην περίπτωση του υπό σχεδιασμόν και εν εξελίξει εποικισμού της Αμμοχώστου και άλλων κατεχόμενων περιοχών (π.χ. Δερύνεια και Γερόλακκος) και δύναται η Κυπριακή Δημοκρατία να προσφύγει στο ΔΠΔ για τιμωρία των ενόχων.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι το γεγονός ότι το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου έχει υποστεί συστηματικό εποικισμό από την Τουρκία, έχει επιβεβαιωθεί και καταγραφεί δύο φορές από την Επιτροπή Μετανάστευσης, Προσφύγων και Δημογραφίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρώτα το 1992, με εισηγητή τον Αlfons Cuco από την Ισπανία (έγγραφο 6589, 27 Απριλίου 1992) και το 2003 με εισηγητή τον Jaakko Laakso από τη Φινλανδία (έγγραφο 9799, 2 Μαΐου 2003).

Η παρανομία δεν παράγει δίκαιο

Απόρροια των ανωτέρω είναι ότι ο εποικισμός και όλα τα παράγωγά του αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου και συνιστούν έγκλημα πολέμου. Στη βάση του θεμελιώδους νομικού αξιώματος ότι η παρανομία δεν παράγει δίκαιο (ex injuria jus non oritur), ουδείς έποικος ή απόγονός του δύναται να αποκτήσει δικαιώματα, καθώς η παραμονή τους στην Κύπρο είναι εξ υπαρχής παράνομη. Η οποιαδήποτε τυχόν αποκατάσταση των εποίκων εναπόκειται στην κατέχουσα δύναμη, η οποία θα πρέπει να αποχωρήσει από τη Δημοκρατία μαζί με τους παράνομους εποίκους της.

Πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα τέκνα «μεικτών» γάμων

Ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων για απόδοση και αφαίρεση υπηκοότητας ενός κράτος, αυτό, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, εμπίπτει στη σφαίρα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους.

Ο Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002 (141(I)/2002) αποτελεί το κύριο νομοθετικό εργαλείο που καθορίζει τα εν λόγω κριτήρια.

Ειδικότερα, στο άρθρο 109 του Νόμου προβλέπεται ότι «πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά τον χρόνο της γέννησής του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού ή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ζούσε ο γονέας αυτός κατά τον χρόνο της γέννησης τού εν λόγω προσώπου, ο γονέας αυτός θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας».

Στην εν λόγω διάταξη του Νόμου ωστόσο προβλέφθηκε ρητώς ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, «σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη».

Καθίσταται σαφές ότι οι Τούρκοι έποικοι που ζουν στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας εισήλθαν και παραμένουν παρανόμως στην Κύπρο καθώς ως αναφέρθηκε πιο πάνω, η παρουσία τους στην Κύπρο αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και προφανώς δεν έλαβαν οποιαδήποτε άδεια εισόδου και παραμονής από τις αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας.

Συνεπώς, η Δημοκρατία στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, αλλά και του Νόμου, ορθώς δεν αποδίδει υπηκοότητα σε τέκνα «μεικτών γάμων». Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε νομιμοποίηση του εγκλήματος του εποικισμού που έχει συντελέσει η Τουρκία με σκοπό την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων της νήσου, αλλά και του εθνικού ξεκαθαρίσματος της κατεχόμενης περιοχής.

Απάτριδες ή Τούρκοι πολίτες;

Η δε θέση ότι τα τέκνα των «μεικτών» γάμων είναι απάτριδες (stateless) και ότι θα πρέπει να τους αποδοθεί υπηκοότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένεκα του γεγονότος ότι ως «πολίτες» της «ΤΔΒΚ» δεν κατέχουν ιθαγένεια οποιουδήποτε αναγνωρισμένου κράτους μέλους του ΟΗΕ, είναι αβάσιμη. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι τα πρόσωπα τα οποία έχουν έναν γονέα εκ Τουρκίας δύνανται, στη βάση της νομοθεσίας περί ιθαγένειας της Τουρκικής Δημοκρατίας, να αποκτήσουν την τουρκική ιθαγένεια λόγω καταγωγής, ανεξάρτητα αν γεννήθηκαν στην Τουρκία ή όχι (βλέπε άρθρο 4 του Νόμου υπ’ αριθμόν 5901). Ο σχετικός νόμος της Τουρκικής Δημοκρατίας επίσης προβλέπει ότι όλοι οι «πολίτες» της αποσχιστικής οντότητας της «ΤΔΒΚ» δικαιούνται να αιτηθούν και να αποκτήσουν την τουρκική ιθαγένεια (βλέπε άρθρο 42 του Νόμου υπ’ αριθμόν 5901).

Ενόψει ιδιαίτερα και της τουρκικής αδιαλλαξίας και προκλητικότητας σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού, η Κυπριακή Δημοκρατία επιβάλλεται να παραμείνει πιστή σε θέσεις αρχών και να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών, προς επίτευξη της ανατροπής των συνεπειών της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής και σε καμία περίπτωση σε πράξεις νομιμοποίησης αυτών.

*Δικηγόρος