Κειμήλια και ιστορίες Μικρασιατών προσφύγων «ζωντανεύουν» στη Λεβέντειο Πινακοθήκη
Η Έκθεση «Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο: Λάμψη - Καταστροφή - Ξεριζωμός - Δημιουργία» θα διαρκέσει μέχρι τις 3 Μαρτίου 2024
Ένα καράβι που πλέει στην προκυμαία της Σμύρνης και ακούγεται ο ήχος των κυμάτων, με θέα τα αρχοντικά της πόλης, ταξιδεύει το κοινό που θα επισκεφθεί την Έκθεση "Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο: Λάμψη - Καταστροφή - Ξεριζωμός - Δημιουργία" στη Λεβέντειο Πινακοθήκη. Σε ένα αφιέρωμα για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες της Κύπρου, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά ανέκδοτες φωτογραφίες που αναβιώνουν με τη βοήθεια της τεχνολογίας, αλλά και να γνωρίσει ανθρώπινες ιστορίες για το πώς έφθασαν πρόσωπα και αντικείμενα στον τελικό προορισμό τους, στην Κύπρο.
Σε συνέντευξη που παραχώρησαν στη «Σ» οι Επιμελήτριες της Έκθεσης, Εβίτα Αράπογλου και Δέσποινα Χριστοφίδου, μας εξηγούν την ιστορία των κειμηλίων και των ανθρώπων της Μικρασίας. Ενδυμασίες, κοσμήματα, ταυτότητες, θρησκευτικά σκεύη, εκκλησιαστικές εικόνες, μουσικά όργανα, χειροποίητα κεντήματα είναι μερικά από τα εκθέματα της Ιστορίας του Ελληνισμού μιας άλλης εποχής. Μακρινής, αλλά πολύ κοντά στην καρδιά μας. Που έλαμψε, καταστράφηκε, ξεριζώθηκε και δημιουργήθηκε ξανά από το μηδέν σε έναν νέο τόπο, διατηρώντας τα παλιά χαρίσματα των ανθρώπων της.
Τι είδους εκθέματα περιλαμβάνει η Έκθεση «Από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο: Λάμψη - Καταστροφή - Ξεριζωμός - Δημιουργία» και τι ιστορίες θα «ζωντανέψουν» μέσα από αυτά;
Η έκθεση περιλαμβάνει ποικιλία τεκμηρίων: εικόνες, εκκλησιαστικά και προσωπικά κειμήλια, ενδυμασίες, κοσμήματα, χειροτεχνήματα, χάρτες, φωτογραφίες, αρχειακό και κινηματογραφικό υλικό, εφημερίδες, επιστολές, κάρτες, έγγραφα. Την αφήγηση του χρονικού από τη Μικρασία στην Κύπρο συμπληρώνουν αποσπάσματα από προσωπικές μαρτυρίες και μνήμες, ζωντανεύοντας έτσι το πλούσιο εικονογραφικό υλικό και τα «σιωπηλά» αντικείμενα.
Στην πρώτη ενότητα, ο επισκέπτης ξεκινά το ταξίδι στη λάμψη του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας: από την Ιωνία και τα δυτικά παράλια προχωρεί στην Καππαδοκία και στις νότιες επαρχίες, συνεχίζει διασχίζοντας τον Πόντο για να επιστρέψει προς δυσμάς γύρω από την Κωνσταντινούπολη και να καταλήξει στην Ανατολική Θράκη.
Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται μέσα από κινηματογραφικό υλικό και κείμενα στην περίοδο των διωγμών, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στις συνθήκες που υπογράφηκαν, στην ελληνική απόβαση και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στην Καταστροφή του 1922 και στην Έξοδο των προσφύγων.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα της έκθεσης εστιάζει στην εγκατάσταση και στην ενσωμάτωση των εκπατρισμένων στην Κύπρο. Έγγραφα, ταυτότητες, φωτογραφίες αντικείμενα και μαρτυρίες διηγούνται την περίοδο αυτή.
Αν θα μπορούσαμε να ενώσουμε τα κομμάτια της Ιστορίας, με βάση τον τόπο προέλευσης των προσφύγων, το μορφωτικό, κοινωνικό και οικονομικό τους επίπεδο, το επάγγελμα που ασκούσαν στην πατρίδα τους και άλλα χαρακτηριστικά, ποιο θα λέγαμε ότι είναι το προφίλ των Μικρασιατών προσφύγων της Κύπρου;
Ενδεχομένως θα ήταν λάθος να συνδέσουμε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο με βάση το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρό τους, καθώς η βρετανική Διοίκηση επέτρεψε την άφιξη προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι κατά κύριο λόγο είχαν συγγενείς στην Κύπρο ή ήταν Βρετανοί υπήκοοι.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που στην τρίτη ενότητα της έκθεσης δεν επικεντρωθήκαμε στο μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο των προσφύγων, αλλά στους τόπους καταγωγής τους. Κατάγονταν κυρίως από την Αλάγια, τη Μερσίνα, τη Σελεύκεια και το Ανεμούριο, περιοχές που βρίσκονταν πιο κοντά στην Κύπρο και ως εκ τούτου υπήρχε μία σύνδεση. Στην πρώτη ενότητα, εξάλλου, μπορεί ο επισκέπτης να αντιληφθεί καλύτερα μέσα από τα κείμενα και τα εκθέματα τον πλούτο των περιοχών αυτών της Μικράς Ασίας πριν από την καταστροφή.
Φθάνοντας στην κυπριακή γη, ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν ως πρόσφυγες (π.χ. με τις ταυτότητες, έγγραφα) και σε ποιους τομείς βρήκαν εργασία;
Όπως θα διαπιστώσει και ο επισκέπτης της έκθεσης, οι πρόσφυγες ήρθαν αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο του ξεριζωμού, διότι η βρετανική Διοίκηση τούς χαρακτήρισε ως πολίτες «ακαθορίστου ιθαγένειας».
Μέσα από δημόσια έγγραφα, επιστολές και πλούσιο φωτογραφικό υλικό της έκθεσης, γίνεται αντιληπτό τόσο το ταξίδι των προσφύγων, όσο και οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν. Για παράδειγμα, οι πρόσφυγες με τον ερχομό τους έπρεπε να μπουν στο λοιμοκαθαρτήριο και να πληρώσουν ένα πολύ μεγάλο ποσό για να τους επιτραπεί η εγκατάστασή τους - ένα ποσό το οποίο ως πρόσφυγες και κυνηγημένοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν και, επομένως, τα χρήματα συγκεντρώνονταν με εράνους της Εκκλησίας και των εύπορων Κυπρίων.
Σε σχέση με τους τομείς στους οποίους οι πρόσφυγες βρήκαν εργασία, οι Μικρασιάτες εκπαιδευτικοί ενσωματώθηκαν αμέσως στην κυπριακή κοινωνία. Επίσης, όπως αποκαλύπτουν και τα εκθέματα της έκθεσης, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες διακρίθηκαν στις τέχνες και στο εμπόριο, απασχολήθηκαν στην αγγειοπλαστική και στην ταπητουργία, ενώ συνέβαλαν και στην ανάπτυξη της μουσικής.
Πόσοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κύπρο και ποια ήταν τα κοινά χαρακτηριστικά με τον ντόπιο πληθυσμό, τα οποία τους βοήθησαν να αφομοιωθούν ευκολότερα;
Πολύ κατατοπιστική είναι η έρευνα του καθηγητή Πέτρου Παπαπολυβίου, ο οποίος κατέγραψε ότι στην Κύπρο εγκαταστάθηκαν περίπου 2.400 Μικρασιάτες πρόσφυγες: 200 Βρετανοί υπήκοοι, 800 Κύπριοι, 500 Αρμένιοι και 900 Έλληνες μη κυπριακής καταγωγής. Όπως προκύπτει από τα δημογραφικά στοιχεία της εποχής εκείνης, δεν υπήρξαν και πάρα πολλοί πρόσφυγες που δεν είχαν καμία σύνδεση με την Κύπρο. Αυτό φυσικά δεν έκανε πιο εύκολη την προσφυγιά που βίωσαν οι Μικρασιάτες στην Κύπρο. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες χρειάστηκε να δουλέψουν πολύ σκληρά για να βρουν ξανά εργασία και να συνηθίσουν την κυπριακή διάλεκτο, ειδικότερα τα άτομα εκείνα που ήταν τουρκόφωνα. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφθασαν στην Κύπρο ήταν πολύ λιγότεροι από αυτούς που εγκατασταθήκαν στην Ελλάδα, βοήθησε στο να μην αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα προβλήματα ρατσισμού και κοινωνικής απομόνωσης, αφού διασκορπίστηκαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου.