Κόμματα

Και, όμως, τα κόμματα σβήνουν…

Μια δεύτερη ανάγνωση των αποτελεσμάτων του α’ γύρου, τα οποία επιβεβαιώνουν τη σταθερή συρρίκνωση των παλαιών κομμάτων και την αλλαγή του κομματικού – πολιτικού χάρτη

Oι τρεις βασικοί υποψήφιοι μαζί συγκέντρωσαν στον α’ γύρο ένα αρκετά υψηλό ποσοστό, που φτάνει το 88%. Ποσοστό που δημιουργεί την αίσθηση πως τα μεγάλα και παλαιά κόμματα ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ, που στηρίζουν τους τρεις βασικούς υποψηφίους, είναι ακόμα κραταιά και παραμένουν οι κορυφαίοι οργανισμοί παραγωγής και διαχείρισης πολιτικής στον τόπο.

Ισχύει, όμως, κάτι τέτοιο;

Μάλλον όχι είναι η απάντηση. Γιατί αν δει κανείς προσεκτικά και πιο βαθιά απ’ αυτό το 88%, θα διαπιστώσει πως το ξεφούσκωμα των κομμάτων σε επίπεδο αριθμών αλλά και σε επίπεδο πολιτικού - κοινωνικού ερείσματος, που καταγράφεται λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, παραμένει ανυποχώρητο και μάλλον μη αναστρέψιμο. Επιβεβαιώνεται, με άλλα λόγια, πως εδώ και μερικά χρόνια συντελείται μια σημαντικότατη μεταβολή του κομματικού - πολιτικού χάρτη όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και επικρατούσε την τριακονταετία πριν από το 2011.

Η τριακονταετής κυριαρχία των «παλαιών κομμάτων»

Την περίοδο των 30 περίπου χρόνων πριν από το 2011, τα λεγόμενα «παλαιά» κόμματα, ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ήταν όντως κραταιά και απολύτως κυρίαρχα. Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές του 2011, σε κάθε αναμέτρηση είτε βουλευτικών εκλογών είτε προεδρικών, τα κόμματα αυτά ή οι υποψήφιοί τους, που ήταν κυρίως κομματικοί, κατάφερναν να συγκεντρώσουν μαζί περίπου το 90% του εκλογικού σώματος, ενώ ένα ποσοστό από 5% ως 10% ήταν αποχή.

Χονδρικά, η «πίτα» του εκλογικού σώματος χωριζόταν κατά 1/3 στον ΔΗΣΥ, 1/3 στο ΑΚΕΛ, και 1/3 στο ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ, με το ΔΗΚΟ να υπερέχει. Και μάλιστα τα ποσοστά αυτά τα συγκέντρωναν, με το εκλογικό σώμα να συμμετέχει μαζικά στις εκλογές και τα ποσοστά της αποχής να παραμένουν μονοψήφια.

Επιπλέον, το εκλογικό σώμα κατά την τριακονταετία πριν από το 2011 αποτελούσαν σχεδόν όλοι οι ενήλικες πολίτες του τόπου και δεν επαρατηρείτο το φαινόμενο της μαζικής μη εγγραφής νέων ψηφοφόρων που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία περίπου.

Άρα, στην τριακονταετία πριν από το 2011 τα ποσοστά που κατέγραφαν τα κόμματα στις βουλευτικές ή προεδρικές εκλογές ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικά της απήχησης και της αποδοχής τους από το σύνολο της κοινωνίας.

Οι αριθμοί, ωστόσο, δείχνουν πως η πραγματικότητα αυτή φθίνει εδώ και περίπου μια δεκαετία και ο κομματικός - πολιτικός χάρτης μεταβάλλεται ραγδαίως και σιωπηλώς…

Στην πραγματικότητα, η αποδοχή από το σύνολο της κοινωνίας είναι, για τον Νίκο Χριστοδουλίδη με τις 127.309 ψήφους 17,5%, για τον Ανδρέα Μαυρογιάννη με τις 117.551 ψήφους 16,2% και για τον Αβέρωφ Νεοφύτου με τις 103.748 ψήφους 14,3%.

Ποιος πιστώνεται το 88%;

Σε ό,τι αφορά το ξεφούσκωμα του πολιτικο-κοινωνικού ερείσματος των παλαιών κομμάτων, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον τα κόμματα και τα βασικά τους στελέχη -και σε ποιον βαθμό- μπορούν να πιστωθούν τα «υψηλά» ποσοστά των υποψηφίων που υποστηρίζουν στις εκλογές που διανύουμε. Η απάντηση μπορεί να προκύψει αν αναλογιστεί κανείς πόσο σήκωσαν στους ώμους τους τα κορυφαία κομματικά στελέχη, την τρέχουσα προεκλογική. Από λίγο έως καθόλου είναι η απάντηση, παραχωρώντας τη θέση τους σε άφθαρτους, εν πολλοίς άγνωστους και μη κομματικούς επιτελείς.

Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι τα κόμματα, πλην του ΔΗΣΥ, δεν προκρίνουν κομματικούς υποψηφίους και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις έχουν σοβαρές πολιτικοϊδεολογικές διαφορές με τους «εκλεκτούς» τους, είναι και αυτό μια ένδειξη.

Η φθορά των παλαιών κομμάτων της τελευταίας δεκαετίας, κατά μία ανάγνωση του 88% του α’ γύρου της περασμένης Κυριακής, στην καλύτερη περίπτωση παρέμεινε στάσιμη. Ακόμα και έτσι, η «στασιμότητα» αυτή, με δεδομένη την αποχή του 28% αλλά και το γεγονός ότι για πρώτη φορά υποψηφιότητες πέραν των «εκλεκτών» του παλαιοκομματισμού ξεπερνούν το 10% και συγκεντρώνουν συγκεκριμένα το 12,26%, επιβεβαιώνει πως η αποστροφή των πολιτών προς τα πολιτικά πράγματα και ειδικότερα τα παλαιά κόμματα, είναι γεγονός ανυποχώρητο και μάλλον μη αναστρέψιμο.

Κατά μία άλλη ανάγνωση, αυτό το 88% της συνολικής συγκομιδής των υποψηφίων που στηρίζουν τα παλαιά κόμματα δεν οφείλεται στην αποδοχή των κομμάτων, τα οποία μάλλον «κρύβονται» και οικειοποιούνται αυτά τα υψηλά ποσοστά. Ο μόνος που μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο για το δικό του ποσοστό είναι ο Αβέρωφ Νεοφύτου, που κατήλθε ως κομματική υποψηφιότητα, αλλά όμως έχασε. Κατά τ’ άλλα, το 32,04% του Νίκου Χριστοδουλίδη σίγουρα δεν μπορεί να πιστωθεί στα κόμματα που τον στηρίζουν, όπως επίσης και το 29,59% του κ. Μαυρογιάννη στο ΑΚΕΛ, το οποίο ομολογουμένως κατέγραψε σημαντική συσπείρωση.

Η αποχή σταθερά «πρώτο κόμμα» με μεγάλη διαφορά

Σε αυτήν την τελευταία δεκαετία, η αποχή έχει εκτοξευτεί και από τις Βουλευτικές του 2016 και μετά είναι σταθερά γύρω στο 30%.

Επιπλέον σε αυτήν τη δεκαετία παρατηρείται το φαινόμενο της μαζικής μη εγγραφής νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους, κάτι που προηγουμένως δεν συνέβαινε τουλάχιστον τόσο εκτεταμένα. Ενδεικτικά, την τελευταία πενταετία τουλάχιστον, που οι ενήλικες πολίτες της Δημοκρατίας ανέρχονται γύρω στις 720.000 με 730.000, το εκλογικό σώμα έφτασε στο απόγειό του και τις 561.000 στις Προεδρικές του 2023. Δηλαδή την τελευταία πενταετία υπάρχουν περίπου 170.000 πολίτες που δεν έχουν κάνει καν εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους και απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες.

Ο αριθμός αυτών των μη εγγεγραμμένων πολιτών, αν προστεθεί με τους εγγεγραμμένους απέχοντες που ανέρχονται περίπου σε 155.000, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι περίπου το 50% των ενήλικων Κυπρίων δε συμμετέχουν στις εκλογές!

Η ενεργητική κοινωνική αποδοχή κομμάτων και υποψηφίων

Με αυτό το δεδομένο της αποχής του 50% του κοινωνικού σώματος από τις εκλογικές διαδικασίες, τα ποσοστά που καταγράφουν τα κόμματα και οι υποψήφιοι που υποστηρίζουν, κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικά της αποδοχής που τυγχάνουν από το κοινωνικό σώμα είναι και κάθε άλλο παρά πιστοποιούν την κραταιότητά τους. Ωστόσο, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατικές χώρες, αυτοί που καθορίζουν τα εκλογικά αποτελέσματα και μοιράζουν εν τέλει τη πίτα της εξουσίας, είναι αυτοί που συμμετέχουν στις εκλογές.

Όμως δεν μπορεί να παραβλέπεται το γεγονός ότι αυτοί που συμμετέχουν γίνονται λιγότεροι όσο περνούν τα χρόνια, με αποτέλεσμα η δημοκρατίας μας, ως προς τη συμμετοχικότητα, να συρρικνώνεται επικίνδυνα. Και φτάσαμε στο σημείο, η δεδηλωμένη αποδοχή των τριών βασικών υποψηφίων στο κοινωνικό σώμα των 725.000 πολιτών, που φαίνεται πως είναι 88%, στην πραγματικότητα να μην ξεπερνά το 50%. Συγκεκριμένα, είναι για τον Νίκο Χριστοδουλίδη με τις 127.309 ψήφους 17,5%, για τον Ανδρέα Μαυρογιάννη με τις 117.551 ψήφους 16,2% και για τον Αβέρωφ Νεοφύτου με τις 103.748 ψήφους 14,3%.

Τα στοιχεία σε αμιγώς κομματικό επίπεδο και βάσει των αποτελεσμάτων από τις τελευταίες Βουλευτικές του 2021, είναι ακόμη πιο ενδεικτικά. Τα τέσσερα παλαιά κόμματα συγκεντρώνουν μαζί, στο σύνολο του κοινωνικού σώματος των 725.000 ενήλικων πολιτών, ποσοστό 33,7%. Συγκεκριμένα, ο ΔΗΣΥ με τις 93.328 ψήφους 13,7%, το ΑΚΕΛ με τις 79.913 ψήφους 11,1%, το ΔΗΚΟ με τις 40.395 ψήφους 5,6% και η ΕΔΕΚ με τις 24.022 ψήφους μόλις 3,3%.

Δηλαδή, τα τέσσερα παλαιά κόμματα, που όπως προαναφέρεται συγκέντρωναν μαζί κατά την τριακονταετία πριν από το 2011 που η αποχή ήταν μονοψήφια και δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι μη εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι, ποσοστά γύρω στο 90%, τώρα έφτασαν να έχουν επί του συνόλου του κοινωνικού σώματος αποδοχή μόλις 33,7%.

Αν δει κανείς προσεκτικά τα αποτελέσματα του α’ γύρου, θα διαπιστώσει πως το ξεφούσκωμα των κομμάτων σε επίπεδο αριθμών αλλά και σε επίπεδο πολιτικού - κοινωνικού ερείσματος είναι μη αναστρέψιμο

Εν κατακλείδι

Κάτω λοιπόν από τα υψηλά ποσοστά των «βασικών» υποψηφίων, κάτω από το «εντυπωσιακό» 88% και τους κατόπιν εορτής αυτοεπαίνους των κομμάτων που οικειοποιούνται την «εκλογική επιτυχία», η πραγματικότητα είναι πως ο κομματικός - πολιτικός χάρτης μεταβάλλεται ραγδαία. Και τα κυριότερα χαρακτηριστικά της μεταβολής αυτής αφορούν τη συρρίκνωση της παλαιοκομματικής επικράτειας, και την αντίστοιχη δραματική επέκταση της αποστροφής που εκδηλώνεται εκλογικά με την αποχή και τη μη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους.