Αναλύσεις

Πληθωρισμός και αύξηση των επιτοκίων

Παρά την επιβράδυνσή του ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα, κάτι που αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να προχωρούν σε νέες αυξήσεις επιτοκίων

Παρά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες ο πληθωρισμός δείχνει να επιβραδύνεται, παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα, κάτι που αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να προχωρούν σε αυξήσεις επιτοκίων. Η αύξηση αυτή έχει την επιθετικότητα που είδαμε το 2022, με τις αυξήσεις να περιορίζονται σε μικρότερα ποσοστά.

Υπενθυμίζεται ότι τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης και το περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων ήταν προσωρινά μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας και των οικονομιών, αλλά η διατήρησή τους κρίθηκε αναγκαία μετά τις απανωτές κρίσεις. Οπότε, η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ήταν αναμενόμενη, εκείνο που ενδεχομένως να ξάφνιασε κάπως την αγορά και την κοινωνία ήταν η επιθετικότητα με την οποία αυτό έγινε τον περασμένο χρόνο.

Την ίδια στιγμή, οι οικονομίες δείχνουν να απορροφούν σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές εξελίξεις, με το ενδεχόμενο ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας προς το παρόν να απομακρύνεται.

Ο στασιμοπληθωρισμός

Υπενθυμίζεται ότι το ενδεχόμενο στασιμοπληθωρισμού επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά τις οικονομίες. Ο στασιμοπληθωρισμός προκύπτει όταν η αύξηση των τιμών οφείλεται σε άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με την αύξηση της ζήτησης, όπως η αύξηση στο κόστος της ενέργειας ή τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Το γεγονός αυτό οδηγεί σε ακριβότερες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως αντικίνητρο σε επενδυτές και επιχειρήσεις και ως κατάληξη ο υψηλός πληθωρισμός να συνοδεύεται με ύφεση ή ισχνή ανάπτυξη της οικονομίας και ενίσχυση των ποσοστών ανεργίας.

Δομικός πληθωρισμός

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται όσον αφορά τον πληθωρισμό σε Ελλάδα και Κύπρο, τα τρόφιμα και τα είδη ένδυσης είναι τα δύο ουσιαστικά προϊόντα που έχουν τη μικρότερη ποσοστιαία επιβράδυνση όσον αφορά τις πληθωριστικές τάσεις.

Σε αυτό ενδεχομένως να οφείλεται και ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός που συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, λόγω της δομής της αγοράς και των μηχανισμών / δυνάμεων που λειτουργούν εντός της.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στην επιβράδυνση της μείωσης του πληθωρισμού, αυξάνοντας το ενδεχόμενο διατήρησής του σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα (οι δυνάμεις της οικονομίας δεν δρουν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για να παρατηρηθεί σημαντική μείωση του πληθωρισμού σε σύντομο χρονικό διάστημα).

Αν η αύξηση των τιμών οφειλόταν αποκλειστικά στην αυξημένη ζήτηση, τότε αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση των επενδύσεων για ενίσχυση της παραγωγής / προσφοράς και της ανάπτυξης της οικονομίας. Όμως αυτό δεν ισχύει απόλυτα, ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, στην προκειμένη περίπτωση.

Όσο συνεχίζεται η ίδια κατάσταση και πολλές φορές επιδεινώνεται, οι δυνάμεις του παγκόσμιου εμπορίου δεν μπορούν να δράσουν για να βρεθεί το νέο ισοζύγιο. Κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί καλούνται να διαχειριστούν το φαινόμενο των υψηλών ποσοστών πληθωρισμού, εφόσον είναι ξεκάθαρο ότι θα κρατήσει.

Το διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον μεταβάλλεται με γοργούς ρυθμούς, κάτι που επηρεάζει τις οικονομικές πολιτικές, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε εξωγενείς οικονομίες. Οι ανάγκες των επενδυτών, των επιχειρηματιών αλλά και της κοινωνίας αλλάζουν, οικονομικοί τομείς αναπτύσσονται και άλλοι παρακμάζουν. Το σίγουρο είναι ότι ζούμε σε ένα δυναμικό περιβάλλον, τεχνολογικά αναβαθμισμένο με «εμπλεκόμενα συμφέροντα» και συσχετισμό / διασύνδεση γεγονότων.

Νέες αυξήσεις επιτοκίων

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (FED) και η Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησαν σε νέες αυξήσεις των επιτοκίων την εβδομάδα που πέρασε και θα συνεχίσουν να το κάνουν σταδιακά, με απώτερο στόχο την πτώση του πληθωρισμού κοντά στο 2%.

Αρχικά, η αύξηση των επιτοκίων μεταφέρεται στα δανειστικά επιτόκια και έπειτα στα καταθετικά επιτόκια, ενώ έχει ήδη αρχίσει η προώθηση κάποιων καταθετικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, τα τραπεζικά ιδρύματα θα επαναξιολογήσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια αλλά και τους δείκτες ρευστότητας, καθώς σταδιακά δεν θα υπάρχει αρνητικό επιτόκιο στη φύλαξη της επιπλέον ρευστότητας και οι καταθέτες θα επανέλθουν.

Βασικό ζητούμενο της αύξησης των επιτοκίων είναι η ενίσχυση των καταθέσεων, ο περιορισμός της ρευστότητας αλλά και της ζήτησης στην αγορά, γεγονός που συνδέεται με την πτώση των τιμών. Η πορεία των οικονομιών επηρεάζεται αρνητικά καθώς θα υπάρχει από τη μια αύξηση των αποταμιεύσεων, αλλά παράλληλα θα υπάρχει και περιορισμός των εξόδων.

Ο προϋπολογισμός κάθε νοικοκυριού και επιχείρησης, ο οποίος διασφαλίζει το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα και για τις επιχειρήσεις, τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους, προσαρμόζεται στα δεδομένα που επικρατούν στην αγορά αλλά και στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό κλίμα. Είναι αναμενόμενο ότι σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης οι καταναλωτές θα είναι πιο επιφυλακτικοί αναφορικά με τις δαπάνες τους, ενώ σε περιόδους ευφορίας συμβαίνει το αντίθετο.

Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, καθώς αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το λεγόμενο «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι στη μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα.

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο και τα παιδιά του (π.χ. σύνταξη και σπουδές) και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.

O δανεισμός αποτελεί σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης επενδύσεων και μέρος του κεφαλαίου κίνησης των επιχειρήσεων. Η μόχλευση στο πλαίσιο ενός λογικού χρηματοδοτικού σχεδίου είναι ένα απόλυτα υγιές φαινόμενο, το οποίο μεγιστοποιεί τα κέρδη μιας επένδυσης. Όμως, η αύξηση του κόστους δανεισμού αναμένεται να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τη σύναψη νέων δανείων.

Οι εκτιμήσεις και οι αναλύσεις αναφέρονται σε σταθεροποίηση και ενδεχόμενη σταδιακή αποκλιμάκωση της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Φυσικά αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την πορεία του πληθωρισμού και τις αρνητικές συνέπειες που θα υπάρξουν στην παγκόσμια αλλά και στις εθνικές οικονομίες από τη μείωση της ρευστότητας. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ενίσχυση της εφοδιαστικής και η εξάλειψη των προβλημάτων / κολλημάτων θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά του πληθωρισμού.