Αναλύσεις

Αύξηση των επιτοκίων και κοινωνική πολιτική

Το ζήτημα της αύξησης των επιτοκίων και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες γίνονται εντονότερα εφόσον οι πληθωριστικές τάσεις παραμένουν

Την τελευταία περίοδο μονοπωλεί στη δημόσια συζήτηση, η αύξηση των επιτοκίων και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες. Το ζήτημα γίνεται εντονότερο εφόσον οι πληθωριστικές τάσεις παραμένουν, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να βρίσκονται αντιμέτωπα τόσο με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων τους, όσο και με τις αυξημένες δόσεις των δανείων τους.

Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση

Είναι σημαντικό να υπάρξει καταγραφή στο πλαίσιο του δυνατού της κατάστασης όπως διαμορφώνεται. Τα χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών οδήγησαν πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις στη σύναψη δανειακών συμβάσεων και αυτό φαίνεται στα στοιχεία των Κεντρικών Τραπεζών. Μάλιστα σε κάποιες χώρες, όπως και η Κύπρος, οι κυβερνήσεις παρείχαν κίνητρα, όπως η επιδότηση επιτοκίου, για τη σύναψη δανείων (διαφαίνεται ότι στις περιπτώσεις που δανειολήπτες επιχειρήσουν αναδιάρθρωση του δανείου, θα είναι εκτός του προγράμματος επιδότησης).

Το ότι θα υπήρχαν αυξήσεις στα επιτόκια ήταν γνωστό. Άλλωστε τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, με τη μεγάλη και αστόχευτη παροχή ρευστότητας, έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αυτό όμως που πολλοί δεν ανέμεναν, ήταν η ταχύτητα με την οποία ήρθε αυτή η αύξηση και ο συνδυασμός της με τις αυξημένες τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες. Γίνεται αντιληπτό ότι αρκετά δάνεια είχαν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο εφόσον κατά τη σύναψή τους το κόστος δανεισμού ήταν μικρότερο σε σύγκριση με το σταθερό επιτόκιο.

Την ίδια στιγμή τα τραπεζικά ιδρύματα διεθνώς προσπάθησαν να διοχετεύσουν την επιπλέον ρευστότητα μέσω νέου δανεισμού. Δεν είναι στο πολύ μακρινό παρελθόν που καταγραφόταν σε δημοσιεύματα και αναλύσεις το μεγάλο κόστος που είχαν τα τραπεζικά ιδρύματα για τη φύλαξη της επιπλέον ρευστότητας. Επιπρόσθετα είχαν καταγραφεί αυξήσεις στις χρεώσεις, κυρίως για συναλλαγές που δεν διεκπεραιώνονταν ηλεκτρονικά.

Όπως όλες οι επιχειρήσεις έτσι και τα τραπεζικά ιδρύματα θα έπρεπε να καλύψουν το διοικητικό τους κόστος όσον αφορά το προσωπικό το οποίο αναλάμβανε την εκτέλεση των συναλλαγών, ειδικά σε μια περίοδο που τα έσοδα από τους τόκους είχαν μειωθεί σημαντικά. Επιπλέον οι αυξημένες χρεώσεις λειτουργούσαν και ως κίνητρο για τους πελάτες τους να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα διεκπεραίωσης συναλλαγών και είναι γενικότερα αποδεκτό ότι υπήρξαν σημαντικές επενδύσεις από τα τραπεζικά ιδρύματα όσον αφορά την τεχνολογική τους αναβάθμιση.

Την ίδια στιγμή υπήρξε αυστηροποίηση των οδηγιών και των νομοθεσιών στην παραχώρηση νέου δανεισμού αλλά και των διαδικασιών για την εξακρίβωση της προέλευσης των κεφαλαίων που μεταφέρονταν ή επενδύονται (διαδικασίες που αφορούν τη Παρεμπόδιση και Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες). Όσον αφορά τον νέο δανεισμό, ο δανειολήπτης, πέραν της καλής ποιότητας εξασφάλισης, θα πρέπει να αποδείξει στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τη δυνατότητα αποπληρωμής δανείου, ενώ η δόση δεν μπορεί να ξεπερνά ένα ποσοστό των εισοδημάτων του.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η αποσυμφόρηση των ισολογισμών των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) με την πώλησή τους σε εταιρείες διαχείρισης.

Φυσικά μπορεί οι δείκτες και οι ισολογισμοί των τραπεζικών ιδρυμάτων να έχουν βελτιωθεί, όμως το πρόβλημα του υψηλού ιδιωτικού χρέους παραμένει για την κοινωνία και πλέον έχει μετατοπιστεί. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, δεν είναι προς όφελος των τραπεζικών ιδρυμάτων να μην προχωρήσουν σε διευκολύνσεις σε επικαιροποιημένους δανειολήπτες για αποφυγή νέας αύξησης των ΜΕΔ (θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τις οδηγίες αν η αναδιάρθρωση ενός δανείου αλλάζει στην ολότητα ή σε μεγάλο βαθμό τους όρους του ενδεχομένως να κατατάσσεται ως ΜΕΔ για συγκεκριμένη περίοδο, ώστε ο δανειολήπτης να αποδείξει τη δυνατότητα αποπληρωμής με βάση το αναθεωρημένο πλάνο).

Ηθικό δίλημμα

Την ίδια στιγμή υπάρχει και ένα ηθικό δίλημμα όσον αφορά τη στήριξη των δανειοληπτών. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τη στήριξη αυτών που πραγματικά έχουν ανάγκη και του να δοθεί κίνητρο εκμετάλλευσης σε κάποιους να μην πληρώνουν τις δόσεις. Επιπλέον, σε περίπτωση στήριξης / επιδότησης από το κράτος οποιωνδήποτε πληρωμών έναντι των δανείων, τα χρήματα που θα χρησιμοποιηθούν είναι των φορολογουμένων. Οπότε πρέπει να γίνει στοχευμένα με βάση τα ορθά στοιχεία.

To τελευταίο αποτελεί ένα επιπλέον ζήτημα. Λόγω έλλειψης μηχανογραφικών συστημάτων (όπως π.χ. σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Εσθονία) για την ένταξη ενός δανειολήπτη σε κάποιο σχέδιο στήριξης, θα πρέπει να προσκομιστούν και να αξιολογηθούν έγγραφα από πολλές υπηρεσίες, κάτι το οποίο είναι χρονοβόρο και έχει σημαντικό διοικητικό φόρτο. Αυτό κατέδειξε και η εμπειρία με το σχέδιο «Εστία».

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν ελάχιστους δείκτες ρευστότητας και κεφαλαίων να ικανοποιήσουν. Μέσα από τις εποπτικές οδηγίες και τους κανονισμούς καταγράφονται οι δυνατότητές τους για απορρόφηση μέρους της αύξησης των δανειστικών επιτοκίων και αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής των καταθετικών. Οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους στον μηχανισμό λειτουργίας τους δεν μπορεί να τίθεται ως θέμα προς συζήτηση. Από την άλλη όμως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν τον δικό τους ρόλο μέσα στην κοινωνία και την επιχειρηματική κοινότητα εφόσον η στήριξη/σύμπραξη των δύο είναι προς όφελος όλων.

Στην Ελλάδα υπήρξαν μέτρα τόσο από τα τραπεζικά ιδρύματα αλλά και την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να βοηθηθούν οι δανειολήπτες, εντός φυσικά λογικών πλαισίων. Σε περίληψη υιοθετήθηκε απορρόφηση του 50% της αύξησης των επιτοκίων για ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού με βάση εισοδηματικά και κριτήρια περιουσίας (πρόσφατα ανακοινώθηκε διεύρυνσή τους), απορρόφηση των επιπλέον αυξήσεων των επιτοκίων στις περιπτώσεις δανειοληπτών που ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους (οι αυξήσεις των επιτοκίων σταδιακά θα αποκλιμακώνονται εφόσον υπάρχει επιβράδυνση του πληθωρισμού), δημιουργία πλατφόρμας εξωδικαστικού διακανονισμού διαφορών στα δάνεια και πρόσφατα επιδότηση επιτοκίου για νεαρά ζευγάρια για σκοπούς ιδιοκατοίκησης.

Είναι θετικό να αναλύονται τα μέτρα που εφαρμόζουν οι άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, όμως κάθε χώρα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να αξιολογούνται. Η ανάγκη λήψης μέτρων είναι ξεκάθαρη και βγαίνει μέσα από την κοινωνία. Το ζήτημα είναι να βρεθεί η κοινή συνισταμένη μεταξύ της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με σεβασμό στους μετόχους, καταθέτες και δανειολήπτες, της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής μέσα από στοχευμένα μέτρα, τόσο από τα τραπεζικά ιδρύματα αλλά και την κυβέρνηση, προς την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, ειδικά μετά τις υφεσιογενείς πιέσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος.