Αναλύσεις

Σιτοπαραγωγοί σε απόγνωση και στο βάθος εξαγωγές

Σενάριο ακόμη και εξαγωγής του κυπριακού σίτου σε Λίβανο και Ισραήλ

Τα πλήγματα που δέχονται οι Κύπριοι σιτοπαραγωγοί αυξάνονται και πληθύνονται, με τους ίδιους ν’ απευθύνουν έκκληση σε βιομηχάνους και Πολιτεία. Το κόστος καλλιέργειας και παραγωγής αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 40%, αποτελώντας επιπλέον βραχνά στην τιμή πώλησης την ίδια ώρα που η συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας για την εξαγωγή σιτηρών επιφέρει μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στο παζάρι.

Όπως εξήγησε μιλώντας στη «Σημερινή» ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Σιτοπαραγωγών, κ. Κυριάκος Κκαϊλάς, η διαφοροποίηση που επέφερε η συμφωνία για την εξαγωγή σιτηρών μεταξύ Ρωσίας & Ουκρανίας (με διαμεσολαβητή την Τουρκία) δίνει τη δυνατότητα για εισαγωγή της ύλης σε χώρες της Ευρώπης, χωρίς όμως το «καπέλο» του δασμού, το οποίο μπαίνει για να καλύψει τον σιτοπαραγωγό (σε κάθε άλλη εισαγωγή από τρίτη χώρα τοποθετείται ο εν λόγω δασμός), με αποτέλεσμα αυτό να φτάνει σε αρκετά χαμηλότερες τιμές. Μάλιστα, για τον λόγο αυτό σειρά χωρών που εφάπτονται της εμπόλεμης ζώνης -άρα και άμεσα επηρεαζόμενες- έχουν λάβει κονδύλια υπό τύπον αποζημίωσης, όμως υπάρχουν και αρκετές που δεν εμπίπτουν σε αυτό το φάσμα και μέχρι σήμερα διαμαρτύρονται (όπως η Κύπρος και η Ισπανία).

«Οι δικοί μας παραγωγοί είχαν σπείρει πέρυσι με €18 τον σάκο, ενώ τώρα πληρώνουν €40, τα καύσιμα από 0,70 σεντ περίπου το λίτρο έχουν φτάσει σχεδόν στο €1,60 ενώ οι σπόροι από €500 τον μετρικό τόνο ανέρχονται πλέον στα €900-1000», ανέφερε ο Κυριάκος Κκαϊλάς, επιβεβαιώνοντας την αύξηση στο κόστος καλλιέργειας, ενώ πρόσθεσε πως η συμφωνία με την αναίρεση δασμών έχει χτυπήσει τους Κύπριους σιτοπαραγωγούς, με το σκληρό σιτάρι από τα €500 τον τόνο να βρίσκεται τώρα στα €360-370, το μαλακό σιτάρι από €390-400 στα €220-250, ενώ το κριθάρι παραμένει στα ίδια επίπεδα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε ακόμα ένα γεγονός να «χτυπήσει» τον Κύπριο αγρότη. Σύμφωνα με τις αναφορές του πρόεδρου του Συνδέσμου Σιτοπαραγωγών, ενώ η διατίμηση στο σκληρό σιτάρι από τα €500 έπεσε στα €370, οι βιομήχανοι θέλουν να το αγοράσουν κοντά στα €300 (ανά μετρικό τόνο) και με τους επίδοξους αγοραστές να είναι μετρημένοι, η κατάσταση βρίσκεται σε τέλμα. Αυτός μάλιστα φαίνεται να είναι και ο λόγος που γίνονται σκέψεις προς αναζήτηση εξαγωγής των σιτηρών, με τον γειτονικό Λίβανο και το Ισραήλ να βρίσκονται στο προσκήνιο.

«Σπείραμε σε μεγάλο κόστος και αναγκαζόμαστε να πουλάμε σε εξευτελιστικές τιμές», ήταν η χαρακτηριστική τοποθέτηση του Κυριάκου Κκαϊλά, που υπογράμμισε πως ακολουθούνται οι διεθνείς τάσεις -και ακόμη χαμηλότερα- σε ό,τι αφορά τις τιμές, ενώ παράλληλα επιβεβαίωσε πως μεγάλο «αγκάθι» αποτελεί το σκληρό σιτάρι. «Δεν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε τις εισηγήσεις των εμπόρων και να πουλάμε άλλα €70 πιο κάτω», πρόσθεσε, ενώ κληθείς να σχολιάσει για το ενδεχόμενο καταγγελίας στην ΕΠΑ, τόνισε πως «δεν πρόκειται να προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε καταγγελία, αφού δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα τείχος μεταξύ μας». Για το ενδεχόμενο επαφών που αφορούν εξαγωγές σιτηρών (πιθανότατα σε Λίβανο ή/και Ισραήλ), δήλωσε πως «με βαριά καρδιά θα πράτταμε κάτι τέτοιο. Να εξάγουμε δηλαδή ένα εγχώριο προϊόν εξαιρετικής ποιότητας σε άλλες χώρες, την ώρα που η χώρα μας το έχει ανάγκη. Σκεφτείτε πως ένας μικρός παραγωγός, που επένδυσε €40.000, θα πάρει πίσω 10.000 ευρώ + 10.000 από την εκταρική. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως πλέον η συζήτηση δεν περιστρέφεται γύρω από ενδεχόμενο κέρδους αλλά καθαρά ελαχιστοποίησης της ζημιάς».

Πώς, όμως, η πτώση των τιμών πώλησης των σιτηρών θα έπρεπε να αποτυπώνεται στα προϊόντα που τα χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη; «Οι τιμές στα βασικά προϊόντα θα έπρεπε να είναι φυσικά μειωμένες», δήλωσε ο Κυριάκος Κκαϊλάς, προσθέτοντας πως δεν δικαιολογείται σε κανένα βαθμό η παραμικρή αύξηση στις τιμές. Ελλείψεις και ανάγκες δεν υπάρχουν σε ό,τι αφορά τον κλάδο, ενώ υπενθυμίστηκε ότι υπάρχει και το μαξιλαράκι των στρατηγικών αποθεμάτων 33 χιλιάδων τόνων, που είχαν εξασφαλιστεί από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Όσον αφορά τη σειρά δράσεων που υπάρχει πρόθεση να ακολουθηθούν από πλευράς του συνδέσμου, αναφέρθηκε πως έχει ήδη αποσταλεί επιστολή στο Υπ. Γεωργίας αλλά και στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ αύριο (Δευτέρα 12/6) αναμένεται συνάντηση με τις αγροτικές οργανώσεις.

Γιατί, όμως, παρά το γεγονός ότι οι τιμές των σιτηρών έχουν πάρει την κάτω βόλτα, αυτό δεν αποτυπώνεται και στα προϊόντα με τα οποία σχετίζονται; Την απάντηση σε αυτό κλήθηκε να δώσει ο οικονομολόγος Βρασίδας Νεοφύτου. Η πρώτη ανάγνωση λέει πως οι τιμές των σιτηρών μπορεί να έχουν πέσει, δεν ισχύει όμως το ίδιο και με άλλες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των σιτηρών (π.χ. ο σανός έχει ακριβύνει), με αποτέλεσμα το περιθώριο μείωσης του κόστους να εξανεμίζεται.

Το σημαντικότερο όμως απ’ όσα ανέφερε ο κύριος Νεοφύτου αφορά στην ταχύτητα με την οποία η εκάστοτε μείωση (ή αύξηση) αποτυπώνεται στις τιμές που αφορούν τον καταναλωτή. Όταν, για παράδειγμα, η τιμή του πετρελαίου (ή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος) μεταβληθεί, αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό την επόμενη μέρα από την τιμή του στο χρηματιστήριο. Όσο όμως και να μεταβληθεί αυτή η τιμή, ο καταναλωτής δεν θα το αντιληφθεί πρακτικά στην τσέπη του -δηλαδή στην πραγματική αγορά- παρά 3 με 6 μήνες αργότερα. Ας πάρουμε λοιπόν ως παράδειγμα τα μακαρόνια. Ένα κουτί μακαρόνια που θα βρούμε στο ράφι μιας υπεραγοράς σήμερα, έχει παραχθεί περίπου 3 με 6 μήνες προηγουμένως. Ως εκ τούτου, το κόστος παραγωγής -και κατ’ επέκτασιν η τιμή του- βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα δεδομένα πριν από 3-6 μήνες. Μπαίνοντας και σε διεθνές φάσμα -που αποτελεί την ειδίκευσή του- ο κ. Νεοφύτου έφερε ως παράδειγμα τη σοκαριστική ανατίναξη του φράγματος της Καχόβκα, λέγοντας: «Το φράγμα που ανατινάχθηκε στη Χερσώνα, θεωρείται ο λαχανόκηπος της Ευρώπης. Ένας λαχανόκηπος με έκταση 3 φορές όσο η Ελλάδα. Χωρίς νερό πλέον αυτή η περιοχή, μπορεί να παραγάγει μόνο το 15% των όσων παρήγαγε μέχρι σήμερα, ενώ οι συνέπειες θα διαφανούν σε παγκόσμια κλίμακα σε 3-6 μήνες.