Αναλύσεις

Συντάξεις και οικογενειακός προϋπολογισμός

Πέραν των τρεχουσών και συνεχόμενα αυξανόμενων αναγκών των οικογενειών, ο καθένας θα πρέπει να προγραμματίσει και για την περίοδο συνταξιοδότησής του

Αρκετές είναι οι συζητήσεις που γίνονται σε σχέση με το οικογενειακό εισόδημα και τη διαχείρισή του λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, τα υψηλά επιτόκια και ενοίκια και τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των οικογενειών.

Πέραν των τρεχουσών αναγκών, ο καθένας θα πρέπει να προγραμματίσει και για την περίοδο συνταξιοδότησής του, με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σωστά να επισημαίνει ότι οι συντάξεις του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι επαρκείς.

Τρεις πυλώνες

Το συνταξιοδοτικό σύστημα κάθε χώρας βασίζεται σε τρεις ουσιαστικά πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την εθνική σύνταξη, η οποία είναι υποχρεωτική και το ποσό εξαρτάται από τις συνεισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Για τους μεν εργοδοτούμενους, το ποσό των εισφορών αποκόπτεται από τη μισθοδοσία τους και μαζί με τη συνεισφορά του εργοδότη καταβάλλεται μηνιαίως. Για τους δε αυτοεργοδοτούμενους, η καταβολή γίνεται ανά τρίμηνο.

Οπότε, ανάλογο με την απασχόληση του ατόμου και το ύψος του μισθού και των εισοδημάτων που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της «ενεργού απασχόλησης» είναι και το ύψος της σύνταξης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει στην Κύπρο ο θεσμός της ελάχιστης σύνταξης, καθώς αρκετές φορές έχουμε δει έκτακτα μέτρα / επιδόματα σε χαμηλοσυνταξιούχους.

Σημειώνεται ότι, κύριο μέλημα της εκάστοτε κυβέρνησης, και γενικότερα της πολιτείας, είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού και προς αυτήν την κατεύθυνση γίνονται αναλογιστικές μελέτες που λαμβάνουν υπόψη τις αναμενόμενες ανάγκες με βάση τα ηλικιακά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, τις εισφορές και τις αποδόσεις.

Η συνεχιζόμενη γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει το ταμείο εφόσον περισσότερα είναι τα άτομα που λαμβάνουν σύνταξη και λιγότερα αυτά που συνεισφέρουν. Υπενθυμίζεται ότι με την εφαρμογή του μνημονίου προ δεκαετίας επιβλήθηκε τόσο αύξηση στις εισφορές προς το ταμείο, αλλά και αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης.

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τα ταμεία προνοίας και τα ταμεία συντάξεως, όπου εργοδότες και εργοδοτούμενοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το καταστατικό του ταμείου που εγκρίθηκε από τις Αρχές.

Τα περισσότερα ταμεία προνοούν την εφάπαξ πληρωμή, κυρίως για φορολογικούς σκοπούς, του ποσού που αναλογεί στο μέλος, είτε κατά την αφυπηρέτησή του ή τον τερματισμό της συγκεκριμένης εργοδότησης. Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες εισφορές, όπως και αυτές του Ταμείου Συντάξεως, αφαιρούνται για σκοπούς υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος.

Ο επόμενος πυλώνας είναι προαιρετικός και ιδιωτικός και αφορά κυρίως στη δυνατότητα κάθε ιδιώτη να επενδύσει/αποταμιεύσει μέρος του καθαρού του εισοδήματος μέσω επενδυτικών σχεδίων ή ασφαλιστικών σχεδίων με συγκεκριμένη απόδοση, ανάλογα με το ρίσκο που θα ήθελε ο κάθε ιδιώτης ν’ αναλάβει.

Υπάρχει υποχρέωση από τους οργανισμούς που αναλαμβάνουν τέτοια σχέδια να αξιολογήσουν τον συμβαλλόμενο, όσον αφορά τις γνώσεις τους στις επενδύσεις και το ρίσκο που θα μπορούσε να αναλάβει με βάση την οικονομική του κατάσταση και τα εισοδήματά του.

Κύριος ρόλος ενός συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης για όλον τον πληθυσμό μετά τη συνταξιοδότησή του. Σε σχέση με την ασφάλιση και τα ταμεία προνοίας, παρέχονται συγκεκριμένα κίνητρα. Μεγαλύτερη συνεισφορά από τον πολίτη, ισοδυναμεί και σε μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων του, προς όφελος όμως της διασφάλισης ενός σταθερού εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότησή του και καλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας όταν τις χρειαστεί.

Δύσκολη εξίσωση

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η κάθε οικογένεια καλείται να διαχειριστεί τα εισοδήματά της με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήσει ένα καλό βιοτικό επίπεδο, να προγραμματίσει για το μέλλον των παιδιών, π.χ. σπουδές και να διασφαλίσει μιαν αξιοπρεπή διαβίωση για τα γεράματα. Γίνεται αντιληπτό ότι αυτό αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση μέσα στο τωρινό οικονομικό περιβάλλον.

Κάθε οικογένεια προχωρεί σε αξιολόγηση των εισοδημάτων της, του ποσού που απαιτείται για τις καθημερινές ανάγκες, για αποταμίευση και ενδεχομένως διασφάλιση των κεφαλαίων για δύσκολες εποχές και για τη συνταξιοδότηση, για επενδύσεις σε ακίνητα είτε για διασφάλιση «παθητικού εισοδήματος» ή για ιδία χρήση και σε κινητές αξίες. Μέρος αυτής της άσκησης είναι η δυνατότητα και το ύψος του δανεισμού που μπορεί ν’ αναλάβει ένα νοικοκυριό.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων σκοπό έχουν να απορροφήσουν ρευστότητα από την αγορά, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση και κατ’ επέκτασιν οι πληθωριστικές πιέσεις. Για τους μεν δανειολήπτες αυτό περιορίζει το οικογενειακό τους εισόδημα, εφόσον αυξάνονται οι δόσεις τους, για τους δε καταθέτες, κυρίως τους συντηρητικούς, δίνεται σταδιακά η ευκαιρία διατήρησης καταθέσεων και επιτοκίων εισοδημάτων.

Οι τόκοι, τα μερίσματα και τα εισπρακτέα ενοίκια θεωρούνται παθητικό εισόδημα αν αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται στις καθημερινές ασχολίες (π.χ. για μια εταιρεία που ασχολείται με ακίνητα η ενοικίαση είναι μέσα στις κύριες δραστηριότητές της). Φυσικά οποιεσδήποτε επενδύσεις έχουν και το ρίσκο τους, καθώς το επίπεδο το οποίο ο καθένας αναλαμβάνει εξαρτάται από τις δυνατότητες και τη διάθεση ανάληψης ρίσκου.

Φυσικά με τις καταθέσεις το κάθε πράγμα έχει δύο όψεις. Για παράδειγμα, η αύξηση των ενοικίων ενισχύει τις αποδόσεις όσων επέλεξαν να επενδύσουν παλιότερα σε ακίνητα αλλά, από την άλλη, δυσχεραίνει το στεγαστικό ζήτημα για όσους αναζητούν οικιστικό ακίνητο για ενοικίαση ή για αγορά.

Παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος των μισθών στην Κύπρο έχει αυξηθεί (οι εταιρείες που επέλεξαν να μετεγκατασταθούν στην Κύπρο παραχωρούν σημαντικά αυξημένες απολαβές), η αύξηση είναι μόνο ένα ποσοστό των αυξήσεων που παρατηρούνται στο κόστος ζωής. Είναι και αυτός ένας λόγος που κάνει τη διαχείριση των οικογενειακών εισοδημάτων δύσκολη.

Επισημαίνεται, από την άλλη, ότι τα ποσοστά ανεργίας στην Κύπρο διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα λόγω των θετικών ποσοστών ανάπτυξης που παρουσιάζει η κυπριακή οικονομία. Γίνεται κατανοητό ότι οποιαδήποτε σημαντική επιβράδυνση ή, στο χειρότερο σενάριο, ύφεση, αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τα ποσοστά απασχόλησης.

Φυσικά όλα τα πιο πάνω είναι συνδεδεμένα και το ένα επηρεάζει το άλλο. Για παράδειγμα, ο περιορισμός του οικογενειακού εισοδήματος επηρεάζει την κατανάλωση και την επιχειρηματική δραστηριότητα, κάτι που έχει αρνητικά αποτελέσματα στην πορεία της οικονομίας. Στην οικονομική θεωρία μια οικονομία αναμένεται να έχει περιόδους ανάπτυξης αλλά και «διόρθωσης», κάτι που θα πρέπει να τύχει διαχείρισης τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο των πολιτών / οικογενειών.