Τοπικά

Καμπανάκι δημογραφικής αλλοίωσης στην Πάφο – Δύο στους πέντε είναι ξένοι

Σημαίνει συναγερμό ο Δήμαρχος Πάφου Φαίδωνας Φαίδωνος και αξιώνει μέτρα από την Κυβέρνηση

«Πρωτιά» καταγράφει η Πάφος στην αύξηση των ξένων υπηκόων που διαμένουν εντός των δημοτικών ορίων της επαρχίας. Ανέκαθεν η περιοχή με τις τόσες ομορφιές της προσέλκυε Ευρωπαίους πολίτες για μόνιμη διαμονή αλλά και οικονομικούς μετανάστες, που έψαχναν δουλειά, ενώ αποτελεί και έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς του νησιού.

Πλέον, οι τοπικές Αρχές εκφράζουν προβληματισμό καθώς όλο και περισσότερες κοινότητες αρχίζουν να παρουσιάζουν προβλήματα από την καθημερινή εγκατάσταση μεταναστών και αιτούντων άσυλο.

Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά ευρήματα της Στατιστικής Υπηρεσίας για την απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 2021, η επαρχία Πάφου κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό ξένων υπηκόων ως προς τον συνολικό πληθυσμό της επαρχίας με ποσοστό 38%.

Ακολουθεί η επαρχία Λεμεσού, με το ποσοστό των ξένων να ανέρχεται στο 20,5%, και η επαρχία Λάρνακας με 18,9%. Στις επαρχίες Αμμοχώστου και Λευκωσίας οι ξένοι υπήκοοι αποτελούν το 18,6% και 17,9% του πληθυσμού, αντίστοιχα.

Ο συνολικός αριθμός ξένων υπηκόων παγκυπρίως ανέρχεται στις 193.300 και αντιστοιχεί στο 21,1% του συνολικού πληθυσμού, ενώ ο συνολικός αριθμός των Ελληνοκυπρίων είναι 724.800 και αντιστοιχεί στο 78,9%.

Ειδικότερα, στην επαρχία Λευκωσίας διαμένουν 288.800 Ελληνοκύπριοι (82,1%) και 62.800 ξένοι υπήκοοι. Στην επαρχία Αμμοχώστου διαμένουν 41.900 Ελληνοκύπριοι (81,4%) και 9.600 ξένοι υπήκοοι. Στην επαρχία Λάρνακας ζουν 125.100 Ελληνοκύπριοι (81,1%) και 29.100 ξένοι υπήκοοι. Στην επαρχία Λεμεσού ζουν 205.800 Ελληνοκύπριοι (79,5%) και 53.100 ξένοι υπήκοοι, ενώ στην επαρχία Πάφου διαμένουν 63.200 Ελληνοκύπριοι (62,0%) και 38.700 ξένοι υπήκοοι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2021 μέχρι σήμερα έχει μεσολαβήσει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα την άφιξη χιλιάδων Ουκρανών προσφύγων στην Κύπρο αλλά και την άφιξη πολλών νέων εταιρειών μαζί με τους εργαζομένους τους. Παράλληλα, σε καθημερινή βάση καταφθάνουν στο νησί καραβάνια αιτητών ασύλου σε συνδυασμό με στοχευμένη προώθηση ανθρώπων από τα κατεχόμενα. Το 2022 η Κύπρος κατέγραψε αρνητικό ρεκόρ στις αιτήσεις ασύλου με τον αριθμό να ξεπερνά τις 22.000, ενώ μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2023 οι αιτήσεις ασύλου ήταν 5.563. Αν προσμετρηθούν όλα αυτά τα δεδομένα ίσως ο αριθμός των ξένων υπηκόων να είναι ακόμη μεγαλύτερος τη δεδομένη στιγμή σε σχέση με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Στατικής Υπηρεσίας.

9.7 φαιδωνος.jpg

«Στην πόλη της Πάφου οι Ελληνοκύπριοι είναι πλέον το 58%»

Για την αύξηση των ξένων υπηκόων που διαμένουν στην επαρχία της Πάφου μίλησε στη «Σ» ο Δήμαρχος, Φαίδωνας Φαίδωνος. Αρχικά ανέφερε ότι σε ολόκληρη την επαρχία το ποσοστό ανέρχεται σε 62% Ελληνοκύπριους και 38% ξένους υπηκόους για το έτος 2020-2021. «Αυτήν την στιγμή σε ολόκληρη την επαρχία είμαστε 60% Ελληνοκύπριοι και 40% μη Ελληνοκύπριοι. Στο 40% συμπεριλαμβάνονται όλοι, ακόμη και οι ομογενείς Πόντιοι».

Συνεχίζοντας, εξήγησε ότι στην πόλη της Πάφου οι Ελληνοκύπριοι είναι πλέον το 58%, με 42% να είναι ξένοι υπήκοοι. «Αυτά τα στοιχεία βασίζονται στη Στατιστική Υπηρεσία και με βάση τις γέννες που έγιναν από το 2021 μέχρι το 2023», ανέφερε.

Ερωτηθείς για τις περιοχές που καταγράφουν μεγάλο αριθμό μη Ελληνοκυπρίων, ανέφερε ότι είναι η πόλη της Πάφου και περίπου 15 κοινότητες. «Η Χλώρακα έχει σοβαρό θέμα, η Γεροσκήπου, η Γιόλου, η Δρούσια», είπε ο κ. Φαίδωνος.

Όσον αφορά το διάταγμα που εξέδωσε στο παρελθόν το Υπουργείο Εσωτερικών, με το οποίο απαγορευόταν στους αιτητές διεθνούς προστασίας να διαμένουν εντός των διοικητικών ορίων της κοινότητας της Χλώρακας, ο Δήμαρχος Πάφου ανέφερε ότι δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.

Επιπλέον, εξήγησε ότι χρειάζεται σοβαρή μεταναστευτική πολιτική, κάτι το οποίο δεν έχει το κράτος. «Δεν αρκεί μόνο να διαχειριστεί τις ροές και να περιορίσει τους μετανάστες που φτάνουν στην Κύπρο, αλλά και να ενισχύσει τη διαδικασία εξέτασης των αιτητών πολιτικού ασύλου, έτσι ώστε όσοι απορρίπτονται, να επαναπατρίζονται. Έτσι θα σταματήσουν να έρχονται νέοι αιτητές ασύλου». Πρόσθεσε ότι για τις χώρες που προωθούν αιτητές ασύλου στην Κύπρο αποτελεί «διαφήμιση» το γεγονός ότι χρειάζονται έξι χρόνια για να εξεταστεί η αίτησή τους, γιατί έρχονται εδώ και για τουλάχιστον έξι χρόνια περιμένουν να εξεταστεί η αίτησή τους και δουλεύουν παράλληλα. «Αν σε όλα αυτά τα χρόνια παντρευτούν με εικονικό γάμο, τότε διασφαλίζουν τη μόνιμη διαμονή τους», ανέφερε.

Υπογράμμισε ότι η Κύπρος πρέπει να εξετάζει πολύ γρήγορα και να απορρίπτει πολύ γρήγορα. «Το 90% των αιτήσεων για άσυλο απορρίπτονται μετά από 6-7 χρόνια. Αν όμως εξετάζονται οι αιτήσεις άμεσα και γίνεται ο επαναπατρισμός γρήγορα, τότε θα αντιληφθούν ότι δεν συμφέρει να έρθουν Κύπρο για έξι μήνες και θα επιλέγουν άλλο προορισμό».

«Έχουμε πάρα πολλά σχολεία όπου η πλειοψηφία των μαθητών δεν είναι Ε/κ»

Ακόμη, ο κ. Φαίδωνος μίλησε και για ένα άλλο ζήτημα, το οποίο προκύπτει και αφορά τις οικογένειες μεταναστών όπου μετεγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κύπρο. «Τι γίνεται με τα παιδιά τους, που το Υπουργείο Παιδείας, είτε ξέρουν ή δεν ξέρουν Ελληνικά, τα τοποθετεί σε τάξεις διδασκαλίας; Αυτήν τη στιγμή έχουμε πάρα πολλά τμήματα και σχολεία, όπου η πλειοψηφία των μαθητών δεν είναι Ελληνοκύπριοι». Τόνισε ότι πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών δεν ομιλούν την ελληνική γλώσσα ή, αν την ομιλούν, δεν είναι σε ένα επίπεδο που να μπορούν να ανταποκρίνονται μέσα στην τάξη. «Υπάρχουν μαθητές πρώτης τάξης του Γυμνασίου που ξέρουν να λένε 8-10 λέξεις. Μπορούν αυτά τα παιδιά να παρακολουθούν μαθήματα πρώτης Γυμνασίου;», διερωτήθηκε.

Επεσήμανε την ανάγκη αυτά τα παιδιά πρώτα να οδηγούνται σε σχολεία για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και ακολούθως να μπαίνουν μέσα στις τάξεις και να ενσωματώνονται κανονικά στα σχολεία.

Γεροσκήπου: «Η τοπική κοινωνία δυσανασχετεί»

Μια από τις περιοχές που παρουσιάζουν αυξημένη εγκατάσταση ανθρώπων από τρίτες χώρες είναι η Γεροσκήπου. Στη «Σ» μίλησε ο Δημαρχεύων, Κυριάκος Χατζηβασίλης, ο οποίος ανέφερε ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ημίμετρα. «Ως Δήμος δεν θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε. Η έλευση όλων αυτών των μεταναστών ή των πολιτικών προσφύγων ή των δήθεν πολιτικών προσφύγων δεν είναι ένα θέμα που μπορεί να το ελέγξει η κάθε τοπική Αρχή. Πρέπει να ελεγχθεί σε πολιτικό επίπεδο».

Συμπλήρωσε ότι ο Δήμος Γεροσκήπου αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα γιατί καθημερινά αυξάνονται οι αριθμοί. «Πλέον η τοπική κοινωνία άρχισε και δυσανασχετεί έντονα, σε βαθμό που η καθημερινότητα του γηγενούς δημότη υποχρεωτικά αλλάζει. Στο κέντρο του δήμου μας τις απογευματινές και βραδινές ώρες γίνεται κατάληψη, κάτι το οποίο επιδρά αρνητικά στο να φιλοξενεί πλέον ντόπιους».

Τόνισε ότι η νοοτροπία τους, η κουλτούρα τους, η συμπεριφορά τους και οι συνήθειές τους δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από τον τρόπο ζωής που είναι συνηθισμένοι οι δημότες. «Δυστυχώς παρουσιάζονται παραβατικές συμπεριφορές από μέρους τους. Μία με δύο φορές την εβδομάδα πρέπει να επέμβει η Αστυνομία για να σταματήσει τους καβγάδες που κάνουν μεταξύ τους, ενώ τις βραδινές ώρες και τα ξημερώματα περιφέρονται μέσα στις γειτονιές, με αποτέλεσμα οι πολίτες να νιώθουν μιαν ανασφάλεια».

Ακόμη ανέφερε ότι έρχονται στη Γεροσκήπου γιατί βρίσκουν τόπο για να διαμένουν. «Εδώ είναι η ευθύνη των ιδιοκτητών και της τοπικής Αρχής. Κάνουμε τους ελέγχους στον βαθμό που μας το επιτρέπουν οι συνθήκες, όμως επαφίεται και στη συνείδηση του καθενός ποιον φιλοξενεί. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου διαμένουν τόσα πολλά άτομα σε ένα σπίτι, που διερωτάται κανείς ποια υγειονομική κατάσταση επικρατεί και πόσο ενοχλούν τους γείτονες».

Συνεχίζοντας, ανέφερε ότι «το να λέμε ότι δεν είμαστε ρατσιστές ούτε ακραίοι είναι ένα θέμα, αλλά όταν καταπατείται η ποιότητα ζωής και σιωπώ είναι άλλο θέμα. Δεν είμαι από αυτούς που θα πουν μισόλογα, όσο και αν μερικοί το παρεξηγήσουν και το θεωρήσουν ξενοφοβία. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να συνεχίσει και δεν μπορεί να γίνεται ανεκτό».

Ο κ. Χατζηβασίλης ανέφερε ότι έχει καθημερινά παράπονα από δημότες. «Δεν έχω δικαίωμα να διώξω κανέναν και ούτε είναι αρμοδιότητά μου». Συμπλήρωσε ότι οι δημότες διαμαρτύρονται για τους ανοικτούς χώρους του δήμου, τους οποίους επισκέπτονταν τα παιδιά για παιχνίδι και άθληση, καθώς πλέον καταλαμβάνονται από αλλοδαπούς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις προκαλούν ζημιές. «Ως Δήμος αποφασίσαμε να τους προσεγγίσουμε, αλλά δεν είχαμε ανταπόκριση. Δεν ήταν εύκολο να τους φέρουμε στο φιλότιμο. Αντίθετα υπήρξε απροθυμία και επιθετική συμπεριφορά. Προσπαθούμε να τους εντάξουμε στο κοινωνικό μας σύνολο, αλλά δεν το θέλουν», είπε.

«Υπάρχει αλλοτρίωση της κοινωνίας και του τρόπου ζωής εις βάρος των ντόπιων»

Υπογράμμισε ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται η αλλαγή προέλευσης αυτών των ανθρώπων. «Πιο παλιά έρχονταν από τις κοντινές χώρες όπως η Συρία, ενώ τώρα οι περισσότεροι είναι Σομαλοί, Νιγηριανοί, Πακιστανοί, Αφγανοί. Υπάρχει μια αλλοτρίωση της κοινωνίας και του τρόπου ζωής και είναι εις βάρος των ντόπιων».

Εξήγησε ότι η τοπική κοινωνία της Γεροσκήπου δεν έχει πρόβλημα με τους ξένους ανθρώπους. «Έχουμε πρόβλημα με τους ανθρώπους που θεωρούν ότι η κουλτούρα, η θρησκεία, η νοοτροπία και τα ήθη και έθιμά τους είναι πάνω από εμάς και προσπαθούν να μας τα επιβάλουν. Δυστυχώς κάποιοι άλλοι εντός Κύπρου αντιδρούν».

Ο κ. Χατζηβασίλης θέλησε να μιλήσει και για τη διαμαρτυρία που πραγματοποίησαν μουσουλμάνοι υψώνοντας το Κοράνι μέσα στην τουριστική περιοχή. «Έκαναν διαδήλωση μέσα στην ‘‘καρδιά’’ της Πάφου και εμείς να μην μπορούμε να πούμε κάτι, γιατί θα μας πουν ρατσιστές. Υπάρχει και ένα όριο. Είναι καταδικαστέο αυτό που έγινε και φέρουν ευθύνη οι πολιτικές δυνάμεις. Είναι δεκτό να θέλουν να κάνουν μια διαδήλωση, αλλά σε έναν χώρο που δεν θα επηρεάζουν άλλους ανθρώπους. Αυτοί περπατούσαν στον παραλιακό, με τα ξενοδοχεία γεμάτα και με τους τουρίστες να διερωτώνται τι έγινε».

Επιπλέον μίλησε και για το ζήτημα των σχολείων. «Με μεγάλη ανησυχία βλέπω ότι τα σχολεία έχουν ‘‘πλημμυρίσει’’ από ξένα παιδιά. Είναι ένα ευαίσθητο θέμα, όμως η πολιτική που προωθείται στην προδημοτική εκπαίδευση είναι να απορροφούν όλα τα παιδιά ξένων και, αν μένουν θέσεις, να συμπληρωθούν από την τοπική κοινωνία. Όσα παιδιά ντόπιων δεν εγκριθούν, πρέπει να πάνε σε ιδιωτικά σχολεία. Πλέον είναι κανονισμός».

Καταληκτικά, ανέφερε ότι η εκάστοτε κυβέρνηση για να λύσει το θέμα με πρώτιστο στόχο το εθνικό και πατριωτικό της καθήκον θα πρέπει να έχει τη συμπαράσταση της πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων. «Εγώ ρωτώ τις πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και του κόμματος όπου ανήκω, τι κάνουν γι’ αυτό το θέμα. Πόσο πιέζουν ή βοηθούν την κυβέρνηση για να λύσει το πρόβλημα; Κρύβονται και λένε ότι η Κυβέρνηση δεν παίρνει μέτρα. Ας καταθέσουν προτάσεις και να το αντιμετωπίσουν σαν εθνικό πρόβλημα. Είναι ο κόσμος της Κύπρου που έχει το πρόβλημα και ο κόσμος της Κύπρου ανήκει σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις και όχι μόνο στην Κυβέρνηση».