Αναλύσεις

Μόχλευση για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά

Ο υψηλός δανεισμός των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε αυτά τα ποσά οφείλονται σε τραπεζικά ιδρύματα είτε σε εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συνεχίζει να περιορίζει το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, εφόσον τα συγκεκριμένα δάνεια πρέπει να εξυπηρετηθούν

H μόχλευση ή σύναψη δανείου ή έκδοση ομολόγων από επιχειρήσεις και κυβερνήσεις αποτελούν μέσα χρηματοδότησης των επενδύσεων, των ακινήτων προς ιδιοκατοίκηση, του κεφαλαίου κίνησης και των προσωρινών ελλειμμάτων.

Η σωστά προγραμματισμένη σύναψη δανεισμού δεν αποτελεί πρόβλημα, αντίθετα δίνει τη δυνατότητα στον δανειολήπτη να ενισχύσει την επιχείρησή του με επιπλέον κεφάλαια, τα οποία, αν χρησιμοποιηθούν σωστά, θα ενισχύσουν την κερδοφορία, ή να αποκτήσει το ακίνητο για την οικογένειά του (απαιτείται φυσικά να έχει στη διάθεσή του το 30% με 40% της αξίας σε ίδια κεφάλαια, εφόσον τα τραπεζικά ιδρύματα δεν θα δανειοδοτήσουν στο σύνολό της την επένδυση).

Ο δανεισμός, οποιασδήποτε μορφής, ειδικά αν τύχει αλόγιστου χειρισμού, συνοδεύεται από συγκεκριμένους κινδύνους, τους οποίους βλέπουμε καθημερινά. Ο πρώτος αφορά στον επιτοκιακό κίνδυνο, δηλαδή την πιθανή μεταβολή του επιτοκίου με τέτοιον τρόπο, που να καθιστά δύσκολη την εξυπηρέτηση του δανείου. Αυτό αφορά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, που είτε βασίζονται στο Euribor, για παράδειγμα, ή στο ποσοστό βάσης που καθορίζεται από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Κατά τη σύναψη του δανείου το τραπεζικό ίδρυμα συνήθως προχωρεί σε «ασκήσεις ευαισθησίας», ώστε να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε άνοδος των επιτοκίων μπορεί να καλυφθεί από τα τρέχοντα ή ενδεχόμενα εισοδήματα του δανειολήπτη.

Το πρόβλημα όμως θα προκύψει, εάν τα επιτόκια αυξηθούν με τέτοια επιθετικότητα, σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε τέτοιο βαθμό (όπως αυτό που βιώνουμε τώρα), που να δημιουργούνται προβλήματα στην εξυπηρέτηση του δανεισμού. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη εντονότερο όταν το διαθέσιμο εισόδημα της επιχείρησης ή του νοικοκυριού μειώνεται λόγω των υψηλών ποσοστών του πληθωρισμού ή λόγω άλλων γεγονότων όπως η σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας και η αύξηση της ανεργίας.

Το πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στο πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη και στη δυνατότητά του ν’ αντεπεξέλθει στις δόσεις της δανειακής σύμβασης. Ο κίνδυνος αυτός αφορά τόσο τον δανειολήπτη, αλλά και τον πιστωτή. Αν το πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη διαβρωθεί, στις περιπτώσεις, για παράδειγμα, που το επιχειρηματικό πλάνο δεν πετύχει, ή μια κυβέρνηση προωθεί ελλειμματικούς προϋπολογισμούς ή ένας ιδιώτης χάσει τη δουλειά του, τότε η δυνατότητα αποπληρωμής μειώνεται και το ρίσκο αυξάνεται για τον πιστωτή.

Σε ό,τι αφορά τα κράτη και τις μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις, το πιστωτικό τους προφίλ και γενικότερα τον τρόπο διακυβέρνησης και οικονομικού σχεδιασμού, αξιολογείται από τους οίκους αξιολόγησης. Η αναβάθμιση οδηγεί σε καλύτερους όρους δανειοδότησης, ενώ, από την άλλη, η υποβάθμιση οδηγεί σε δυσκολότερους όρους και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις εκτός αγορών, κάτι που βίωσε και η Κύπρος με την οικονομική κρίση πριν από δέκα χρόνια.

Σοβαρός κίνδυνος προκύπτει και από τη σύναψη δανειακών συμβάσεων σε νόμισμα διαφορετικό από αυτό των εισοδημάτων του δανειολήπτη. Η ισοτιμία ενός νομίσματος είναι συνυφασμένη με το ύψος του επιτοκίου για το συγκεκριμένο νόμισμα. Μπορεί το επιτόκιο για τα ελβετικά φράγκα (αναφερόμαστε σε αυτό το παράδειγμα διότι προέκυψε σοβαρό ζήτημα με τα συγκεκριμένα δάνεια στην Κύπρο) να ήταν χαμηλό όταν κάποια δάνεια είχαν συναφθεί, όμως όταν η ισοτιμία άρχισε να αλλάζει, το υπόλοιπο του δανείου σε σχέση με το ευρώ είχε αυξηθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα. Οπότε είναι καλό να αποφεύγεται η δανειοδότηση σε ξένο νόμισμα, ειδικά όταν ο δανειολήπτης δεν έχει την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στη διαχείριση των κινδύνων από τις μεταβολές στις αγορές νομισμάτων.

Απ’ εκεί και πέρα, ο δανειολήπτης θα πρέπει να είναι προσεκτικός με τη διαχείριση των δανειακών του υποχρεώσεων. Για την Κύπρο το 2024 υπάρχουν πέραν των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ λήξεις ομολόγων, ενώ αρκετές είναι οι λήξεις την περίοδο 2024 – 2028. Οπότε η χώρα θα πρέπει να βγει στις αγορές για αναχρηματοδότηση του χρέους σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και μεγάλης μεταβλητότητας στις αγορές ομολόγων. Ενδεχομένως αν υπάρξει αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας το τέλος του Σεπτέμβρη από τους Moody’s να είναι μια καλή χρονικά περίοδος για έξοδο στις αγορές, λαμβάνοντας υπόψη τις τοποθετήσεις της Διοικήτριας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και πολλών αναλυτών, ότι η περίοδος υψηλών επιτοκίων θα διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γίνεται αντιληπτό ότι εταιρείες με υγιή ισολογισμό και ιδιώτες με καλό πιστωτικό προφίλ μπορούν να προχωρήσουν στην εξασφάλιση δανεισμού πολύ πιο εύκολα, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους κρίσεων. Αυτό αναδεικνύεται έντονα κυρίως αυτήν την περίοδο και αφορά οργανισμούς και ιδιώτες που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα, με τα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρούν στην παραχώρηση χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.

Πολλά τα παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά, τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Άλλωστε, πριν από μια δεκαετία, βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων. Επιπλέον, πολλοί οργανισμοί απέτυχαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς και υπό την πίεση του υψηλού δανεισμού οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που προέκυψε είναι η αδυναμία πολλών επιχειρήσεων να εκπονήσουν σωστά και ρεαλιστικά επιχειρηματικά σχέδια και να ετοιμάσουν ολοκληρωμένους προϋπολογισμούς, μια διαδικασία η οποία πρέπει να είναι δυναμική, με την έννοια ότι πρέπει να αναπροσαρμόζεται στις συνεχείς εναλλαγές του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Είναι πολλά τα παραδείγματα επιχειρήσεων, τα οποία, ενώ έδειχναν κερδοφόρες, είχαν τρομερά ζητήματα ρευστότητας, ενώ πολλές φορές είδαμε να πραγματοποιούνται επενδύσεις, κυρίως στον τομέα των ακινήτων, χωρίς να υπάρχει εναλλακτικό πλάνο σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν και μεγάλο ποσό κεφαλαίων / ρευστών διαθεσίμων μείνουν εγκλωβισμένα για μεγάλη χρονική περίοδο.

Ο υψηλός δανεισμός των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε αυτά τα ποσά οφείλονται σε τραπεζικά ιδρύματα είτε σε εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συνεχίζει να περιορίζει το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, εφόσον τα συγκεκριμένα δάνεια πρέπει να εξυπηρετηθούν. Την ίδια στιγμή, κάνουν δύσκολη τη χορήγηση νέων δανείων, εφόσον πολύ δύσκολα ένας δανειολήπτης με υψηλό ποσοστό μόχλευσης μπορεί να αποδείξει τη δυνατότητα αποπληρωμής νέου δανεισμού.

Σε περιόδους υψηλών επιτοκίων και οικονομικής επιβράδυνσης, το ζήτημα του υψηλού δανεισμού των επιχειρήσεων, νοικοκυριών αλλά και κυβερνήσεων αναδεικνύεται. Σημαντικό ζήτημα είναι η δυνατότητα διαχείρισης, αν όχι όλων, των σημαντικότερων κινδύνων που αφορούν τις δανειακές συμβάσεις από την αρχή.